Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υποκοριστικό του χαλαρά. Πιο περιπαικτικά γίνεται χαλαρουίτα.
Κατά το τζαμπουί, μπαγκουί, τουί.

Σημείωση:
Στο 5ο παράδειγμα, που είναι απόσπασμα από βλόγιον άκτορος τινός, φαίνεται οτι υπάρχει κάποια τάση να χρησιμοποιείται η κατάληξη -ουί για παραγωγή εύχρηστων επιθέτων, επιρρημάτων κλπ. Δεν βρέθηκαν προς το παρόν άλλα παραδείγματα.

  1. Εντάξει δεν λέω ... τεχνίτης Αργεντινός είναι ok εχουμε και μια παράδοση αλλά χαλαρουί λίγο είπαμε 5-6 ματς επαιξε ολα κ ολα τν προηγουμενη σεζον με 'μας ... γενικά μικρό καλάθι ... (εδώ)
  2. -ολα καλα φως μου?!
    -Μια χαρά κοριτσάρα! Χαλαρουί με τα τουί, εσύ;
    -κ γω τωρα θα χαλαρωσω εκανα κ την γυμναστική μου κ επεστρεψα! (εδώ)
  3. Πας κ ρωτάς έναν πιο χαλαρουί και σου λέει "Χαλαρά μωρέ εμείς μαζευόμαστε με τα φιλαράκια ένα διήμερο κ λύνουμε θέματα κ πάμε κ δίνουμε και περνάμε". (εδώ)
  4. παρε κ ενα ωραιο χαλαρουι...https://soundcloud.com/greenbeatsnetlabel/night-dub-tor-ma-in-dub ….. αντε σας φιλω.. Ριαλ Λαιφ τΑιμ ναΟ ;) (εδώ)
  5. έχω παρκάρει χαλαρουί στο Γαλάτσι Σίτι. Σε κεντρικό δρόμο παρακαλώ (κοντά στη Σάντα Ντούλτσα αν ξέρεις..) . όχι σε στροφή, ούτε σε επικίνδυνο μέρος. χαλαρά, μπροστά από ένα golf ασημί κ πίσω από ένα Datsun (άχρηστη πληροφορία αλλα με αρέσει βρε αχμάκη). αποχαιρετώ τον φίλο μου Γ που πριν πίναμε καφεδάκι απέναντι από την Σάντα κ πάω προς το αμάξι. Βάζω το κλειδί στην κλειδωνιά (που λέει και ο Πουλόπουλος ... σωστά?) κ πάω να ανοίξω το πορτόνι του Shuma (έχουμε κ αμαξάρα εεε??) και ΤΙΠΟΤΑ! ανοιγει λίγο κ μαγκώνει!! κ ΦΡΙΚΑΡΟΥΙ!! ΡΟΥΙ ΡΟΥΙ ΡΟΥΙ σου λεω! κοιτάω κάτω κ βλέπω το φτερό (όχι του πουλιού) τρακαρισμένο! ΣΟΚ! αρχίζω γμσταυρίδια! σε ολας τας γλώσσας (εκτός απο ρωσσικά μου διαφεύγουν). Είναι πολύ απλό! ένας μαλάκας -μα ΠΟΛΥ μα ΠΑΡΑ ΜΑΛΑΚΑΣ- είχε τρακαρουί το kia κ την είχε κάνει με ελαφρά! ρε τι κόσμος υπάρχει ρεε! στην αρχή φρίκαρα αλλα μετά είδα οτι η ζημιά δεν ήταν πολύ. Οπότε απλα τον στόλισα κανονικά τον τύπο (η μήπως ήταν γυναίκα??? χμμμ) κ ανέλαβα την επιχείρηση -ΠΕΣ ΤΟ στο μπαμπα που εχει κάνει 4 bypass- . Εγκεφαλικό στην αρχή. αλλα προσπάθησα να τον ηρεμήσω (γιατί έχει ξανασυμβεί αυτό!) κ απλά πήγα το kia προς το σπίτι για να το δει κ αυτος! τα πήρε κρανουί αλλα μετά σιγά σιγά τον ηρέμησα. Πάλι καλά Παναγία μου! ουφ. το πήγε κ σήμερα στο φαναρτζουι κ απλα το κοπάνησε κ ήρθε στα ίσια του κ η πόρτα ανοιγοκλείνει μια χαρά (το σωστό σέρβις ε???). Τίποτα τρομερό. απλά ήθελα να το μοιραστώ μαζι σας. Α! Οι παραστάσεις σκίζουν! Δεν προλαβαίνωωωωωωωωω!!! Μεχρι 14.4 στο Επι Κολωνώ! Πότε θα ρθείτε ρεεεε????
    (το πεπρωμένο φαγείν αδύνατον)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς, εκ του αγγλικού «free».

Ως επίρρημα, χρησιμοποιείται με τις ακόλουθες έννοιες:

  1. Ανερυθρίαστα, ασύστολα.
  2. Απρόσεκτα, απερίσκεπτα.
  3. Ανέμελα, ξέγνοιαστα.

Ως επίθετο, περιγράφει τον χαβαλέ και τον σταρχιδιστή.

  1. Και μπαίνει μέσα φρι και αρχίζει να κατεβάζει χριστοπαναγίες χωρίς κανένα λόγο.

  2. Πέρασε φρι τον δρόμο, και - όπως ήταν φυσικό - παραλίγο να τον χτυπήσει ένα αμάξι.

  3. Περνάω πολύ φρι τον τελευταίο καιρό - έχει τελειώσει η εξεταστική και είμαι στην ξάπλα.

Φρί στο Φρύ (λιμάνι+χώρα Κάσου).  (από GATZMAN, 23/01/11)(άκυρο...) (από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].

Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».

  1. - Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....

  2. - Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!

Τσίτσιδοι (από krepsinis, 14/02/09)Τσιτσίδι ποιότητα (από krepsinis, 14/02/09)(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που κατείχε μία πλέον απολεσμένη ιδιότητα, πρώην. Η λέξη, απολειφάδι παλαιοελληνικών, χρησιμοποιείται είτε στα τυπικά ελληνικά (όπου πολλά απολειφάδια των παλαιοελληνικών κρατάν ακόμα γερά), είτε στην καθομιλουμένη, με μεγάλη δόση ειρωνείας.

Τυπικά παραδείγματα είναι τα εξής: (α) σε ερωτικά συμφραζόμενα, το τέως έτερον ήμισυ (β) σε πολιτικά συμφραζόμενα, ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ, ο τέως βασιλεύς της ελλάδος, (γ) σε γλωσσολογικά συμφραζόμενα, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, ο τέως πρύτανης του Αθήνησι Εθνικού τε και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.

[i]Προσοχή[/i]: σε τυπικά ελληνικά δέ θα πείς τέως το πρώην άλλο σου μισό, όπως ούτε Κώστα Γλίξμπουργκ τον πρώην βασιλιά, ούτε και Γιώργο Μπαμπινιώτη τον πρώην πρύτανη!... (Ασυνεπής χρήση παλαιοελληνικών, θα τιμωρείται με επίπληξη από τον εντεταλμένο μας συγχρήστη, κύριο κύριο Γιώργο Ζάκκη.)

  1. Σκέφτομαι εδώ και μέρες το ιστολόγιο non private life [...]. Το non private life διηγείται επιλεγμένα περιστατικά μιας καταστροφικής ερωτικής σχέσης, τα οποία διανθίζει με βρισιές και κατάρες για το τέως έτερον ήμισυ. (από το ιστολόγιο τὰ τέως μοῦτρα τοῦ George Le Nonce)

  2. Η διάκριση αυτή -πρώην /τέως- όπως είπα και πριν, χρησιμοποιείται κυρίως για αξιώματα (άντε το πολύ για την ιδιότητα του συζύγου). Αυτό σημαίνει επιπροσθέτως ότι χρήση του επιρρήματος «τέως» συνηθίζεται περισσότερο σε επίσημο λόγο. Γι' αυτό και τα παραδείγματα με τον «γκόμενο» που αναφέρθηκαν προηγουμένως ηχούν τουλάχιστον αστεία. Δεν νομίζω ότι θα έλεγε ποτέ κανείς σοβαρά «ο τέως γκόμενος» παρά μόνο ειρωνικά ή χιουμοριστικά. (από φόρουμ, σε συζήτηση με θέμα Διαφορά «τέως» - «πρώην»)

  3. Ρε τι κόλλημα είναι αυτό με τον τέως; Καλός η κακός, αυτός ήταν βασιλιάς της Ελλάδας, όπως και ο Σαρτζετάκης πρόεδρος της δημοκρατίας και ο γκομενο-Ανδρέας πρωθυπουργός, τι να κάνουμε τώρα; (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός προσδιορισμός που δείχνει το πέρας ενός προσώπου ή μίας κατάστασης ή φάσης. Χρησιμοποιείται όταν το πρόσωπο ή η φάση είναι στο απώτατο σημείο που είναι δυνατόν να βρίσκεται και παραπέρα δεν πάει. Έχει φτάσει σε απερίγραπτο σημείο.

Η μάνα μου έχει φτάσει να βγάζει τα πιατικά από το πλυντήριο και να τα πλένει στο χέρι. Τέρμα υστερία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φανταρίστικη κυρίως, αλλά και τις συναφείς αργκό χρησιμοποιείται σαν επίρρημα.

Όταν αναφέρεται σε αντικείμενα σημαίνει πως βρίσκονται σε άριστη κατάσταση από πλευράς συντήρησης και λειτουργικότητας, αλφαδιασμένα στη θέση τους όπως προβλέπεται, έτοιμα προς επιθεώρηση κι απ’ τον πιο απαιτητικό λχία, δίκα, και λοιπούς στρατόκαυλους.
Αντίθετο: μουνί έως μουνί καπέλο.

Όταν αναφέρεται σε άτομα, στην καλύτερη περίπτωση δηλώνει τα εξόχως πειθαρχημένα φιτ μαχίμια στην τσίτα που με ηθικόν ακμαιότατον μόλις που κρατιούνται μην κάνουν ντου να ελευθερώσουν Κύπρο και Πόλη, ή σαν εναλλακτική να μετάσχουν σε καμιά Νατοϊκή. Συνηθέστερα, δηλώνει αυτούς που μετά από κατάλληλο τέντωμα (=συνδυασμός από τρέξιμο, εκπαίδευση, αγγαρείες, καψώνια) λειτουργούν τόσο οι ίδιοι όσο κι η μονάδα τους σε απόλυτα ικανοποιητικό βαθμό για να εκτελέσουν μια προγραμματισμένη άσκηση ή να υποστούν μια προβλεπόμενη επιθεώρηση (για απρογραμμάτιστα και μη προβλεπόμενα ...παίζεται).

Αντίθετα αρντάν, τούφα, χύμα και τα παράγωγα χυμείο χυμαδιό.

Συχνότατα αντικαθιστά το τέντωμα σαν κατάσταση που επικρατεί.

Συνώνυμα: γαμήσι, πίπα - κώλο εμπλοκή (εξού –θεωρώ- κι ο εδώ ορισμός του PhreakeR).


Αναφέρεται απ’ τον abra εδώ, αλλά έκρινα πως του αξίζει μια θέση στη συλλογή.

1. Παρόλα αυτά είναι μια υποχρέωση που καλώς κακώς πρέπει να την εκπληρώσουμε όλοι σαν έλληνες πολίτες και το θεωρώ μαλακία που το αφήνουν οι περισσότεροι νεοέλληνες την τελευταία στιγμή (ειδικά τώρα έχει γίνει η πλήρης θητεία γιωτάμηνο). Αλλιώς θα την παλέψει ένα ξέγνοιαστο δεκαοχτάχρονο που μόλις τελείωσε το σχολείο σε ένα στρατόπεδο που είναι όλα τέντα και αλλιώς ένας τριαντάρης που χρεωστάει ακόμα πέντε μαθήματα στην σχολή, δυσκολεύεται να βρει δουλειά και έχει αφήσει την κοπέλα του γκαστρωμένη.

2. Σκάει υφυπουργός άμυνας στα σύνορα. Όλοι τέντα γι’ αυτόν, πάει στους σκοπούς (ένας φαντάρος-ένας Επόπ) τους ρωτάει από πού είσαι: «Από τάδε» φωνάζει ο φαντάρος, «Πόσο καιρό είσαι στον Στρατό»; «7 μήνες» απαντάει ο φαντάρος. «Καλός πολίτης σου εύχομαι» του λέει ο υφυπουργός. Πάει στον Επόπ τον ρωτάει τα ίδια: «Πόσο καιρό είσαι στον στρατό»; «4 χρόνια» του απαντάει ο Επόπ. «Καλός πολίτης και σ’ εσένα»....

3. Κάτω πολύ τέντα. Το μέγιστο πρόβλημα είναι οι παλιοί οι οποίοι θα σου βγάλουν την παναγία. Το πρωί ξεκινάς με σημαία, θάλαμο, γενικές καθαριότητες, σχεδόν κάθε μέρα τρέξιμο καμιά 10ρια γύρους, επιθεώρηση θαλάμου και φοριαμού. Εκατό να ‘ναι οι παλιοί ένας ο νέος θα τα κάνει όλα ο νέος.

4. Έχουμε ταξιαρχική επιθεώρηση. Το απαραίτητο τέντωμα για να φανούν όλα καλά στον ηγέτη (σαν ανέκδοτο δεν ακούγεται;) του νησιού ξεκίνησε.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άψογο, σε άριστη κατάσταση, τζιτζί, τζετ, κουφέτο.

Συνήθως για αντικείμενα: μηχανάκια, αμάξια, διαμερίσματα κλπ. Λιγότερο για πρόσωπα, ιδίως για ευειδείς κορασίδες, π.χ. πένα το μουνί.

Παλιότερα (σήμερα αρκετά λιγότερο) λέγαμε στην πένα, προκειμένου για κάποιον υπέρκομψα ντυμένο. Η πρόθεση κάπου χάθηκε στην πορεία (σλανγκική οικονομία) και απέμεινε το σκέτο πένα εν είδει τροπικού επιρρήματος.

Γιατί όμως πένα; Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχουν κι άλλες απόψεις, ίσως περισσότερο τεκμηριωμένες, η δική μου ωστόσο είναι πως αναφέρεται στις πένες γραψίματος. Η καλή πένα (Mont Blanc κ.τ.τ.) είναι ένα αντικείμενο πολυτελείας. Παραπέμπει στην καλλιέργεια του κατόχου της, το λεπτουργημένο γούστο του ως φορέα πολιτισμικού κεφαλαίου. Ένα αντικείμενο κύρους. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει αναφερθεί συχνά στην απόλαυση από την (υλική) πράξη της γραφής με μια ακριβή πένα, μια αίσθηση στιλπνότητας και πλήρωσης. Κι ο Roland Barthes έχει γράψει πολλά επί του θεμάτου, ο Khan μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά.

  1. Που λες είχα πλύνει χτες το αμαξάκι μου, του περνάω και το κεράκι του, πένα έγινε. Και σήμερα η κωλοβρόχα μου το έκανε μουνί.

  2. Φίλε μου το μοτέρ του είναι πένα. Έχει γράψει ελάχιστα, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μόνο Σ/Κ το έβγαζε για χαλαρή βόλτα με την οικογένειά του.

  3. Μου σκάει χτες η Βάσω πένα, με μινάκι ώς τις αμυγδαλές, τρίπατο γοβίδι και κόκκινο τσιμπουκόχειλο. Να τον βγάλεις έξω να τον χτυπάς στα πλακάκια.

Εκ του λατινικού penna (φτερό) (από Vrastaman, 17/05/11)Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί. Αλλά μόνο εάν ανήκει στο Τσακ Νόρρις. (από Vrastaman, 17/05/11)(από Khan, 28/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τρελάρας.
  2. Ο ηλίθιος.
  3. Σε επιρρηματική χρήση (οπότε και προφέρεται μακρόσυρτα): τέλεια, γαμάτα, και γαμώ.
  1. - Της είπα ότι τά 'χω με άλλες δύο παράλληλα.
    - Έλα ρε όργιο! Και πώς το πήρε;

  2. - Τι λες ρε όργιο; Χάνεις λάδια;

  3. - Και πώς περάσατε;
    - όοοργιο!

(από ironick, 23/05/09)

Σχετικά: θέατρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίπτει ως κατηγορούμενο και προήλθε από την σύντμηση της φράσης «είναι μπροστά από την εποχή του», σε ελεύθερη μετάφραση «τεν γήερς άφτερ». Αναφέρεται σε κάτι το ψαγμένο, κάτι το οποίο θα γίνει κατανοητό από τους υπόλοιπους σε βάθος χρόνου, κάτι του οποίου η αναγνώριση θα έρθει μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, όπως έχει γίνει άπειρες φορές στην ιστορία της τέχνης, της τεχνικής και της μαλακίας. Χρησιμοποιείται και γενικότερα ως σχολιασμός για κάτι που μετράει, που τα σπάει και τα ρέστα.

Εναλλακτικοί και ενδεχομένως λιγότερο διαδεδομένοι τύποι: έμπροσθεν, μπροστινός, το ρηματικό μπροστινεύω και το ουσιαστικό μπροστινιά.

Αφιερούται τω πάτσει. Άιντε, και στο μαυρόγιαννο, να γίνει και λίγος τζόγος στα σχόλια:Ρ.

  1. Ό,τι και να λέμε, ο Σεφερλής ήταν μπροστά. Απενοχοποίησε την καΐλα στο μυαλό του μέσου έλληνα.

  2. - Πώς σου φαίνεται το ρολογάκι;
    - Μπροστινό, θείο. Φόλεξ είναι;

  3. - ...και τσάααακ, μου κατεβαίνει η ιδέα στα πέντε λεπτά πριν πάρουν τις κόλλες, κάνω τα δικά μου και πήρα το πτυχίο νύχτα.
    - Μπροστίνεψες αγόρι μου.

  4. Καλά, το παυλόνερο* μπροστινιά σκέτη ρε πούστη. Κάνεις και τον καμπόσο στα γκομενάκια αν κάτσει το κόλπο στο σερβίρισμα.

  • η μπύρα παουλάνερ, χαϊδευτικά.
  1. Έμπροσθεν η φωτό θείο πάτσι.

  2. - Τι σου λέει η χρηστική αισθητική;
    - Ε, είναι μπροστά.
    - Λες, ε;
    - Και τέσσερα γκεστάαλτ μη σου πω...
    - Χώσε, τσάμπα είναι.

Όταν είσαι μπροστά είναι αλλιώς. Ειδικά αν τα κορίτσια είναι πολύ μπροστά. Μπερδεύτηκες; (από Galadriel, 12/10/11)

Βλέπε και προχώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified