Selected tags

Further tags

Έτσι αποκαλούν ο ένας τον άλλο οι αστυνομικοί της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. (ομάδα Δίκυκλης Αστυνόμευσης). Έχει διακριβωθεί και διασταυρωθεί στην περιοχή των Εξαρχείων, από αυτήκοους μάρτυρες και από ανθρώπους που ξέρουν Διάδες προσωπικά. Ναι, το ξέρω ότι ακούγεται κάπως, αφενός γιατί είναι πολύ γενικευμένος χαρακτηρισμός για να χρησιμοποιείται με τόσο τεχνικό νόημα, και κυρίως, γιατί από το μέσο μπάτσο δεν περιμένει κανείς αυτοσαρκασμούς, πολλώ μάλλον κάτι που μοιάζει με την ευφυή απαλλοτρίωση αρχικά μειωτικών εννοιών από τις υποκουλτούρες.

Αλλά δεδομένου ότι κάπως πρέπει να φωνάζει ο ένας τον άλλον, δεδομένου ότι έχουν στρατολογηθεί από καγκουροφάσεις, και δεδομένου ότι αν χρησιμοποιούσαν το δημοφιλές λαμόγιο για να φωνάζει ο ένας τον άλλον θα τους καλούσε το εσωτερικών υποθέσεων, το ζώο αβίαστα προκύπτει, και μια χαρά κάνει για προσφώνηση, αφού προφανώς τονώνει και το ηθικό των συμπαθών δικάβαλων, κάνοντας τους να πιστεύουν ότι συμμετέχουν κι αυτοί στο ιδανικό της Κ.Δ.Ο.Α. όπως και οι συναδέλφοι τους από άλλα σώματα που έχουν πιο φαντεζί και επιβλητικό λουκ.

(Διάς στο ζευγάρι του)
- Έλα ρε ζώο.

(Διάς, πάλι στο ζευγάρι του)
- Έρχεται ασφάλεια και ζώα (ενισχύσεις).

(σόρυ για τα ανέμπνευστα παραδείγματα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω αν έχει θέση εδώ μέσα, αλλά ας δούμε εν τάχει (ποιος τα 'χει; ) το σημασιολογικό φορτίο της λημματογραφούμενης προσφώνησης.

Όταν αυτή απευθύνεται σε γυναίκα, η ατμόσφαιρα ελαφραίνει αξιοσημείωτα με την χρήση του αρσενικού μωρέ, με όλον τον αέρα χαλαρής οικειότητας που αυτό φέρει. Αντιθέτως, η χρήση του θηλυκού τύπου μωρή είναι αρνητικά φορτισμένη, ακόμα και στην περίπτωση προφανέστατα φιλικής διάθεσης από την πλευρά του ατόμου του εκφέροντος τη λέξη, η οποία αποκτά μια νυάνς πατερναλιστικής ειρωνείας στην καλύτερη περίπτωση. Την περίπτωση που ο αποδέκτης του «μωρή» είναι άντρας, δεν την συζητάμε καν.

Στον καθεστωτικό λόγο, ένα αντίστοιχο θα ήταν το διαφορετικό ηθικό πρόσημο των εκφράσεων «δημόσιος άνδρας» και «δημόσια γυναίκα».

Τώρα, να πούμε για την έως και θυελλώδη συνύπαρξη του καθώς πρέπει, του καθημερινού και του αργκοτικού λόγου; Μπα, θα ξημερωθούμε... Θέμα ώσμωσης είναι όλα. Να δω μόνο τον Πρετεντέρη στο γυαλί να κατεβάζει πουστοπουτανιλίκια και χριστοκάντηλα και να πεθάνω ρε μάστορα...

Αυτά, και γλαύκα ες Αθήνας. Στην τελική, άμα το λήμμα δεν είναι σλανγκ, ας πάρει την τσαπού, και τι έγινε μωρέ...

Νταξ μωρέ, ελπίζω να καταλαβαινόμαστε, μη ζητάτε παράδειγμα και μην αρχίσετε τώρα τα «μη λουφάρεις μωρή κουφάλα» και τέτοια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγγλοσαξονικό μαν ήρθε κι έδεσε με την έως τα μπούνια ελληνική σλανγκοπροσφώνηση ρε.

