Further tags

Ο Σκατάς υπήρξε μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στο Πειραιά για πολλά χρόνια.

Απέκτησε το παρατσούκλι αυτό από μια πολύμορφη βρωμερή μάζα που είχε στο κεφάλι του, ανακατεμένη με τα μαλλιά του (99% σκατά), καθιστώντας την παρουσία του στο κοινό ανυπόφορη.

Αποδίδεται σε αυτούς που έχουν μαλώσει με το σαπούνι και δεν πλένονται.

- Καλώς τον Νίκο. Τι λεέι ρε, τα νέα σου...
- Ασ' τα ρε, βγήκα χθες με τον Αλέξη, τον θυμάσαι από το γυμνάσιο;
- Ποιον ρε, αυτόν που είχε το μαλλί του Σκατά; χαχα!
- Ναι ρε αυτόν! Σου λέω δεν άλλαξε τίποτα, δεν έβαλε μυαλό, βρωμάει ο μαλάκας σαν ασβός και δε λέει να πλυθεί τόσα χρόνια.
- Ρόμπα ξεκούμπωτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελευταίος, ειδικότερα με την έννοια του τελειωμένου. Χρησιμοποιείται αποδοκιμαστικά για άτομα τα οποία παρουσιάζουν δυσθυμία ή απροθυμία να πράξουν οτιδήποτε αξιόλογο λόγω εξάντλησης των ορίων στην εκάστοτε περίπτωση.

Λέγεται ότι η συγκεκριμένη λέξη ανήκει παραδοσιακά στην Πειραιώτικη διάλεκτο.

- Που είναι ο Μιχάλης;
- Δεν ήρθε, σάπισε σπίτι πίνοντας όλη μέρα και χαζεύοντας στο ίντερνετ.
- Πω ρε, τον τελέπα!

(από nikos_dee, 19/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάποιον σκουπίδι. Τον ξεφτιλίζω.

- Τον έστειλα Ψυττάλεια. Άκου κει... που θα μου την πει κιόλας, το αρχίδι.

να μας γράφει από Ψυττάλεια... (από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)ιδού... (από Τσακ εις την μέσην, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει έννοια αντίθετη από αυτήν που δηλώνει, δηλαδή ο καλύτερος, ο γαμώ τα παιδιά, ξηγημένος τύπος, τρελός, έχει πολλές σημασίες.

Το χρησιμοποιούσαμε στον Πειραιά από τα μέσα του '90, μπορεί και πιο παλιά! Προσωπικά δεν το έχω ακούσει πουθενά εκτός απ' τον Πειραιά!!

  1. Τι έκανε ρε φιλε ο τύπος;; Ο χειρότερος να πούμε!!

  2. Πςςς ωραίο μαλλί ρε φίλε, είσαι ο χειρότερος μιλάμε!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επάγγελμα του βαρκάρη και ενίοτε του ψαρά στην αργκώ της πιάτσας του Πειραιά. Προέρχεται από τον όρο ξύλα που σημαίνουν τα κουπιά.

- Εσείς τί κάνατε τότε στον Πειραιά;
- Ξυλομηχανή, κύριε δικαστά!
(γέλια στο ακροατήριο)
-Ησυχία! Τί ένοείτε κύριε μάρτυς;
- Να, μωρέ, βαρκάρης, ψαράς!
(από τη βιογραφία του ρεμπέτη Γ. Παπαιωάννου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός των κατοίκων της Σαλαμίνας. Προέρχεται πιθανότατα από το αρβανίτικο μπακούκος (κοντόχοντρος) και σχετίζεται με την αρβανίτικη καταγωγή πολλών κατοίκων του νησιού. Απαντάται και η έκφραση Μπακαουκία στην αργκό των ναυτών που υπηρετούν στο ναύσταθμο του νησιού.

- Σειρά, πώς την περνάς στο ναύσταθμο;
- Άσε ρε φίλε, έχω κάτι μπακαούκηδες άλλο πράμα! Όλοι μαζί πιάνουν δεν πιάνουν ένα 50 IQ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Μανιάτες, ειδικά όσοι μένουν στον Πειραιά.

Ο Πειραιάς, ως αναπτυσσόμενο λιμάνι, μάζεψε κάθε καρυδιάς καρύδι από κάθε γωνιά της χώρας. Ορισμένοι από αυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες, προερχόμενοι από την ίδια περιοχή, εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή και δημιούργησαν κλίκες.

Τα μανιαούρια μαζεύτηκαν στην περιοχή που πήρε τ' όνομά τους (Μανιάτικα). Μαζί με τους πολυάριθμους κρητικούς (άλλη πειραιώτικη ομάδα με παρόμοια χαρακτηριστικά), τα μανιαούρια θεωρείται ότι γαμούν και δέρνουν, δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, δε μασάν το μπούτσο τους κ.ο.κ

- Έμαθες τι έγινε με το Μανωλάκη τις προάλλες;
- Όχι ρε συ, για λέγε...
- Να, είχανε στήσει τα μηχανάκια με τον Κώστα το Γιατράκο, έφαγε ήττα, δεν τον πλήρωσε, κι έσκασε ο τύπος με τα μανιαούρια και τον κάνανε ασήκωτο...
- Μια ζωή μαλάκας ήτανε...

Αντζελα Γκερέκου. Στο ξεκίνημα της καριέρας της έιχε πάιξει το μανιαούρι (το α με ου), στην ταινία:το κορίτσι της Μάνης (από GATZMAN, 13/05/09)Α. Γκερέκου (από GATZMAN, 13/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσεξε το φιλαράκι μου που το άφησα μόνο και το εκμεταλλεύεσαι παλιολουμπίνα!

Επικριτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός, προερχόμενος από το ψευδώνυμο της ονομαστής ιερόδουλης του συνοικισμού Βούρλων (που το 1920-1930 βρισκόταν στα σύνορα Πειραιά–Δραπετσώνας, 80 μέτρα από τον Άγιο Διονύσιο) Κικής Λουμπίνα. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της πονηριάς και της ικανότητας εξαπάτησης των άλλων για την επίτευξη ορισμένου στόχου με κάθε τρόπο και την εν γένει αναξιοπιστία, δηλ. συμπεριφορές που σύμφωνα με την αγοραία (υπο)κουλτούρα αποδίδονται σε εκδιδόμενες γυναίκες (ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κική Λουμπίνα (ψευδώνυμο) ήταν στα τέλη δεκαετίας 1920 και αρχές δεκαετίας 1930 το πρώτο όνομα του πορνείου των Βούρλων στην Δραπετσώνα, στον Πειραιά, και ανταγωνιζόταν ευθέως ελεύθερες και σπιτωμένες ιερόδουλες της Τρούμπας. Η αμοιβή της ήταν σημαντική για την εποχή: σαράντα δραχμές. Οι άλλες, οι καλές των Βούρλων, κόστιζαν τριάντα, οι μέτριες είκοσι και οι ηλικιωμένες / άσχημες / άρρωστες κλπ δεκαπέντε. Περισσότερες λεπτομέρειες για το υπόψη πορνείο μπορεί να βρεθούν στο ιστολόγιο http://pireorama.blogspot.gr

Παράδειγμα εδώ

Για πολλά χρόνια, μέχρι και σήμερα το επίθετό της Κικής Λουμπίνα κυκλοφορεί ακόμη στον Πειραιά και γενικά στην Αττική σαν απαξιωτική βρισιά και προσταγή μαζί "Σώπα μωρή Λουμπίνα!..". Σήμερα οι γλωσσολόγοι και οι ειδικοί που συναγωνίζονται να εξηγήσουν την προέλευση του όρου "Λουμπίνα" παραβλέπουν από τις εισηγήσεις τους αυτή την μεγαλύτερη ιερόδουλη των Βούρλων, την Κική Λουμπίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός ή μέλος του Ολυμπιακού, της ομάδας του λιμανιού του Πειραιά. Κάπως πιο εύσχημο και δημοσιοκαφρικό ή δημοσιογαυρικό από το μαουνιέρης, χρησιμοποιείται πάντως κυρίως από τους αιώνιους αντίπαλους, τους βάζελους.

  1. ΧΑΡΕΙΤΕ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙΣΙΟΙ... ΜΟΝΟ ΩΣ ΤΑ PLAY OFF! Δεν αξήγητε αλλιώς αυτό που έγινε στο ΣΕΦ...ήθελαν να χάσουν από μόνοι τους οι παίχτες του Ζοτς, ας χαρούν αυτή τι νίκη οι Λιμανίσιοι...τα Play Off όμως ακολουθούν... (Εδώ).

  2. Αυτοί είστε λιμανίσιοι! Παράγκες, παραρτήματα, σκάνδαλα και τώρα στημένα επεισόδια για να πάρουν τον Τζιμπούρ! Τους ξεφτίλισε ο ατζέντης του Αλγερινού! (Εδώ).

  3. Λιμανίσιοι και σκάνδαλα πάνε πάντα παρέα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified