Further tags

Το εκπαιδευμένο σκυλί, κυνηγόσκυλο, που τρέχει και φέρνει τα πουλιά για το αφεντικό του. Το καλό πουλόσκυλο ανιχνεύει, ξετρυπώνει και κουβαλάει τα θηράματα.

  1. Το πουλόσκυλό του έχει εξαιρετική όσφρηση. Την βρίσκει πάντα την μπεκάτσα.

  2. Τον Γιάννη έτσι ασχημομούρης που είναι τον έχει απλά για πουλόσκυλο. Βρίσκει και ψήνει τα γκομενάκια και στο τέλος έρχεται αυτός ως μορφονιός στη στημένη φάση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερα αποτελούσε μειωτικό χαρακτηρισμό των οπαδών και μελών της ομάδας του Παναθηναϊκού στη λογική ότι η ομάδα εκπροσωπούσε τα αστικά και μεγαλοαστικά στρώματα της Αθήνας, και δη των Βορείων Προαστίων, με λίγα λόγια τους φλώρους της υπόθεσης, σε αντίθεση με τον αιώνιο αντίπαλο Ολυμπιακό, που αντιπροσώπευε το λιμάνι, την εργατιά και την προσφυγιά (λέμε τώρα) ή τις προσφυγικές ομάδες της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ.

Ως προς την ετυμολογία του τζιτζιφιόγκου βρήκα εδώ την ενδιαφέρουσα (πλην όχι σίγουρη) άποψη ότι πρόκειται για νόθο σύνθετο από το τουρκικό τζιτζί (< cici = ωραίος, χαριτωμένος) και το φιόγκος.

Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

Μια χρήση του "τζιτζιφιόγκος" που έχει συζητηθεί, από πρώην (πλέον) στέλεχος του Ποταμιού. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούν ο ένας τον άλλο οι αστυνομικοί της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. (ομάδα Δίκυκλης Αστυνόμευσης). Έχει διακριβωθεί και διασταυρωθεί στην περιοχή των Εξαρχείων, από αυτήκοους μάρτυρες και από ανθρώπους που ξέρουν Διάδες προσωπικά. Ναι, το ξέρω ότι ακούγεται κάπως, αφενός γιατί είναι πολύ γενικευμένος χαρακτηρισμός για να χρησιμοποιείται με τόσο τεχνικό νόημα, και κυρίως, γιατί από το μέσο μπάτσο δεν περιμένει κανείς αυτοσαρκασμούς, πολλώ μάλλον κάτι που μοιάζει με την ευφυή απαλλοτρίωση αρχικά μειωτικών εννοιών από τις υποκουλτούρες.

Αλλά δεδομένου ότι κάπως πρέπει να φωνάζει ο ένας τον άλλον, δεδομένου ότι έχουν στρατολογηθεί από καγκουροφάσεις, και δεδομένου ότι αν χρησιμοποιούσαν το δημοφιλές λαμόγιο για να φωνάζει ο ένας τον άλλον θα τους καλούσε το εσωτερικών υποθέσεων, το ζώο αβίαστα προκύπτει, και μια χαρά κάνει για προσφώνηση, αφού προφανώς τονώνει και το ηθικό των συμπαθών δικάβαλων, κάνοντας τους να πιστεύουν ότι συμμετέχουν κι αυτοί στο ιδανικό της Κ.Δ.Ο.Α. όπως και οι συναδέλφοι τους από άλλα σώματα που έχουν πιο φαντεζί και επιβλητικό λουκ.

(Διάς στο ζευγάρι του)
- Έλα ρε ζώο.

(Διάς, πάλι στο ζευγάρι του)
- Έρχεται ασφάλεια και ζώα (ενισχύσεις).

(σόρυ για τα ανέμπνευστα παραδείγματα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παροιμιώδης λαδοπόντικας-ρουφιάνος που μας ακολουθεί και μας καρφώνει στις όποιες αρχές (αστυνομία, πολιτικό φορέα, κ.ταλ.). Παλιά ρεμπετιά του υποκόσμου.

Το λήμμαν σχηματίζεται από το φέρνω και το μειωτικό γαμοσλανγκοτέτοιο -άκιας (βλ. εδώ). Ο χαφιές άλλωστε πάντα φέρνει πλεροφορίες στον εντολοδόχο του.

Πέον να σημειωθεί κι ο εννοιολογικά ταυτόσημος νεολογισμός κομιστής που μάς κληροδότησε η Ζαχοπουλιάδα (βλ. 4ο μήδι).

Από το ΔΠ: betatzis.

1.
Ελία Καζάν «Λεωφορείο ο πόθος» 1951, «Βίβα ζαπάτα» 1952, «Ανατολικά της Εδέμ» 1955 κ.α. Αν και «φερτάκιας» στον Μακαρθισμό, ήταν καλός σκηνοθέτης

2.
Η ιστορία του χώρου (αλλά και των ΚΚ) βρίθει απο προσπάθειες χαφιεδολογήματος. Πολλοί παίξανε και το παιχνίδι του χαφιε, για να ξεστήσουν το σκηνικό του, που πιθανά ήταν και πολυπλόκαμο. συχνά και οι ίδιοι είναι απλά φερτάκηδες, εξαρτημένοι κλπ. παλιά τερτίπια, ως και το σινεμά τα δείχνει.

3.
Γνώρισα όμως τον Αντωνίτση. Ούτε αποφάγια μάγκας δεν ήτανε αυτός, φερτάκιας μέχρι τα τελευταία του.Πέντε φορές τον έδειρε ο Μαρίνος ο Μουστάκιας (ξακουστός νταής,γνωστός και από την φωτογραφία με τον Μάθεση)

4.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς (για να έλθουμε και στο θέμα) ότι ο δημοσιογράφος που λέγεται ότι παρέδωσε το dvd στον υπεύθυνο Τύπου του Μαξίμου δεν καλύπτεται από κανένα δημοσιογραφικό απόρρητο, γιατί απλούστατα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν λειτούργησε ως δημοσιογράφος, αλλά ως ρουφιάνος και φερτάκιας του πρωθυπουργού

Φερτάκηδες νέας κοπής.  (από σφυρίζων, 06/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ηπειρώτικο ιδίωμα είναι το ιμιτασιόν αντικείμενο, το ψεύτικο, η μαϊμού, ενώ πάσλας μπορεί να έχει και γενικότερη σημασία ως ο άσχετος. Ενδιαφέροντα κττμγ τα λολοπαίγνια με την ονομασία Π.Α.Σ. (Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος) - Γιάννινα.

Πάσα Δ.Π.: craftsman

  1. Πάσλα κόσμημα της πασάρανε κι αυτή το πήρε για αληθινό.

2. Πας μη ΠΑΣ.... Πασλας!!!

3. pasla afrikane....den tha narths pote sta giannina wre xamor poustides kai palikaria ginatan mallia kouvaria

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και μουσικό όργανο, είναι και λουλούδι, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ως βρισιά, προερχόμενη με αποκοπή από το μαλακοβιόλα ή πιο σεμνά από το χαζοβιόλα. Στα συν του ως βρισιά το ότι ομοιοκαταληκτεί με το καριόλα.

  1. Είστε όλες ένα τσούρμο βιόλες, άλλες πουτάνες, κι άλλες καριόλες! (Ανδρική θυμο-σοφία με ρίμα).

  2. Γύρευε με ποια ξενέρωτη βιόλα τριγυρνάει.

(από Παγράτσου Κολιάτι, 06/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το «Ευγενειωτάκι» ή «Ευγενιωτάκι», που είναι υποκοριστικό του «Ευγενειώτης - Ευγενειώτισα» ή «Ευγενιώτης - Ευγενιώτισα» , που είναι ο/η κάτοικος της περιοχής-γειτονιάς «Ευγένεια» , στο Κερατσίνι. Η χρήση του υποκοριστικού υποδηλώνει χαρίεσσα διάθεση, συμπάθεια, οικειότητα ή στάση θετική και φιλική, λόγω της καταγωγής κάποιου από τη συγκεκριμένη περιοχή ή λόγω κοινής καταγωγής από τον ίδιο τόπο. Γενικώς αποφεύγεται να χρησιμοποιείται για ηλικιωμένους γιατί προκαλεί θυμηδία η ηλικία σε σχέση με το υποκοριστικό, εκτός κι αν λέγεται χιουμοριστικά ή σατιρικά. Μια άλλη χρήση της λέξης μπορεί να είναι για μικρά παιδιά ή εφήβους που κατοικούν στην Ευγένεια.

  1. - Τον ξέρεις αυτόν; - Ναι μωρέ, ευγενιωτάκι είναι κι αυτός, μένει στην πλατεία.

  2. Τα ευγενιωτάκια ραντεβού το Σάββατο στο πολιτιστικό κέντρο για το γλέντι μας.

  1. Είναι και τα δύο ευγενιωτάκια, άσχετο αν μένουν στα Μελίσσια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μαζεύει και σωρεύει λεφτά και είναι και τσιγκούνης, ο ταλιροφονιάς, ο φραγκοφονιάς.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone

1. Ο πάγκος του.... βολεμένου νεοέλληνα
Η Ελλάδα χώρα των ερωτευμένων, των ευνοουμένων, διαπλεκομένων και διαμαρτυρομένων, των ευνουχισμένων
Δημόσιο: Κομματική κυριαρχία, συνδικαλισμός, αδιαφορία ,
ρεμούλα. Χαρά στους έχοντες και κλέβοντας κατέχοντες.
Ευσυνείδητοι υπάλληλοι: εργασία μέχρι θανάτου. Μη σηκώνεις κεφάλι ρε! και μη μιλάς! Δ Ε Κ Ο: Τα ίδια και χειρότερα. Στάση τη στάσης! Ολική μαζική κλοπή!
Ένοπλες δυνάμεις : Προμήθειες και αναξιοκρατία, ναρκωτικά.
Δήμοι: Εύκολη σπατάλη, με οικολογική… ευαισθησία!
Αγρότες: Θύματα επιδοτήσεων….. τα φυτοφάρμακα εις υγείαν των παιδιών τους που σπουδάζουν... Το αγγούρι το κατάλαβες! Η φάρδυνες επικίνδυνα;
Τουρισμός : Δάνεια με κομπίνες μεγάλες ,επιχορηγήσεις κρατικές, 100ΕΥΡΩ το δίκλινο:50 το κράτος (δηλαδή εσύ) και 50 πάλι εσύ κύριε μαλαμα!!!!! Πάρε και τη σκούπα με το φαράσι, και σκάσε! Πες κι ευχαριστώ για τη φιλοξενία.
Ασφαλιστικά Ταμεία : Εδώ το λέμε :
Χαίρε βάθος αμέτρητο, και κλοπή της κλοπής …του αιώνα, Χαίρε στον εγκέφαλο που γέννησε τον μέγα απατεώνα!
Φάρμακα: Όλοι πρέπει να αποθάνουμε για να μην έχει συνωστισμό ο πλανήτης.
Νοσοκομεία και υγεία: Μη συνωστίζεσαι! Μην παραπονιέσαι! Θα το πάρεις το πιστοποιητικό θανάτου! Παροχή μηδενική .
Κανάλια, τύπος ( Μ.Μ.Ε.) : Τσιράκια, καλοπληρωμένοι προδότες, Κατασκευάζουν την εξουσία. Οικογενειοκρατία και συμφέροντα , πραγματικοί σκατοσφούγγηδες πλουσίων.
Τράπεζες: Το σφουγάρι, η ρουφήχτρα, η ταλιρομαζώχτρα!
Δικαιοσύνη: Αποτελεσματικότατη, πάντα υπέρ πλουσίων ομοίων κτλ, που και που να και μια εξαίρεση. Πέντε έτη για αφαίρεση ζωής, ο κουζινοκατασκευαστής! Κλείνω το μάτι, έχω εμπιστοσύνη, απαλλάσομαι!!!!
Παιδεία: Παραπαιδεία, κομματικά εκκολαπτήρια .
Εκκλησία: 50% στους Ιουδαίους ιδρυτές! Το πιο τέλειο κλεμμένο και καλοστημένο παραμύθι από ανθρώπου γέννησης.
Καλή νεκρανάσταση Πατριώτες!

2. Ti na keraseis tromaras sou;;;;; Fragofonia....taliromazoxtra....kavouromana.... Akoma kai ton kafe sou na mou doseis...ego pino metrio esi gliko...den thelo.... :P

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός των κατοίκων της Σαλαμίνας. Προέρχεται πιθανότατα από το αρβανίτικο μπακούκος (κοντόχοντρος) και σχετίζεται με την αρβανίτικη καταγωγή πολλών κατοίκων του νησιού. Απαντάται και η έκφραση Μπακαουκία στην αργκό των ναυτών που υπηρετούν στο ναύσταθμο του νησιού.

- Σειρά, πώς την περνάς στο ναύσταθμο;
- Άσε ρε φίλε, έχω κάτι μπακαούκηδες άλλο πράμα! Όλοι μαζί πιάνουν δεν πιάνουν ένα 50 IQ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς ο πουτσοκέφαλος.

Αυτός που έχει ανοιχτό το μουνοθηρευτικό του ραντάρ 24 ώρες το 24ωρο. Είναι ελληνάρας, λάγνα υστερόβουλος, ζει για να γαμάει, αναπνέει για να καβλαντίζει. Παραμένει ανάλγητος και απτόητος σε αποτυχίες και στραβοπατήματα, χαλάκι να γίνει θα το φτάσει στα άκρα για να μπει στην τρύπα που θέλει. Αντιπροσωπεύει επί το πλείστον εφήβους αμφισβητήσιμης νοημοσύνης οι οποίοι ενδίδουν στα φυσικά ζωώδη ένστικτά τους για ασύμμετρη συνουσία.

Σε αντιδιαστολή με τον πουτσοκέφαλο ο οποίος χρησιμοποιείται σε ευρύτερες φράσεις εντός πλαισίων χαβαλέ, ο ψωλοδορυφόρος αποτελεί μια σπανιότερη υποκατηγορία η οποία εμφανίζεται αποκλειστικά σε τετ-α-τετ ανδρικές συζητήσεις για ένα μουνί, ΤΟ μουνί, το οποίο έχει καθηλώσει ολόκληρη ομάδα από πουτσοκέφαλους, μεν σκόπιμα, δε απουσίας προφανούς σκοπιμότητας, τους δουλεύει όλους ψιλό γαζί.

- Έχω τρελαθεί με τη Μόνικα. Χτες στέλναμε όλη μέρα μηνύματα. Λες να ψήνεται;
- Μην είσαι χαζός. Θα σε κάνει μπαλάκι της η καριόλα. Αυτές το μόνο που θέλουν είναι 10 ψωλοδορυφόροι πάνω απ' το κεφάλι τους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified