Further tags

Το λίπος που μαζεύεται στην εξωτερική πλευρά των γυναικείων γοφών σε τριγωνικό σχήμα. Δεν έχει να κάνει με το αν η γκόμενα είναι χοντρή ή αδύνατη, υπάρχουν χοντρές χωρίς καθόλου ψωμάκια και πολύ αδύνατες που δεν βλέπονται. Συνήθως συνοδεύεται από πολλή κυτταρίτιδα. Η γυμναστική δεν βελτιώνει εκ των υστέρων την κατάσταση, ούτε το μασάζ ή οι κρέμες και τα συναφή, η μόνη λύση είναι η λιποαναρρόφηση, αν και πάλι, με την πάροδο των χρόνων, επανεμφανίζονται.

Λέγεται όμως και γενικά για «γεμάτη» γυναίκα στην περιφέρεια.

  1. - Καλά, δε θα σε δούμε μια φορά στην παραλία; Κρύβεσαι; Μπάνια δεν κάνεις εσύ;
    - Πού να βγω έξω ρε Στέλλα με αυτά τα ψωμάκια... Χάλια είμαι. Τουλάχιστον με τα ρούχα δεν φαίνονται τόσο.

  2. - Α, όλα κι όλα. Η Βίβιαν μου αρέσει περισσότερο από τη Λίλιαν. Μπορεί να έχει τα ψωμάκια της αλλά είναι γαμώ τις γκόμενες...
    - Ε είσαι εκτός, φίλε, τί να σου πω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλούμπα (η): Αντικαθιστά επάξια τον ξενέρωτο όρο «γυμνισμός».

  1. - Πάμε στο λιβάδι για μπάνιο;
    - Ναι αμέ, εκεί παίζει και ψωλούμπα ε;
    - Ναι ρε, εκεί τίγκα ψωλούμπα είναι..
  2. (Παρατηρώντας τύπο ψωλούμπα που είναι ομοιόμορφα μαυρισμένος, χωρίς το χαρακτηριστικό σημάδι από το μαγιό)
    - Καλά, αυτός όλο το καλοκαίρι ψωλούμπας θα ήταν...

Άλλες χρήσεις:

Υπάρχουν και άλλα συνθετικά / συνώνυμα κλπ του όρου:

Γεροψωλούμπας (συνηθισμένο είδος), δειλοψωλούμπας (ο φοβιτσιάρης, μοιάζει και με τον πρωτοψωλούμπα), κωλούμπα (η μπρούμυτη ψωλούμπα), hardcoreψωλούμπας (αυτός που κάνει ψωλούμπα σε παραλία με μη-ψωλούμπες) κλπ κλπ..

Δες και -ούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός και αγύμναστος άνθρωπος, με κοιλιά σαν μπάλα.

- Να φωνάξω και τον Κώστα σήμερα που θα πάμε για μπάλα;
- Τι λες μωρέ, τέτοιος χοντρομπαλάς που είναι αυτός δεν μπορεί να κουνηθεί, θα παίξει και μπάλα;

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο μυώδης, ο σβάρτσος, που όμως είναι και λίγο ούγκανος, εκ του χαμάλης και του μούσκουλο (<ιταλικό muscolo < λατινικό musculus).

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θεσμός (διαγωνισμός) των Καλλιστείων που με τα χρόνια όμως παράκμασε και έτσι κατάντησε σε Χαλιστεία. Χρονολογείται αρκετές δεκαετίες και λαμβάνει χώρα σε όλο τον κόσμο με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα.

Εφεύρεση των αντρών με συμμετοχή ημίγυμνων (ενίοτε και γυμνών) γυναικών. Όπως και το striptease.

Κατά έναν περίεργο τρόπο τα Χαλιστεία χαίρουν καλλιτεχνικής εκτίμησης εν αντιθέσει με το striptease που θεωρείται πρόστυχο. Τώρα, πώς θεωρείται περισσότερο τέχνη και ηθικότερο να στέκεσαι (σαν το άλογο) γυμνή ενώ τουλάχιστον το striptease περιλαμβάνει και χορό, αυτό είναι άγνωστο ζήτημα (ε, βίτσια είναι αυτά).

Απαραίτητο προσόν για δήλωση συμμετοχής είναι μόνο η εξωτερική εμφάνιση.
Αυτό καθιστά τα Χαλιστεία ως το τελευταίο προπύργιο πάσης φύσεως ξούρλου, πυρίξανθης, ξέκωλου και οποιουδήποτε άλλου θηλυκού γένους ζαρζαβατικό. Στο χώρο αυτό έχουν πάσης φύσεως ασυλία και μπορούν να επιδοθούν με άνεση στην μοναδική ικανότητα που διαθέτουν: να στέκονται χαμογελαστές (ιγνοράνοι) χωρίς να κάνουν τίποτα. Έπεται επεξηγηματική εικόνα.

χαλιστεία

Η προετοιμασία διαρκεί αρκετό χρόνο, γιατί οι «σαδιστές» διοργανωτές επιθυμούν στην αρχή να τις δουν ντυμένες και να βαδίζουν. Οπότε ειδικοί επαγγελματίες τις εκγυμνάζουν σε εντατικούς ρυθμούς, αλλιώς θα έβγαιναν στην τελική βραδιά των Χαλιστείων γυμνές μπουσουλώντας.

Όλες σχεδόν οι διαγωνιζόμενες σπουδάζουν μπίζνες αντμινιστρέσιον στην αλλοδαπή και κυρίως στην Αγγλία, πράγμα το οποίο καθιστά τις αγαθές μητέρες τους ευτυχέστατες («η κόρη μου θα γενεί επηστοίμονας!»).

Επίσης, όλες μάχονται σθεναρά για την παγκόσμια ειρήνη, αλλά αν τις ρωτήσεις τι είναι η «Παλαιστίνη», μάλλον θα απαντήσουν δίνοντας σου τον ορισμό της «πλαστελίνης». Έπεται επεξηγηματική εικόνα.

χαλιστεία

Τη βραδιά που διαδραματίζεται η τελευταία πράξη των Χαλιστείων για την επιλογή της νικήτριας, οι διαγωνιζόμενες δείχνουν εγκεφαλική δραστηριότητα (ναι, συμβαίνει και αυτό), προσπαθώντας η μία να «θάψει» την άλλη. Μαχαίρια, πριόνια, δίκαννα, οπλοπολυβόλα επιτρέπονται και είναι θέμα κατινάζ για τις μεσημεριανές εκπομπές της επόμενης μέρας. Γενικότερα ο θεσμός διαπνέεται από άμιλλα και ευγένεια. Έπεται επεξηγηματική εικόνα.

χαλιστεία

Στην Ελλάδα λαμβάνει χώρα άπαξ κάθε έτος. Οργανώνεται από το αφάν γκατέ της κοινωνίας (κάτι απολιθωμένοι καναλάρχες με συνεργασία κάποιων άφυλων πουθενάδων) και παρουσιάζεται από θηλυκές tv-περσόνες που η ευφυΐα τους αγγίζει το απόλυτο μηδέν (η κατάσταση εκείνη στην οποία ένα υλικό δεν έχει καμία ενέργεια: -273,15° C) οπότε και υπάρχει ομοιογένεια καθότι δε διαφέρουν από τις διαγωνιζόμενες. Έπονται επεξηγηματικές εικόνες.

χαλιστείαχαλιστεία

Το βραβείο για τη μεγάλη νικήτρια είναι 15 λεπτά τηλεοπτικής δόξας (με μια μικρή παράταση στα μεσημεριανάδικα της επόμενης μέρας) και μια θλιβερή φωτογράφηση σε κάποιο περιοδικό που το αναγνωστικό κοινό του απαρτίζεται από κάγκουρες (τύπου «Βαβούρα», οι παλιότεροι γνωρίζουν περί τίνος μιλάμε). Για τις πιο τυχερές δε, υπάρχει η δυνατότητα μιας λαμπρής καριέρας ως γλάστρες σε πρωινές εκπομπές που τις σπονσοράρει ο Λουμίδης, σχολιάστριες σε μεσημεριανές τύπου «τα λερωμένα, τ’ άπλυτα» και βωβές συμπαρουσιάστριες του χοντρούλη Θέμου ενδεδυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας των εσωρούχων.

Οι μόνοι ικανοποιημένοι είναι: τα χαζοχαρούμενα στελέχη-οργανωτές που προαναφέραμε, η παρουσιάστρια που έχει να γράψει στο βιογραφικό της «άλλη μια σελίδα δόξας(!)» και κάτι γερόντια που πήραν μάτι μέσω της tv (μιας και δεν έχουν πια κουράγιο να πάνε σε ένα striptease της προκοπής όπως ο υπόλοιπος υγιής ανδρικός πληθυσμός).

χαλιστεία

ΑΞΙΑ νικήτρια Χαλιστείων! (Miss Hali 21st Century)

Digital χαλιστεια (από Vrastaman, 23/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.

Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στην ξεπερασμένη πλέον βιολογική ταξινομία του ανθρωπίνου είδους, αλλά στις διάφορες «αστικές φυλές» που φέρουν κοινές εμμονές / λάιφσταϊλ / λουκ, για να έχουν δουλειά σλάνγκοι και δημοσιοκάφροι.

Κάποτε είχαμε καρεκλάδες, ροκάδες και φρικιά. Πλέον το μαγαζί διαθέτει κατσικορέιβερ με κωλοφτιαγμένα αγροτικά, αρκούδους με καρώ μπλουζάκια που ορέγονται καφρομεταλλάδες με πεντάλφες, βλαχορόκ ασπροκάλτσες αγκαλιά με καθαρόαιμα εξώμουνα να πετάν λουλούδια σε σκυλάδες με θεσσαλονικί μπουρναζογκόμενες σε γαβγάδικα, τρεντογλωσσούζ οικολόγριες να επιδεικνύουν τα ξεκωλόσημά τους σε τελειωμενάδικα, βερμουδιάρηδες, γκικ και μιλφέιγ σε συνάντες του σλανγκρρρ, λαϊφστάλιν ταγάρια να ηδονίζονται ακούγοντας «ο Πέτρος ο Γιόχαν και ο Φρανς σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανξ», διαδρομιστές να καιροφυλακτούν στην Ευελπίδων για πρόχειρα ζάκια, μούλτι-κούλτι κερατάδες και δαρμένοι με ξεπλένικες εντεχνindie πασοκομούνες σε ναμαγαπάδικα, τρέντι βιπίνια σταρμπακάκια να αναφωνούν «χελόου!» χωρίς προφανή λόγο, έμο και γκοθάδες να κλαίνε την μοίρα τους σε πεθαμενάδικα, νίντζα να σταυροκοπιούνται καθώς ξεκωλόγριες τζιλφ φραπομούνες σταυρώνουν τεκνά, βλαχοτρέντι κάγκουρες με πειραγμένα τουτούνια στη διαπασών, θεούσες χριστιανόφατσες σε χριστιανοταλιμπάν διαλέξεις του Γιανναρά, παγάνες με χλαμύδες στο ναό του Ποσειδώνα, ναζοί και σκίνια να σκοτώνονται με κουκούλια καθώς οι κουκουλοφλώροι κρατούν αποστάσεις ασφαλείας, σφίχτες μπονταίοι να στακάρουν μπρουταλίνη στα σιδεράδικα, χασίστες και φουντικοί να μασουλάνε φοφίκο σε μπαφόσπιτα, ραστοφόροι σκεϊτάδες και low bap χιπχοπάκια να ακούνε Active Member, βέλτσοι να αυτοερεθίζονται πρωκτικά στην τουαλέτα καθώς διαβάζουν Μπωντριγιάρ, και πάει λέγοντας…

Εκ του φύεσθαι. Aγγλιστί, tribe.

- Η κατηγοριοποίηση των σημερινών εφήβων σε «φυλές» γίνεται ανάλογα με την κοινωνική διαστρωμάτωση, τις μουσικές καταβολές ή τις «Φιρμάτα γυαλιά, επώνυμα ρούχα και αψεγάδιαστη εμφάνιση είναι τα στοιχεία που διαφοροποιούν τους «τρέντι» από τις υπόλοιπες «φυλές» της νεολαίας.
(εδώ)

- Εχει επανειλημμένα διαπιστωθεί ότι οι δημοσιογράφοι, ιδιαίτερα στα λάιφσταϊλ έντυπα, λατρεύουν να ανακαλύπτουν τάσεις, ρεύματα και «φυλές» χωρίς απαραίτητα να υπάρχουν. (εδώ)

- Σήμερα θα ασχοληθούμε με δύο από τις κύριες ομάδες (ή φυλές, αν προτιμάτε) βλόγερ (ή bloggers κατά το διεθνές): τη φυλή των καλημεροκαληνύχτηδων και τη φυλή των χαχαχάκηδων, αι οποίαι φωλιάζουν και βόσκουν σε εντελώς διαφορετικά, μεταξύ τους, e-κοσυστήματα. Οι καλημεροκαληνύχτηδες συναντώνται κυρίως στην εύκρατη ζώνη των επονομαζόμενων »σοβαρών« blogs που ασχολούνται με Τέχνες, Διανόηση και Εικαστικά. Οι χαχαχάκηδες απαντούνται στην τροπική ζώνη των λεγόμενων »εύθυμων« ή »σατιρικών« blogs που ασχολούνται με την εύθυμη πλευρά όλων των παραπάνω.
(εδώ)

Φυλές Ελλήνων & Ξένων: Γ. Μπάτης "Ο Φασουλάς" (1936) (από HODJAS, 11/05/10)Σπύρος Ζαγοραίος: "Ποιός είσαι κι απο πού κρατάς", παραθέτει τις φυλές που χόρευαν ωραίο ζεϊμπέκικο (από HODJAS, 05/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.α. και 1.β.
Το φρέσκο και αρυτίδωτο πρόσωπο.

Υπάρχει ένας γκρεϊπφρουτοειδής καρπός, ο οποίος γίνεται και γλυκό του κουταλιού (βλ. μήδι + παρ.1.α.), που δείχνει σαν φουσκωμένος και χρησιμεύει σαν παράδειγμα για την αφράτη όψη μας.

Όταν δηλαδή έχουμε καλοκοιμηθεί ή καλoπεράσει γενικώς, το πρόσωπό μας δεν δείχνει τις ρυτίδες του και δεν είναι κομμένο (ορισμός 2), ίσα-ίσα είναι σαν του μωρού παιδιού λέμε τώρα.

Το λέει και εδώ: Φράπα: θηλ. Τα προγούλια και μαγουλάκια, τρυφερά και τροφαντά (δες μωρό), ροζ, μαλακά και γεμάτα υγεία, δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός κοιμάται πολύ, κοιμάται συχνά, κοιμάται ήσυχος, κοιμάται μεσημέρι.

  1. Άλλη ονομασία για τον (πραγματικό) φραπέ.

  2. Παρατσούκλι - χαριτωμενιά για τον Φρανκ Ζάπα (βτς -όχι πως ενδιαφέρει κανέναν- τον έχω γραμμένο εκεί όπου έχω τον Σαββό).

  3. Ο ορισμός της kelly εδώ μέσα στο σλανγκρ.

Νονά λημμάτου: Μες, αλλά στο αυτάκι, όχι από το ΔΠ.

1.α. Παίρνουμε 2-3 μεγάλες φράπες και τις τρίβουμε εξωτερικά να φύγει το όξινο μέρος. 2. Κόβουμε σε τετράγωνα μέτρια κομμάτια και τα ζυγίζουμε. Τα πλένουμε καλά και τα βάζουμε να βράσουν. Αλλάζουμε το νερό 2-3 φορές, στραγγίζουμε και βάζουμε σε λεκάνη με χλιαρό νερό. 3. Την επόμενη στραγγίζουμε καλά και ενώνουμε με τη ζάχαρη, βράζουμε για 5΄-10΄ και αφήνουμε στη κατσαρόλα. 4. Την επόμενη το πρωί το βράζουμε έως ότου δέσουν. Προσθέτουμε τη γλυκόζη και το λεμόνι. 5. Αφήνουμε να βράσουν 2΄-3΄ και βάζουμε σε βάζα. 6. Όταν κρυώσουν τα βάζα τα βράζουμε επί 20΄.

1.β. Άσε ρε τις πίπες που λέει, το άτομο χαλαρά την κοιμάται κανα δεκάωρο στάνταρ, δεν τον βλέπεις, φράπα είναι η μούρη του κάθε μέρα, έτσι είναι οι αϋπνίες;

1.β. Προχθές μιλούσαμε για το μπαμπιλόνι, ε να μην αφήσουμε παραπονεμένη τη φράπα. Στην Άντρο, μη βασκαθούμε, έχουμε πολλές φράπες. ( όχι μόνο στα δένδρα) Πριν χρόνια ήταν καμάρι για μια γυναίκα να τη λένε φράπα. Σήμερα μόνο όταν μας λένε: «μπράβο αδυνάτισες» χαιρόμαστε. από εδώ

  1. Δεν χτυπάς καμιά φράπα σήμερα; Βαρέθηκα τον ζεστό.

  2. Το φράπα το έχω ακούσει για τον Φράνκ Ζάπα απο φάνς του.
    Βγαίνει έτσι διότι μπερδεύονται μερικές φορές και το λένε μπερδεμένα δηλαδή Ζανκ Φράπα: «Βάλε κανα Φράπα, μας έπρηξες με τα σκυλάδικα»
    OstySan στο σχόλιο του λήμματος φράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπριά και μεταφορικά ο άχρηστος άνθρωπος, ο παχύς, καθώς και το άχρηστο αντικείμενο. Ετυμολογία: φουσκίον < φυσκίον: υποκοριστικό του φύσκη.

Φουσκί έχει καταντήσει από το πολύ φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published

Ψιλοπαλιό παρατσούκλι των ΠΑΣΠιτών (παλιό, γιατί με τη γενιά της vodaphone έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας σ' ότι αφορά την αντιστοίχηση κώμης - κουλτούρας - πολιτικής θέσης κλπ. -....θα καταλάβετε). Το «φασολάκια» προκύπτει από το ιδιόμορφο και ομοιόμορφο της εμφάνισης των ΠΑΣΠιτών, το οποίο εθύμιζε σε ορισμένους τα συμπαθή ψυχανθή (πράσινο σώμα, όρθιο κοτσάνι). Μιλάμε για τις εποχές όπου ο ζιλές ήταν υποχρεωτικός. Από γνωστό φοιτητικό σύνθημα...(βλ. παράδειγμα).

Πράσινα μπλουζάκια, και τα μαλλιά καρφάκια
δεν είναι οι ΠΑΣΠίτες, είναι φασολάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified