Μπαρδόν στα μάγκικα σημαίνει «παρντόν», δηλαδή συγνώμη.
Συνηθίζεται η έκφραση: «με το μπαρδόν».
Να σε ρωτήσω κάτι, με το μπαρδόν δηλαδή...
Μπαρδόν στα μάγκικα σημαίνει «παρντόν», δηλαδή συγνώμη.
Συνηθίζεται η έκφραση: «με το μπαρδόν».
Να σε ρωτήσω κάτι, με το μπαρδόν δηλαδή...
Got a better definition? Add it!
Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.
Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.
Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.
Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.
Got a better definition? Add it!
Θεωρητικά η Clan είναι μια ομάδα ατόμων που ενώνονται με πραγματική ή υποτιθέμενη συγγένεια και καταγωγή. Ακόμα και αν τα μέλη δε γνωρίζονται μεταξύ τους, εντούτοις μπορούν να οργανωθούν γύρω από ένα ιδρυτικό μέλος ή έναν πολύ παλιό πρόγονό τους. Η οποιαδήποτε συγγένεια ενδέχεται να έχει ακόμα και συμβολικό χαρακτήρα. Η λέξη προέρχεται από το «Clann» που σημαίνει «οικογένεια» στην ιρλανδική και τη σκωτσέζικη διάλεκτο.
Πρακτικά ο όρος χρησιμοποιείται σήμερα για μια ομάδα παικτών σε κάποιο video game.
- Θα με πάρεις στην Clan σου; Παίζω Lineage τρεις μήνες.
- Δε δεχόμαστε νουμπάδες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ελληνοαμερικανική έκφραση η οποία προέρχεται από την αγγλική λέξη block=οικοδομικό τετράγωνο + την γνωστή ελληνική κατάληξη -ος. Ο υποφαινόμενος άκουσε την παραπάνω λέξη μαζί με πληθώρα άλλων συναφών στο ταξίδι του στις USA. Ο πληθυντικός είναι δόκιμος και ως μπλόκια και ως μπλόκοι (βλ. παραδείγματα).
Είναι μόνο δύο μπλόκους παρακάτω, σο πάμε να δούμε.
- Oh my gad, Harry! Πώς κι' από δω;
- Περπάτουσα στους 42 δρόμοι κι' είπα δεν πετάγομαι στο φίλο μου τον Τζώρτζη δυο μπλόκια παρακάτω να του πω ένα γεια...
Βλ. επίσης δώσε κώλο στον ρουφιάνο!
Got a better definition? Add it!
To σίσα (shisha) πρόκειται για τον γνωστό (ν)αργιλέ.
(συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης).
Λέγεται και χούκα (hookah).
Ψήνεσαι να πάμε να καπνίσουμε κάνα σίσα στον Πειραιά;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από άτομα με τεχνικές γνώσεις στους υπολογιστές. Στην κυριολεξία είναι τα δυο πρώτα γράμματα από τις λέξεις Mother Board (μητρική κάρτα, η οποία είναι hardware υπολογιστή).
- Ρε μάγκα δεν ξέρω τι παίζει με την συμβατότητα μεταξύ gpu και mobo. Βοήθα λίγο να 'ουμε...
- Απλά τσέκαρε άμα η κάρτα σου έχει PCI-E... Τέτοια σύνδεση δεν έχει η μητρική σου;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκτός από την γνωστή τιράντα (ενδυματολογικό), ή από κάτι τ. έλασμα (μηχανολογικό), τιράντα μάλλον σημαίνει και:
- μακροσκελής μονόλογος, κατεβατό, ή όπως θα λέγαμε στην ιντερνετική: οθονιά, σεντόνι.
Κάτι που τραβάει (σε μάκρος δηλαδή), από το γαλλ. tirade, μετοχή του tirer = τραβάω. Η ερμηνεία που μας ενδιαφέρει περισσότερο απ' όλες είναι μάλλον η παρακάτω, βγαλμένη από την θεατρική ζαργκόν: «μακροσκελής ακολουθία προτάσεων ή στίχων, εκφερόμενη από έναν χαρακτήρα που δεν διακόπτεται από κάποιον συνομιλητή του» (Longue suite de phrases ou de vers débitée par un personnage sans qu'il soit interrompu par un de ses interlocuteurs).
Στα ελληνικά λεξικά που διαθέτω δεν βρήκα αυτή τη σημασία, παρόλ' αυτά η λέξη απαντάται αρκετές φορές στον Άρη Αλεξάνδρου (σε μετάφρασή του, απ' όπου και τα παραδείγματα).
Μερσώ τους Σάραντ και Κχαν που μου επεσήμαναν κάποια λαθάκια στον ορισμό κι έτσι έψαξα καλύτερα...
Ο Ιβάν τελείωσε τη μακριά τιράντα του με μια παράξενη και απροσδόκητη συγκίνηση.
Ο Αλιόσα σταμάτησε γιατί του κόπηκε η ανάσα. Ο Ρακίτιν, παρ' όλο τον θυμό του, κοίταξε απορημένος. Ποτέ δεν το περίμενε πως ο ήρεμος Αλιόσα θα 'βγαζε μια τέτοια τιράντα. (Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμάζοβ», μτφ. Άρη Αλεξάνδρου)
Got a better definition? Add it!
Λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αστειεύεται με έναν ηλίθιο και άκομψο τρόπο. Προέρχεται από εκπομπή του Σεφερλή.
Κανά μπούτσο τρως;
Χούμορ κάνωωωω, χούμοοορ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι το γνωστό μας διαδικτυακό shoutbox ή φωνοδοχείο. Ο όρος προέρχεται από σύντμηση του shoutbox < box < βοχ, όταν το πληκτρολόι είναι γυρισμένο στα ΕΛ.
- Όχι άλλο ξεκατίνιασμα στο βοχ - θα διαγράφονται ποσταρίσματα. (μήνυμα διαχειριστικής ομάδας σε βοχ)
βλ. και βτς
Got a better definition? Add it!
Μαλακό ξυνοτύρι το οποίο φτιάχνουν στην Αίγινα, στην Ήπειρο και αλλού. Είναι σαν την ξινομυζήθρα, το κατίκι κλπ. Οι τουρκοσλάνγκοι μας ας μας πουν τι σχέση μπορεί να έχει με τον τζερεμέ...
Μην ξεχάσετε βεβαίως να δοκιμάσετε και τα τυριά της περιοχής όπως γκερεμεζι και λαδοτύρι Αίγινας καθώς επίσης και κολοκυθοκεφτέδες.
Got a better definition? Add it!