Further tags

Ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, αναξιόπιστος, κάποιος που δεν αξίζει να τον πάρεις στα σοβαρά.

Γενικός μειωτικός χαρακτηρισμός, που ακούγεται πολύ συχνά σε οπαδικά αθλητικά συμφραζόμενα.

  1. Το γεγονός ότι η ΑΕΚ είχε μεγάλη συμπαράσταση από τους οπαδούς της παρά το ότι ο Λεβαδειακός έδωσε μόλις 350 εισιτήρια, προκάλεσε νεύρα στον Κομπότη, ο οποίος μετά το τέλος του αγώνα -σύμφωνα τουλάχιστον με τους ανθρώπους της Ένωσης- φώναζε στα αποδυτήρια: «Αν δεν σας ρίξω, να με γα... Είστε ανύπαρκτοι. Θα σας γα...». (από εδώ)

  2. βαρέθηκα να ακούω από χθες σχόλια του τύπου «Όλη η ιστορία του γαύρου σε ένα ματς, αυτοί είστε» και «Στο μπάσκετ Hala Madrid και ακόμα και με τους Τούρκους ήμασταν».. Ηλιθιότητα στο full.. Λες και έχει σχέση το ποδόσφαιρο με το μπάσκετ... Απλά η διοίκησή μας είναι τόσο εμετική και απαράδεκτη που έχει δώσει δικαίωμα σε όλους τους ανύπαρκτους να μιλάνε... (από εδώ)

  3. Μια φιλική συμβουλή προς όλους τους ανύπαρκτους του Ελληνικού ποδοσφαίρου. Αφήστε τις ειρωνείες γιατί δεν σας παίρνει. Η καλύτερα πείτε τα σε τίποτα πιτσιρικάδες που ίσως δεν γνωρίζουν και δεν έχουν πολλές εμπειρίες και παραστάσεις. Γιατί στα άτομα της δικής μου γενιάς δεν σας παίρνει με τίποτα. Και διευκρινίζω ότι ανήκω στην γενιά των 40άρηδων.

  4. Μια κουβεντα μον' θα πω για τους πολιτικους μας
    Για ολους τους ανυπαρκτους και ψευτοειδικους μας
    Σημαια μη σηκωσετε κουβεντα να μη πειτε
    Και μεσα στη δειλια σας να πατε να κρυφτειτε
    (λυρική εκδήλωση ελληναρά εδωπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά σε αιδοίο, που αναδύει τη γνωστή... μυρωδιά ψαριού. Κάργα στην απλυσιά είτε για λόγους υγιεινής (όπως λέει η κάτοχός του «γιατί τα τεχνητά καθαριστικά χαλάνε το φυσικό pH του κόλπου»), είτε λόγω αγαμίας/παρθενιά.

- Σκύβω να τη γλείψω δικέ μου και έμεινα.
- Τόσο ωραίο ήταν το μουνί της;
- Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να δω. Σχεδόν λιποθύμισα από τις αναθυμιάσεις.
- Πάλι σε ψαρομούνα έπεσες;;;

(από earendil_ath, 14/12/12)

Σχετικά: μπακαλιαρίλα, καμένο ντουί και το ευρύτερο μουνίλα. Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους καυλύτερους γυναικότυπους, πρόκειται για την γυναίκα που έχει πεταχτά τουρλωτά οπίσθια που την καθιστούν αντικείμενο του πόθου όταν τουρλοκωλιάζεται.

Ετυμολογείται από τα ρήματα τουρλώνω και τρουλώνω, συγγενή με το τρούλος. Δικαιώνεται, λοιπόν, ετυμολογικώς, ο Gatzman που αποκαλεί τον συγκεκριμένο γυναικότυπο Βασιλική μετά τρούλου. Ετυμολογία του κώλου, πάντως, δεν κάνω.

Ψιλοκυκλοφορεί και ως τουρλόκωλο και ως επίρρημα τουρλόκωλα.

Συνώνυμα: καρπουζοκώλα, ορθοκώλα, μπουζουκοκώλα.
Αντώνυμο: χαμηλοκώλα.

  1. Εγω δεν ειμαι ρατσιστης. Μου αρεσε πολυ η τουρλοκωλα Ουκρανεζα (Γιουροβύζιον 2007).

  2. Να κάνεις την προσευχήσου στην παναγία την τουρλοκωλα που κατάφερες να μπεις σεκιούριτι στο δημόσιο και τρως ένα κομμάτι ψωμί. (Εδώ).

  3. Ως επίρρημα: παντως παιδια γερη κραση εχουμε οι Ελληνες!!!!!και τον μαλακομαγνητη απο οτι φαινεται που θα παει ομως θα ερθει τουρλοκωλα ο ερμης και θα γλυτωσουμε (Εδώ).

Jennifer Lopez, η μάνα για όλες τις τουρλοκώλες! (από Khan, 08/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξενέρωτη γκόμενα. Ντεκαβλέ. Ψυχρή συναισθηματικά και ερωτικά, και συνεπώς άπαρτη.

Βλ. -μούνα.

Από το νέτι:

-Καμια κρυομουνα ξενερωτη ψευτοσεμνοτυφη γκομενα θα εισαι! Απο μπροστα παρθενα και απο πισω μπαινουν τρενα! Αντε και γαμησου ρε τσολι ...

-Η καλεσμένη Σπεράντζα Βρανά χαρακτήρισε ανύπαντρη 35άρα τηλεθέατρια που επί 5 χρόνια δεν είχε σχέση, «κρυομούνα».

-Ποιο να'ναι το αντιστοιχο του «μαλακοκαυλης»για τις γυναικες; Υποθετω«κρυομουνα»;

Η πιο κρυομούνα από τα Bond girls. (από Khan, 28/11/12)

βλ. και παγόμουνο, ice queen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάριν πληρότητας του σαητόστ, πέον να καταγραφεί η σχετικά νεόκοπη και ολοένα αυξανόμενη χρήση του αρσενικού γένους ουσιαστικού μαλάκας μεταξύ γυναικών, με το ίδιο πνεύμα που προσάπτεται και σε όσους κατουράν όρθιοι.

Ο τσαχπινιάρικος για ορισμένους και εξεζητημένος κατ άλλους εξανδρογυνισμός της δημοφιλέστερης ελληνικής σλανγκιάς έβα ήρθε για να καλύψει ένα υπαρκτό κενό: το θηλυκού γένους μαλάκω πέφτει πολύ βαρύ για να χρησιμοποιείται ως πασπαρτού φιλοφρόνηση (τόσο με την καλή όσο και με την ηπίως κακή έννοια).

- παίδες πείτε με μαλάκα, όμως δεν αντέχω άλλο και δεν δέχομαι το ναρκισσιστικό - εθνικιστικό επιχείρημα ότι όλη η Ευρώπη και όλος ο δυτικός κόσμος είναι εναντίον της χώρας μας.
(ironick, εδώ)

- ψάχνοντας κάτι άλλο σκόνταψα στο παρόν λήμμα και σκέφτηκα πόσο μαλάκας είμαι που δεν το έψαξα όταν έγραφα τον σεκιουριτά για να βάλω λιγκ προς τα δω :DDD (salina, εκεί)

- έλα ρε μαλάκα Κατερίνα
(σχόλιο Πανκελῆ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο όταν πράττει χωρίς έλεγχο κι αυτόβουλα, με σταρχιδέ διάθεση, αδιαφορία για τις συνέπειες, όλ' αυτά με την κακή έννοια, ότι βλάφτουν, δηλαδή, τους άλλους. Με άλλα λόγια, μια διεύρυνση και μια ψιλοχοντροδιολίσθηση έχει αρχίσει και παρατηρείται στο νόημα της λέξης, γιατί το να μη φορολογείσαι και να φοροδιαφεύγεις ήταν ένα κατά λίγο πολύ συγγνωστό παράπτωμα, αλλά τώρα έχει αρχίσει και ενοχλεί το κοινωνικό σύνολο, δηλαδή τον καθένα μας ατομικά που νιώθει o μαλάκας της παρέας επειδή πληρώνει.

Κάτι σαν το πατρινό ερήμη.

  1. - Έρχεσαι ρε μαλάκα έτσι αφορολόγητος στο γραφείο ενώ λείπω και αρχίζεις τα τηλέφωνα σε κινητά κι όλα, κάτσε ρε μαλάκα...
    - Θα στα πληρώσω ρε φίλε! 27 του μήνα περιμένω κάτι λεφτά, πώς κάνεις έτσι!

  2. - Το παιδάκι έχει πρόβλημα, μπαίνει αφορολόγητο στο γραφείο των δασκάλων και παίρνει τις μπάλες και φωνάζουν οι γυμναστές, πρέπει κάτι να γίνει!
    - Αν είναι δυνατόν! Βεβαίως και κάτι πρέπει να γίνει.

  3. - Με έχει κουράσει, είναι τελείως γεια σου, σκάει αφορολόγητος ό,τι ώρα νά' ναι και θέλει να του πληρώνω ακόμα και την κόκα κόλα.
    - Κι εσύ όμως τον έχεις ευνουχίσει τον άνθρωπα...
    - Ναι, μωρέ, τον αγαπάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Low (λόου) στα αγγλικά σημαίνει «χαμηλός». Υπάρχουν τυποποιημένοι συνδυασμοί του με ουσιαστικά - μερικοί από τους πιο γνωστούς είναι οι «low profile» (=«χαμηλού προφίλ»), «low budget» (=«χαμηλού προϋπολογισμού») κλπ.

