Further tags

Η κλασσική σημασία του όρου αναφέρεται στην πόρτα του πλοίου.

Εδώ όμως ο όρος μπουκαπόρτα μπαίνει με την έννοια του στόματος, με την έννοια της πόρτας (πύλης) μπουκώματος. Με τη χρήση του όρου αυτού, υποβοηθούμαστε και από την κλασσική σημασία του όρου μέσω συνειρμού στις μεγάλες διαστάσεις της καραβόπορτας ώστε να υποδηλωθεί καλύτερα η έννοια της γρήγορης εισαγωγής τροφών (μπούκωμα, χλαπάκιασμα).

- Πώς γεμίζεις έτσι τη μπουκαπόρτα παιδάκι μου; Θα σκάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο αρχίδι. Λόγω του ομόηχου. Ήταν και παιδικό αστείο: «Είσαι ναυαρχίδα χωρίς το ναυ-».

Κατά την διάρκεια βρις-οφ:
- Α μωρή αρχίδα!...
- Α μωρή ναυαρχίδα!...
Και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πηχάκι που χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο από τους καραβομαραγκούς. Μεταφέρει ουσιαστικά τη μέτρηση από ένα τμήμα του σκαριού στο άλλο και μετά πετιέται. Απαντάται στις αρχές του 15ου αιώνα σε Ιταλικά ναυπηγικά κείμενα ως morello.

Για να βρεις σωστά το βιάρισμα της κουπαστής καλό είναι να πάρεις μερικά μορέλλα πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ χοντρή γυναίκα που μοιάζει με φάλαινα, η Φάλαινα Άντερσον. Προφ, πρόκειται για λολοπαίγνιο με το φαλαινοθηρικό, χρησιμοποιημένο και από τον Μάρκο Σεφερλή.

Γιατί μπορεί εμείς να είμαστε ένα niche κομμάτι της αγοράς αλλά το βυζί κανείς δε μπορεί να το σνομπάρει, ειδικά αν η βυζοφέρουσα δεν είναι φαλαινοθηλυκό. (Από το θρεντ «Βυζοπούλες σε μπουρδέλα» του μπουρντέλα ντοτ κομ).

(από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθροισμα ποδοσφαιριστών υπερπόντιας προέλευσης (συνήθως Βραζιλιάνοι) που μεταφέρονται ομαδικώς προς εύρεση εργασίας στη Γηραιά Ήπειρο, στοιβαγμένοι μέσα σε αμπάρια πεπαλαιωμένων πλωτών μέσων.

Ο θρύλος θέλει πολλούς μετέπειτα διάσημους και πολυεκατομμυριούχους παίχτες να ξεκίνησαν την καριέρα τους μεταφερόμενοι ανάμεσα σε μια καραβιά συμπαιχτών τους. Με καραβιά, άλλωστε, είχε έρθει 16ετής στην Καλαμάτα κάπου στα μέσα των 90ζ ο μετέπειτα σούπερ-σταρ βραζιλιάνος Ρονάλντο, για να του ρίξει άκυρο ο πρόεδρος της «Μαύρης Θύελλας» επειδή «ήταν πολύ χοντρός για μπάλα» (το ότι κατόπιν πήγε στη Μπαρτσελόνα και έκανε παπάδες είναι συμπτωματικό).

Φυσικά, ο όρος αναφέρεται, μάλλον υποτιμητικά και σε άλλα σύνολα ανθρώπων διαπεραιωμένων εις λιμένα τινά δια θαλάσσης, π.χ. καραβιά τουριστών, ή εμπορευμάτων π.χ. καραβιά καφέ κ.λπ.

Αγγλ. shipload, ιταλ. carico, ρωσ. судовой груз, κινεζικά μανδαρίνων 船上的載貨, χίμπριου מטען אונייה‬ κ.λπ.

Οι οπαδοί του Άρη φέτος; Η καλυτερότερή τους. Τόσες φορές στο αεροδρόμιο δεν πήγε ούτε ο επικεφαλής ταξιδιωτικός πράκτορας του «Zorpidis Travel». Οπαδικά έζησαν το ιδανικό καλοκαίρι καθώς πήραν μια καραβιά παίκτες και μάλιστα καλούς, κατά τα γραφάς. Περιμένουν πως και πώς να πάνε στο γήπεδο γι' αυτό και το παιχνίδι γίνεται Σάββατο στις 4:45 και είναι το πρώτο του πρωταθλήματος. (από εδώ)

Στην αρχή του τρειλερακίου, καραβιά με υπερπόντιους ποδοφαιριστές (από Khan, 18/09/10)(από Khan, 02/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όργανον της τάξεως ανήκον εις το Λιμενικόν Σώμα.

Καλείται με απαξία έτσι, διότι κουρνιάζει στον προλιμένα σαν τους γλάρους, δηλαδή είναι γιαλατζή ναυτικός αλλά και διότι δεν είναι βεριτάμπλ μπάτσος (βλοσυρός, απειλητικός κτλ), είναι άοπλος και έχει μικρή γκάμα αρμοδιοτήτων, όπως άλλωστε και οι παρκόμπατσοι (δημοτική αστυνομία).

Αυτά όμως, μέχρι πρόσφατα (90'ς), που ήταν ακόμη κλειστά τα σύνορα (δηλ. χωρίς εκτεταμένη λαθρομετανάστευση-διεθνές έγκλημα κτλ) και που περιορίζονταν συνήθως σε καθήκοντα τροχονόμου των πλοίων και επεδίδοντο μετά μανίας στο τάβλι και στο καμάκι.

Μάλιστα, οι αδερφές τους εσνόμπαραν προτιμώντας τους άνδρες του πολεμικού ναυτικού, (που έχουν παρόμοια στολή), θεωρώντας τους τελευταίους πιο αρρενωπούς.

Τα παλιά χρόνια (μέχρι το '70), το ελληνικόν κράτος διέθετε αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος, αλλ' όχι λιμενοφύλακες, δουλειά την οποίαν έκαναν αμισθί τα, υπηρετούντα την θητεία τους, ναυτάκια επί 36-38 μήνες (χώρια οι φυλακές)...

Σε πολλές ταινίες του ελληνικού σινεμά, φαίνονται ναυτάκια εν στολή, με κορδέλα «Λιμενικόν Σώμα» στην ασπιρίνη, που δένουν και λύνουν κάβους ή κατεβάζουν κλίμακες εμπορικών (δηλ. ιδιωτικών) πλοίων, φυλάνε περίπολα στα λιμάνια κτλ.

Εξ άλλου, τα μεγάλα μηχανικά ή κατασκευαστικά έργα μέχρι πρότινος, τα αναλάμβανε ο Στρατός, που είχε (και έχει) τζάμπα εργατικό δυναμικό.

Σήμερα, οι περισσότεροι γλαρόμπατσοι είναι μοριοδοτημένοι πρώην μπακακοί (βατράχια των Ο.Υ.Κ.), ζόρικοι, ένοπλοι, φοράνε κάτι ξεγυρισμένες παραλλαγές, αντιμετωπίζουν τρελό λαθρεμπόριο στην ανοικτή θάλασσα (αλιευτικές παραβιάσεις Τούρκων-Ιταλών, μετανάστες, trafficking ανθρωπίνων ιστών/παιδιών/πορνών/ναρκωτικών κτλ), συχνά συνοδευόμενο από πιστολίδι και κάνουνε και search and rescue επιχειρήσεις άμα λάχει.

Οπότε, δέον όπως επινοηθεί νέος χαρακτηρισμός.

- Τί έγινε, γιατί δε μας αφήνουνε να μπούμε στο καράβι;

- Τσακώνονται οι νταλικέρηδες για τη σειρά με κάτι γλαρόμπατσους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευκαιρία ονομάζουν οι ναύτες τα καράβια μεταφοράς προσωπικού Πανδώρα και Πάνδροσος που εκτελούν δρομολόγιο από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας στον Πειραιά το μεσημέρι και αντίστροφα το πρωί, επειδή είναι δωρεάν η μεταφορά.

Το μεσημέρι που έχω έξοδο, θα πάρω την ευκαιρία και βουρ για τον Πειραιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρουφιάνος, ο σπιούνος, ο καταδότης, το καρφί, ο undercover πληροφοριοδότης, αυτός που σε δίνει, συνήθως στεγνά. Μισητό και επίφοβο πρόσωπο.

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρύτατα στο Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και γενικότερα - όπως πιθανολογεί βάσιμα ο υποφαινόμενος - στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Η χρήση της επεκτείνεται εν δυνάμει και σε πολιτικά συμφραζόμενα. Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο.

Στο Πολεμικό Ναυτικό, η θέση του δώστη είναι θέση θεσμική. Σε κάθε υπηρεσία, π.χ. ένα πολεμικό πλοίο, υπάρχει κι ένας δώστης, τον οποίο κανείς δεν γνωρίζει. Αυτός επικοινωνεί απευθείας με την Ασφάλεια, π.χ. αν παρατηρήσει να παίζουν τίποτα ναρκωτικά κλπ, καρφώνει όμως αρμοδίως και τυχόν παρατυπίες σχετικές με εκτέλεση καθηκόντων. Αν δλδ ο καθένας πάνω στο πλοίο, από τον καπετάνιο μέχρι το τελευταίο ΕΠΟΠ αρμένι, κάνει καλά τη δουλειά για την οποία πλερώνεται. Σε μεγαλύτερες υπηρεσίες, π.χ. φρεγάτες, οι δώστες μπορούν να είναι και δύο. Πάντως ένας υπάρχει στάνταρ.

Κανείς δεν ξέρει ποιος ειναι ο δώστης. Όλοι υποπτεύονται όλους. Δώστης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, δεν παίζει ρόλο ο βαθμός. Εξαιρείται ίσως ο καπετάνιος, ακριβώς διότι αυτός λόγω θέσης δεν έχει κανέναν πάνω απ' το κεφάλι του, δεν δίνει λόγο σε κανέναν άλλο μέσα στο πλοίο. Κάποιος λοιπόν πρέπει να τον τσεκάρει κι αυτόν.

Αυτό το κλίμα καχυποψίας συντηρείται έντεχνα, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να επαναπαυτεί και να χαλαρώσει. Πρέπει όσο μπορείς να είσαι προβλεπέ, ποτέ δεν ξέρεις από που μπορεί να σκάσει η πούτσα. Διαίρει και βασίλευε με δυο λόγια. Όλοι αλληλοϋποβλέπονται, και έτσι εξασφαλίζεται η πειθαρχία και η συνοχή του στρατεύματος.

Τη σημερινή εποχή, ο δώστης έχει υποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από εξελιγμένα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης. Βέβαια ο ανθρώπινος παράγοντας παραμένει εξαιρετικά χρήσιμος και αναντικατάστατος.

(πραγματικό περιστατικό από ναυτική άσκηση)

Το πλοίο βρίσκεται κάπου ανοιχτά της Σύρου. Η άσκηση τελειώνει σύμφωνα με το πρόγραμμα στις 12.00. Ο καπετάνιος μιλά στο κινητό με τη γκόμενά του, η οποία τον περιμένει σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο νησί.

- Έλα μωρό μου, με κόβω κατά τις 11.30 να είμαι κοντά σου. Θα το λήξω νωρίτερα, δε βλέπω την ώρα να σε δω.

Με το που κλείνει ο κάπταιν, σκάει τηλέφωνο από «ψηλά»:

- Παρακαλώ κύριε, η άσκηση τελειώνει κανονικά στις 12.00. Να τηρηθεί το πρόγραμμα.
- Μάλιστα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ναυτική (αλλά και τελευταίως στην αεροναυτική) slang, γαλατάς (και γαλατάδικο), ονομάζεται το σκάφος -από μικρό καϊκάκι μέχρι μεσαίο φορτηγό- που εκτελεί, πολλές φορές καθημερινά, συγκεκριμένα δρομολόγια τροφοδοσίας.

Στα μεγαλύτερα παπόρια, ο γαλατάς περιφέρεται από λιμάνι σε λιμάνι, κάνοντας σκάντζα φορτία, πολλές φορές χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Τέτοια πλοία, συνήθως σκυλοπνίχτες, χρησιμοποιούταν, παλαιότερα ιδίως, για μεταφορά πάσης φύσεως λαθραίου, ναρκωτικού και όπλων.

Τελευταία όμως, μία από τις βασικές και νομιμοφανείς χρήσεις τους είναι η μεταφορά νόμιμων μεν φορτίων, αλλά η χρήση του μεταφερόμενου προϊόντος χρησιμοποιείται για να χρηματοδοτήσει παράνομους σκοπούς. Αγαπημένα λιμάνια των γαλατάδων είναι το Μογκαντίσου, η Μομπάσα, το Λάγκος και η Μονρόβια.

  1. - Ποιος ρε ο Μπάμπης; Παράτησε την γέφυρα και έχει γίνει γαλατάς! Κάθε μέρα, πάνω-κάτω Ερμιόνη-Ύδρα-Σπέτσες-Ερμιόνη.
    - Ε, του το'χα πει, αυτή μέχρι μουστάκι θα τον βάλει να ξυρίσει!

  2. Σε νηοψία από Νατοϊκούς νερόμπατσους, έξω απ΄το Άντεν:
    - Μα αγαπητέ κύριε μου, κοιτάξτε το cargo manifest, όλα είναι εντάξει δηλωμένα! Εκατό τόνοι ζάχαρης για Mογκαντίσου! - Τι λες ρε μαγκίτη, κι αυτοί που σε περιμένουν με τα αντι-αρματικά για να το παραλάβουν, τι θα κάνουν με τόση ζάχαρη, μαλλί της γριάς;
    - Εγώ δεν ξέρω μίστερ, γαλατάδικο κουμαντάρω! Αλλά έχω ακούσει ότι αυτοί οι Σομαλοί, πίνουν το τσάι σερμπέτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η λαϊκή τραγουδίστρια εκ των καημός και μπουρού (δηλαδή το όστρακο που αντηχεί και κάνει βουητό, εκ του τουρκικού boru). Είναι 'λαδή σαν να λέμε αυτή που βουίζει με καημό. Κατ' επέκταση και όποιος άλλος βουίζει ή βοά με καημό και οδύνη.

Αγαπημένες καλιαρντές φιλεναδίτσες, οι ντελεκτουέλ κατσικοπόδαρες και καημομπουρούδες, άσεφτες αβέλωτες κακομοίρες, σας αβέλω καλιαρντομπέναμα... Προσέξτε καλά... θα αρπάξω την ψωμοσάκουλα και θα αβέλω καλιαρντά χαλέματα... Προσέξτε θα πάτε ατζινάβωτες απ'το καλιαρντό ντούπ και απ'το τσουρνό... Θα σας αβέλω συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη μέχρι να τζάσουν τα παγκριά σας και να αφρίσουν τα μουτζά σας... Όσο για εσάς τις άλλες τις σαρμελοτζουσαριστές, θα σας βγάλω στο γυρωδιακονιάρισμα... Λούγκρες Έλλεεινες... Σας αβέλω κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες που μπενάβουν καλιαρντά. Θα σας αβέλω μπαξ και λατσή καλιαρντό τζαστικό μέχρι η πούλη σας να κροταλάει στον κατήφορο. Σας δικέλω να τζάτε τα τιραχά και να αδικοκουτιαζόσαστε. Αυτά λοιπόν καλιαρντές φιλενάδες μου ούψα και στο λατσοδίκελμα, μπλαντορούφες καλιαρντές. Σας ΑΓΑΠΩ. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified