Προέρχεται από την αρχαία ελληνική έκφραση «εις τας όρχας».
- Μαλάκα, δεν εχω λεφτά.
- Στας!
Προέρχεται από την αρχαία ελληνική έκφραση «εις τας όρχας».
- Μαλάκα, δεν εχω λεφτά.
- Στας!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.
- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.
Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την λέξη δεδομένα κατά όσους:
α) Έμαθαν Ελληνικά διαβάζοντας Μικυμάου (ή άλλα κείμενα γραμμένα με κεφαλαία και χωρίς τονισμό),
β) Είναι άσχετοι και ηλίθιοι,
γ) Συνδυάζουν τις ως άνω ιδιότητες.
«Μαρία με τα κίτρινα με βάση τα δεδόμενα
εδώ ο πλανήτης σφάζεται και συ το παίζεις γκόμενα»
Η Κιβωτός, Ελένη Βιτάλη
Got a better definition? Add it!
Το δε μου λες ρε, σε πιο μάγκικη (αλλά όχι βορειοελλαδιτοφανή, καθώς το μου γίνεται με ως θύμα του φαινομένου του ντόμινο) φάση. Παράβαλε και τελέρε.
Δίνει έναυσμα για διαλόγους που αποθαρρύνουν τους ξένους από την εκμάθηση της νεοελληνικής.
- Δεμελέρε.
- Εδεσελέρε.
- Τελέρε!
βλ. και δεμελές και τιθέρε / τεθέρε;.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.
Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.
Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.
Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.
«Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».
Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».
(Από διάφορες φοράδες.)
βλ. και σκύψε ευλογημένη
Got a better definition? Add it!
Μολονότι κοντινό ως προς το μάγκικο ύφος και ήθος με τα τελέρε ...; δεμελέρε, το τιθέρε; (από το «τι θες ρε;») διαφέρει ως προς το εκφραζόμενο συναίσθημα και τη διάθεση του χρήστη: εκφράζει βιασύνη, ένταση και τσαμπουκά μάλλον, παρά νωχελιμοσύνη, χαλάρωση και οικειότητα.
Από την άλλη, και το «τιθέρε», με τη συντομία του, ενέχει την πρόθεση να τελειώσει το γρηγορότερο δυνατό η διατάραξη, ώστε να αποκατασταθεί και πάλι η ομαλότητα της νωχελίμοσύνης και αδράνειας.
Λέγεται βέβαια και σε γνήσιους τσαμπουκάδες.
Η προφορά στην πρώτη συλλαβή παίζει, άλλοτε «τι» και άλλοτε «τε».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαριτωμένη ορθογραφική διατύπωση ενός εθνικοσοσιαλιστή, φασίστα ή ακροδεξιού. Εκ του γερμανικού national-sozialist).
Βλ. επίσης: χρυσαύγουλο, αυγά, εγέρθουτου, κασιδιάζω, σκινάς, χρυσά αυγά, χρησοί αβγύ, ναζιάρης, χουντάλας, πλευρίτιδα.
«...κάποιοι »ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ« αφαίρεσαν εξαρτήματα από την μηχανή για να τα έχουν ενθύμια στα σπίτια τους….. κάποιοι άλλοι έκανα γκράφιτι στο βαγόνι μεταφοράς επιβατών.... ώστε να »δείξουν« την τέχνη τους σε ένα μνημείο που το σεβάστηκαν ακόμη και οι Ναζοί κατακτητές το 1943....» (από το βλόγιο για τον Οδοντωτό Μουτζούρη)
- Es_Pagan έγραψε: Και οι Τσιγγανόγυφτοι Άρυοι; Μπερδεψομουνιές οι ναζοί :-)
- Πεπόνιος ΚαρπουΖΕΥΣ έγραψε: Ναζός είναι ο Αντίοχος ο Αχαρνεύς; Δεν είναι ομόθρησκός σου;
(από το phorum.gr)
«Ο αγγυλοτος σταυρός που χρησιμοποήσαν οι ναζοί, είναι σύμβολο υγείας και ευημερίας είτε σε κάποιες περιοχές στην Ταϋλάνδη, είτε κάπου από εκεί κοντά, και συζητάμε για πολύ πρίν τον Χίτλερ» (από κάποιο φόρουμ κάπου)
Got a better definition? Add it!
Μινιμαλιστική έκφραση χωρίς ρήμα, αντικείμενο ή επίθετο. Σημαίνει κάτι σαν «δεν είχα/ήμουν/νιώσει πιο καλά/πολύ» ανάλογα με τα συμφραζόμενα.
Καμιά φορα χρησιμοποιείται ειρωνικά.
- Πώς είσαι αυτό το καιρό φιλαράκι; Μήνες έχω να σε δω!
- Μια χαρά. Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα. Δεν έχω πιο.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση-απάντηση σε ενθουσιώδεις προτάσεις που μας βρίσκουν αδιάφορους. Κάνει χρήση της βρετανικής τεχνικής της συσσώρευσης (buildup) και της κατάρρευσης (collapse) των συναισθημάτων του ακροατή, ο οποίος από το πρώτο μισό προκαταλαμβάνεται για την ντεμέκ θετική μας στάση και στο δεύτερο μισό τσιμπάει το άκυρό του.
Σ.σ.: Ράντομ σάιενς, μην τα πάρετε τοις μετρητοίς...
- Λοιπόν, πολύ χαίρομαι που βγήκαμε τελικά για έναν φρέντο.
- Κι εμείς Χαρίλαε, κι εμείς! Έτσι αγάπη μου;
- Ναι, ναι...
- Κι όποτε θέλετε και μπορείτε να πάμε στην Πανεπιστημίου, στην Λυρική, που έχει φέτος κάτι παραστάσεις σούπερ!
- Α, τι καλά! Τι λες μωρό μου;
- Να μαζευτούμε να πάτε αγάπη μου...
Δες και κάποιος περισσεύεις.
Got a better definition? Add it!
Απολεξικοποιημένα ρήματα με ευρύτατη χρήση στη σλανγκ και γενικότερα στον οικείο, ανεπίσημο λόγο.
Απολεξικοποιημένα ρήματα είναι εκείνα που, μαζί με ένα ουσιαστικό, αντικαθιστούν το μονολεκτικό ρήμα που αντιστοιχεί στο ουσιαστικό. Π.χ. αν αντί να σας ενημερώσω πούμε να σας κάνω μια ενημέρωση, το κάνω είναι απολεξικοποιημένο ρήμα: δεν έχει λεξική έννοια που να προσθέτει κάτι στην έννοια του ουσιαστικού, φέρει μόνο γραμματικές πληροφορίες (πρόσωπο, αριθμό, χρόνο, διάθεση).*
Τα ρήματα ρίχνω, τρώω και πέφτω, ως απολεξικοποιημένα, χρησιμοποιούνται ως εξής:
-ρίχνω + αντικείμενο: εκφράζει μία πράξη από τη σκοπιά εκείνου που την πράττει (ενεργητική διάθεση), π.χ. ρίχνω ξύλο [σε κάποιον] = δέρνω [κάποιον].
-τρώω + αντικείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, από τη σκοπιά εκείνου που τη δέχεται (παθητική διάθεση), π.χ. τρώω ξύλο [από κάποιον] = [κάποιος] με δέρνει.
-πέφτω, με υποκείμενο τη λέξη που στις δύο προηγούμενες συντάξεις ήταν υποκείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, με μία σκόπιμη αοριστία τόσο ως προς τον δρώντα όσο και ως προς τον δέκτη, π.χ. πέφτει ξύλο = κάποιοι δέρνουν κάποιους, δε μας αφορά, πάμε πιο πέρα καλύτερα.
Το αντικείμενο του ρίχνω και του τρώω και το υποκείμενο του πέφτω εκφέρονται συνήθως με κάποια αοριστία ως προς την ποσότητα: αν μεν πρόκειται για μη μετρήσιμο ουσιαστικό, όπως το ξύλο, εκφέρεται χωρίς άρθρο ή μαζί με δείκτες όπως πολύ, λίγο. Αν είναι μετρήσιμο, τότε εκφέρεται στον μεν ενικό με αόριστο άρθρο (π.χ. ρίχνω έναν πούτσο) ή με την αόριστη αντωνυμία κανένας, (π.χ. θα ρίξω καμιά Χριστοπαναγία), στον δε πληθυντικό με άλλες αόριστες αντωνυμίες όπως κάτι, τίποτα (π.χ. φάγαμε κάτι κολλήματα) ή ασυνόδευτο (π.χ. ρίχνω ύπνους).
Υπάρχουν και εξαιρέσεις, π.χ. του 'ριξα δυο σκαμπίλια, αλλά σε γενικές γραμμές ένας κάποιος βαθμός αοριστίας αποτελεί επιδίωξη.
*Πηγή: Μπάμπης.
ρίχνω ξύλο - τρώω ξύλο - πέφτει ξύλο
ρίχνω ένα κατούρημα
ρίχνω μάσες - πέφτουν μάσες
ρίχνω ένα βρισίδι - τρώω ένα βρισίδι - πέφτει βρισίδι
ρίχνω ύπνους - έπεσαν (κάτι) ύπνοι
τρώω ήττα
τρώω φλασιά
τρώω φρίκη
τρώω πακέτο
τρώω σούπα / χύμα / σαβούρδα / γλίστρα
ρίχνω ένα καβγά - έπεσε ένας καβγάς
ρίχνω χυλόπιτα / τρώω χυλόπιτα / έπεσε [η] χυλόπιτα
ρίχνω ένα σάλτο
έπεσε ένα τηλεφώνημα
ρίχνω διάβασμα / πέφτει διάβασμα
ρίχνω δουλειά / πέφτει δουλειά
ρίχνω ένα συγύρισμα / ξεσκόνισμα / σφουγγάρισμα
ρίχνω έναν πήδουλο / έπεσε ο σχετικός πήδουλος
ρίχνω έναν πούτσο / τρως έναν πούτσο (εσύ, εγώ ποτέ!) / πέφτει ένας πούτσος
ρίξαμε κάτι χορούς / έπεσαν κάτι χοροί
ρίχνω μια πενιά / έπεσαν κάτι πενιές (δηλαδή παίχτηκε και λίγη μουσική)
έφαγα 5Φ / μου 'ριξε 5Φ / θα πέσουν πολλά Φ (5Φ = πέντε μέρες φυλακή, στο στρατό)
ρίχνω πρόστιμο / τρώω πρόστιμο / πέφτουν πρόστιμα
...και πλείστα όσα άλλα.
Άλλα απολεξικοποιημένα της αργκό: πατάω, πετάω, τραβάω, χτυπάω, χώνω.
Got a better definition? Add it!