Στα ελληνικά, μόνο του, χωρίς προσδιοριζόμενο ουσιαστικό, λέγεται στα διαδικτυακά παιχνίδια σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Σημαίνει χοντρικά «κακός παίκτης», «ανάξιος λόγου αντίπαλος» κλπ. Συνήθως εννοείται low skill/level, δηλαδή χαμηλών ικανοτήτων/επιπέδου.

Από 'κει και πέρα χαρακτηρίζει και τη συναφή συμπεριφορά: κλαψομούνικη, δουλική ή θρασύδειλη.

  1. Από εδώ (για το παιχνίδι Defense of the Ancients - DotA):

- εγώ λέω να πάμε καμιά dota...
- αφου εισαι λόου ρε τσιπικαο
- χαχαχα, 1β1 να σε δω
- απο κει να καταλαβεις τι ιδεας εισαι : )

  1. Από εδώ (για το παιχνίδι Call of Duty - CoD):

de mporw na katalabw me th kritiria bazete to low/med/high ; otan les sto pub tha gineis high,otan pezeis aca/pre/invite ti eisai uber high / parauber high / very uber high . sto pub eisai lowadi TELOS!ama thes ekseliksei bres mia stable team genika psitheite 1-2 xronia sta games k meta ksanasuzhtame

  1. Από εδώ (πάλι για CoD):

Ama eixate to paramikro varos sta paidika sas arxidia 8a to paradexosastan toulaxiston, alla an to paradex8eite 8a sas paroun prefa oti eiste LOW- kai meta 8a trexei to dakry averta. oust.

  1. Από εδώ (για το παιχνίδι Counter Strike - CS):

ps: eisai perifanos profanws pou me @@ allwn perases 4ada. gg k hf sta play off lowbob.(dn to lew apo apopshs skill, alla xarakthra. An k twra pou to skeftomai low ingame 8a eisai, xaneis 12-3 k prepei na sto dwsoune na peraseis.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκιτζής.

Ο οδοντίατρος ήταν αλμπάνης και το σφράγισμα έφυγε σε 2 μέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκούνης, αυτός που δεν δίνει τα λεφτά του.

Σίγα μην μας κερνούσε κιόλας ο γερολαδάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρός. Αστρίμωχτος, δεν πιέζεται από πουθενά. Ζει με μεγάλα περιθώρια, χωράει εκεί που οι άλλοι ζορίζονται. Γενικώς δεν αγχώνεται για το πόσο τον παίρνει, γιατί έχει αβάντα για πολλά ανοίγματα, χαλαρουίτα. Δεν ανησυχεί γιατί δε χρειάζεται, ζει ξέγνοιαστος χωρίς προβλήματα, τα 'χει όλα για πλάκα κι άκοπα, άπλα. Στην τελική στ' αρχίδια του γενικώς, γιατί ξέρει ότι ο κόσμος είναι δικός του, λέμε τώρα. Είναι κουλ και έτσι κουλαριστός κινείται αβίαστα. Είναι λαρτζ, είναι γαμάουα, είναι χομπίστας. (Π1)

Άνετη μπορεί να είναι μια νίκη, μία επικράτηση, ένα οτιδήποτε μπορεί να συμβεί με χαλαρότητα (άνετα) ή με στρίμωγμα (ζόρικα). (Π2)

Ο καθένας θέλει να είναι άνετος, σο αρκετοί προσπαθούν να το παίξουν, χωρίς να πείθουν πάντα. (Π3)

Ο άνετος χαρακτηρίζεται προφ από ανετιά ή και ανετίλα, όπως το δει κανείς.

Π1 - Εδώ: Έκλεψε και είναι ελεύθερος και άνετος. Δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν γιατί πέρασε το αυτόφωρο αν και εξιχνιάστηκαν, ύστερα από εκτεταμένες έρευνες της Ομάδας Δημόσιας Ασφάλειας του Τμήματος Ασφάλειας Δράμας δεκατέσσερις (14) περιπτώσεις διακεκριμένων κλοπών, για τις οποίες σχηματίσθηκε δικογραφία σε βάρος 44χρονου.

Π2 - Εδώ: Μία αγωνιστική πριν από τη λήξη του α' γύρου και η ΑΕΚ εξασφάλισε την πρωτιά με την άνετη νίκη της επί των Μακεδόνων Αξιού με 3-0 σετ (25-13, 25-14, 25-13)

Π3 - Εδώ: Γιώργος Νταλάρας: Το παίζει άνετος στις δηλώσεις του για τα γιαούρτια και τ' αβγά: Ήρεμος και απτόητος εμφανίζεται ο Γιώργος Νταλάρας μετά τις πρόσφατες αποδοκιμασίες σε συναυλίες του στη Νίκαια και στο Ίλιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified