Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Άγνοια.
Αναφέρεται στους τεράστιους γεμάτους μύες και μπράτσα σφίχτες που όταν τους ζητήσεις κάτι πιο εξειδικευμένο σε κοιτάνε με απορημένο βλέμμα.
Κτηνώδης Δύναμη Ογκώδης Άγνοια.
Αναφέρεται στους τεράστιους γεμάτους μύες και μπράτσα σφίχτες που όταν τους ζητήσεις κάτι πιο εξειδικευμένο σε κοιτάνε με απορημένο βλέμμα.
Σχετικά: κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, πρησμένος, σβάρτσος, σφίχτερμαν, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μαύροπράσινη βρωμιά που συσσωρεύεται/σφηνώνει στο υπονύχιο (δέρμα κάτω απο το ελεύθερο άκρο του νυχιού) και απομακρύνεται με μεγάλη δυσκολία.
Το σπανάκι είναι έντονο φαινόμενο γι' αυτό και είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο. Το συναντάμε κυρίως σε βενζινάδες, μηχανικούς αυτοκινήτων, αγρότες κ γενικότερα άτομα που εκτελούν χειρονακτικές εργασίες.
- Τι θα γίνει? θα βάλεις κάνα pro να παίξουμε?
- Ναι, πήγαινε πλύνε τα χέρια σου κ έλα να σε παίξω ενα ματσάκι
- Καθαρά είναι ρε...
- Τι καθαρά ρε μαλάκα, έχεις πιάσει σπανάκι μες'τα νύχια!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα ή το θηλυκόν ζώον που ξεχωρίζει στον περίγυρό της λόγω της κατανομής βάρους και του χοντρού κεφαλιού της που την κάνουν να ομοιάζει με μπάλα.
-Η χοντρομπαλού!
-Κάνε πέρα, βάζει για δήμαρχος θα κυλήσει πάνω μας αν μας δει να μας δώσει προσπέκτους!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προφανούς ετύμου δεν-περιγράφω-άλλο λέξη που σημαίνει άντερα, εντόσθια. Μας την πάσαρε εξ απαλών ονύχων ο φάδερ (από Αιτ/νία μεριά). Πού διάολο την τσίμπησε μακάρι να ήξευρα, πάντως το λεξιπλαστικό δεν το 'χει, άρα κάπου, κάποτε λεγόταν / λέγεται η μη γουγλιζόμενη λέξη.
Περπατάει χωρίς να μιλάει ότι φρόντισα να ενημερώσω σχετικώς τα βλαστάρια μου.
Μπράβο αγόρι μου, ωραίος σκάρος! Του 'βγαλε κι η τετράαινα τα τσιλίπορδα, γλυτώνουμε και το πολύ καθάρισμα. Άντε, πάμε σιγά-σιγά κατά πίσω, θα με κατασπαράξει η μάνα σου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το όνομα του πουλιού με τα τεράστια μάτια, το επίπεδο-πλακουτσωτό πρόσωπο και τον ανύπαρκτο λαιμό, χρησιμοποιείται ως χλευαστικός-περιπαικτικός χαρακτηρισμός προσώπου.
Συνήθως αναφέρεται σε θηλυκά άτομα, οπότε το γραμματικό γένος του ονόματος και του προσδιορισμού, συμπίπτουν.
- Μπα, τι βλέπουν τα όμορφα ματάκια μας; Έσκασε μύτη στο πάρτι κι η Μαρία η κουκουβάγια; Αχαχαχα...
Δεν αποκλείεται ωστόσο και αρσενικά να τύχουν αυτού του ευγενούς χαρακτηρισμού, αν πληρούν βεβαίως τις προϋποθέσεις.
Κουκουβάγια λοιπόν (ή βαγιακούκου κατά έναν σχολικό ποδανισμό της εποχής του γράφοντος) είναι:
Παρένθεση. Το κοκάλινο γυαλί (στη μοδάτη βεβαίως εκδοχή του) έκανε τη θριαμβευτική του επανεμφάνιση στα 00's, μαζί με το κουλτουρέ, νεο-φλώρικο στιλάκι.
Καταχρηστικά, ο όρος θα χρησιμοποιηθεί με κακία για οποιονδήποτε διοπτροφόρο (από κοινού με τα εξίσου φαρμακερά γυαλαμπούκας ή γυαλάκιας), ακόμη κι αν αυτός έχει επιλέξει τα πλέον μίνιμαλ και καλαίσθητα γυαλιά, π.χ. εκείνα που δεν έχουν καθόλου σκελετό.
Συγκεφαλαιώνοντας, η ιδεώδης κουκουβάγια διαθέτει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Κλασική κουκουβάγια ήταν η Μαρία η Άσχημη του γνωστού σήριαλ. Η έκφραση είχε ακουστεί πολλές φορές. Φορούσε πατομπούκαλα, ήταν σαύρα, ήταν και σοφή.
Κουκουβάγια είναι κι ο -συμπαθέστατος κατά τα άλλα- Μίμης Ανδρουλάκης: γυαλούμπες, ξερόλας, άσχημος (λέμε τώρα, περί ορέξεως ζαμπονοτυρόπιτα) καθώς κι αυτή η χαρακτηριστική ακαμψία στο σβέρκο, και καλούα από χτυπήματα μπάτσων επί Δικτακτορίας (sic).
- Nα σου πω ρε μαλάκα, ψήνεις κατάσταση με την Αναστασία; Γιατί κάτι έχει πάρει ο μάτης μου τελευταίως...
- Ε... να μωρέ... δεν ξέρω, θα δείξει.
- Έλεορ ρε αδερφάκι μου, σε ήξερα για μουνοείλωτα, αλλά αυτό παραπάει. Με το που σου κούνησε λίγο την ουρά της η κουκουβάγια, έλιωσες σαν καταΐφι από το Κοσμικόν!!
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ κοντός άνθρωπος. Το λέμε κυρίως για γκόμενα: Γκόμενα- μπρελόκ.
- Γκόμενα-μπρελόκ, ναι, αλλά πουτσομεζές!
Σχετικά: απολειφάδι, τάπα, πινέζα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κυκλικό σημείο γύρω από την θηλή της γυναίκας.
- Ωραία γκόμενα, αλλά είχε μεγάλο γυροβιζιόν και της χαλούσε το στήθος.
Got a better definition? Add it!
Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Το ανδρικό μόριο.
- Κοίτα Κική, περνάει ο πρώην σου ο Άγγελος... Βρε αυτός είναι στούμπος! - Κοντός είναι φιλενάδα, αλλά έχει ένα μπιρμπίλι...!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκτός από τον βαψομαλλιά, υπάρχει κι αυτός που βάφει τον μύστακα. Η επέμβαση είναι συνήθως πολύ λιγότερο εμφανής και δραστική, παρατήρησα όμως οτι, σε σύγκριση με τον βαψομαλλιά, εδώ φανερώνεται περισσότερη κακία, παρά κοροϊδία. Ειδικά σε ναζιάρικους 'κύκλους' (μη χέσω), έπαθαν λύσσα κακιά με του Μεϊμαράκη το, πριν και μετά το ντημπέη, μουστάκι.
Πετυχημένο παράδειγμα φτηνοδουλειάς δεν είναι άλλο από του βαψομουστάκια, για πρόεδρος T.I.F.F που διαδέχεται την Ντέπυ. Γνήσια φακλάνα και η Ντέπη, γιάγμα τα κανε τα λεφτά (όσο υπήρχαν) για να φέρνει το κάθε σελέμπριτι. ΕΔΩ
-Είμαι σαν τσέλιγκας που φόρεσε μπεζ κοστούμι. Βλέπω τον εαυτό μου σαν master of puppets της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ποιος είμαι;
-για τον βαψομουστάκια σουν-τζου λες?
-game theory στις χαρτοπετσέτες του Cappuccino
-χαχαχα ΕΔΩ
θα ψηφισω τον βαψομουστακια, γιατι ειναι τσιφτης και καραμπουζουκλης....και οποιος λεει πως το στριβει το μουστακι ειναι απλα λαικιστης και προπαγανδιστης, φαιδρος, ποταπος και διαφορα αλλα ζουραριακα που δε θυμαμαι τωρα......αααα και αναισχυντος......και τον παιρνει κιολας. ΕΔΩ
Got a better definition? Add it!