Το σημάδι από κόπρανα στο σώβρακο, που μοιάζει με ροδιά στο δρόμο μετά από φρενάρισμα.
- Και πάω στην τουαλέτα του για κατούρημα και βλέπω πάνω-πάνω στο σωρό με τ' άπλυτα ένα άσπρο σώβρακο μ' ένα φρενάρισμα να!
Το σημάδι από κόπρανα στο σώβρακο, που μοιάζει με ροδιά στο δρόμο μετά από φρενάρισμα.
- Και πάω στην τουαλέτα του για κατούρημα και βλέπω πάνω-πάνω στο σωρό με τ' άπλυτα ένα άσπρο σώβρακο μ' ένα φρενάρισμα να!
Got a better definition? Add it!
σκυλοκουράδα, σκυλοκούραδο
Αλλιώς το σκυλόσκατο, η κουράδα του σκύλου. Όπως λέει και ο Dry Hammer, "σου γεμίζει περισσότερο το στόμα" από ό,τι η μικρότερη λέξη σκυλόσκατο. Το βρίσκουμε ήδη στη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένη το 1962.
Μεγαλύτερο σλανγκικό ενδιαφέρον έχει το ότι το βρίσκουμε και ως βρισιά, για να περιγράψει έναν άνθρωπο ξευτίλα, μηδαμινό, σκατιάρη, σκατένιο, ένα σκουπίδι, ένα απόρριμμα.
Got a better definition? Add it!
Απόβλητο από την κωλιακή κοιλότητα κατσικιού - προβάτου. Έχει σφαιρικό σχήμα. Χρώματα: μαύρο, αν το ζώο εκτρέφεται σε εγκαταστάσεις με συγκεκριμένες τροφές και μουσταρδί, αν το ζώο είναι αλανιάρικο και τρώει ό,τι βρει. Περιέχει πρωτεΐνες - κρεατίνες για τα φυτά.
- Ρε Μήτσο, τι ρίχνεις στα φυτά σου και μεγαλώνουν τόσο γρήγορα;
- Ε, απλό είναι, βγάζω βόλτα τα πρόβατα του κυρ Γιώργου στον κήπο μου.
Got a better definition? Add it!
Η μακριά, χοντρή και κυλινδρικής διατομής κουράδα, από την ομοιότητά της με το λουκάνικο (χωριάτικο, κατά προτίμηση). Παράγεται συνήθως λόγω παρατεταμένης κατανάλωσης κρεατικών. Σφηνώνει άσκημα στη λεκάνη, και άντε ύστερα να βρεις ποπέρα να την ξεβουλώσεις...
Σύνθετο: λουκανοπαραγωγός.
- Βρήκα μια λουκάνα σαν υπερωκεάνιο μες στη λεκάνη!
- Θα έχεσε πάλι ο Βασίλης...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αφρώδες μείγμα λιπαντικού και κοπράνων, που αποτελεί κάποιες φορές παράπλευρη απώλεια κατά το πρωκτικό σεξ, το γνωστό πρωκτοζούμι.
Από το επώνυμο του αμερικανού πρώην γερουσιαστή Ρικ Σαντόρουμ.
Η λεξιπλασία έχει ηθικό εμπνευστή τον Νταν Σάβατζ, ο οποίος θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αντιδράσει σε δηλώσεις του γερουσιαστή, κατά τις οποίες η ομοφυλοφιλία οφείλει να αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως, μεταξύ άλλων, η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου και η κτηνοβασία, πράξεις που αντίκεινται στο θεσμό του γάμου και της οικογένειας και έτσι πλήττουν την κοινωνία.
Σε σύγκριση συνεπώς με το πρωκτοζούμι, το σαντορούμι αρμόζει σε ομοφυλοφιλικότερα συμφραζόμενα.
Πηγές: ο σχετικός ιστοχώρος του Σάβατζ, η σελίδα όπου πρότεινε την λεξιπλασία, σχετικά άρθρα της αγγλόφωνης Βικιπαίδειας για την λεξιπλασία και για τις δηλώσεις.
Got a better definition? Add it!
Η κακαράντζα, το μικρό, σφαιρικό, κυβικό ή πολύεδρο κόπρανο συμπαγούς υφής (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).
- Έχεσες τίποτες ωρέ Παντελή;
- Τι να χέσω; Μόνο κάτι βερβελιές έβγαλα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι κουράδες, σκατά του αλόγου, μεγάλες και βρωμερές. Συνήθως απαντώνται σε ιππικούς ομίλους ή σε πανηγύρια με παρελάσεις αλόγων.
- Ρε Μήτσο, τι έπαθα χθες...
- Τι ρε φίλε, με ανησυχείς.
- Γυρίζοντας σπίτι από το μπαρ πάτησα μια κουρατζίνα και την έφερα σπίτι, το τι άκουσα από την κυρά Λένη δεν λέγεται.
βλ. και τούρτα, νάρκες, ναρκοπέδιο
Got a better definition? Add it!
Η λέξη μούτι είναι αρβανίτικη και σημαίνει σκατά (κακά εις την παιδική).
Τα έκανες μούτι ή, όπως έλεγε ένας θείος μου, θα φας μούτι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(ουσ.)
[πορδή + σαμπάνια]
Ένα είδος αφόδευσης κατά την οποία τα κόπρανα αποβάλλονται σε υγρή μορφή και με έντονη ορμή συνοδευόμενα από μεγάλες δόσεις αερίων. Έχει σαν αποτέλεσμα τα κόπρανα να διασκορπίζονται σε όλη την περιφέρεια της λεκάνης.
Ήπια γάλα και καφέ το πρωί και μόλις κάπνισα έτρεξα στην τουαλέτα οπου ακολούθησε τρελλή πορδοσαμπάνια
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.
Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.
Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.
Got a better definition? Add it!