Το αποτέλεσμα είναι ένα νέας κοπής «δικέ μου», βαπτισμένο στα τρέντι νάματα της χιπχόπ.

  1. Πω ρε μαν υπαρχουν ακομα νεολαιοι που θα ψηφησουν ΠΑΣΟΚ & ΝΔ..Γελαει ο ντουνιας ζωαααα (τοιουιτάρισμα)

  2. Δημαρχάρα, θεός ρε μαν! Τι κι αν είχε μπλε, κόκκινους, κίτρινους κάδους! Ο Δήμος Πύργου έχει ένα απορριμματοφόρο για όλα τα είδη κάδων! (εδώ)

  3. Σουλεϊμάν σου λέω ρε Μαν! Σουλεϊμάν….
    (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάριν πληρότητας του σαητόστ, πέον να καταγραφεί η σχετικά νεόκοπη και ολοένα αυξανόμενη χρήση του αρσενικού γένους ουσιαστικού μαλάκας μεταξύ γυναικών, με το ίδιο πνεύμα που προσάπτεται και σε όσους κατουράν όρθιοι.

Ο τσαχπινιάρικος για ορισμένους και εξεζητημένος κατ άλλους εξανδρογυνισμός της δημοφιλέστερης ελληνικής σλανγκιάς έβα ήρθε για να καλύψει ένα υπαρκτό κενό: το θηλυκού γένους μαλάκω πέφτει πολύ βαρύ για να χρησιμοποιείται ως πασπαρτού φιλοφρόνηση (τόσο με την καλή όσο και με την ηπίως κακή έννοια).

- παίδες πείτε με μαλάκα, όμως δεν αντέχω άλλο και δεν δέχομαι το ναρκισσιστικό - εθνικιστικό επιχείρημα ότι όλη η Ευρώπη και όλος ο δυτικός κόσμος είναι εναντίον της χώρας μας.
(ironick, εδώ)

- ψάχνοντας κάτι άλλο σκόνταψα στο παρόν λήμμα και σκέφτηκα πόσο μαλάκας είμαι που δεν το έψαξα όταν έγραφα τον σεκιουριτά για να βάλω λιγκ προς τα δω :DDD (salina, εκεί)

- έλα ρε μαλάκα Κατερίνα
(σχόλιο Πανκελῆ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακάτω παρατίθεται η εμπεριστατωμένη λίστα των λέξεων που συντάσσονται με την αείμνηστη και πανταχού παρούσα, την μία, την μοναδική μωρή! Ας ξεκινήσουμε λοιπόν:

  1. άρρωστη (εξ' ου και η διαδεδομένη μετάφραση στα αρχαία «λάβε ταύτα μωρή νοσούσα κορασίδα»)
  2. αρχίδω
  3. άσχετη
  4. αχλαδομούνα
  5. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  6. αχλάδω
  7. άχρηστη
  8. γαλότσα
  9. γαμημένη
  10. γαμιόλα
  11. γλωσσοκοπάνα
  12. γουρούνα
  13. γουστέρα
  14. γυναίκα (σ.ς. ανιαρό το ξέρω, αλλά είναι μια εξαιρετικά διαδεδομένη προσφώνηση ιδιαίτερα από σαφρακιασμένους -άρηδες, οι οποίοι βαριούνται μέχρι και να σηκώσουν το χέρι τους για να κάνουν οτιδήποτε και επομένως στέλνουν το δύστυχο έτερο τους ήμισυ για να φέρει εις πέρας τις δικές τους επιθυμίες)
  15. γύφτισα
  16. ζαβλακωμένη
  17. ιππαναβάτρια
  18. κάργια
  19. καριόλα
  20. κλανομουνοπουτσορουφήχτρα
  21. κλεψυδρομούνα
  22. κομμώτρια (νο οφφένσε)
  23. κουλός
  24. κουλός
  25. κουτσομπόλα
  26. κουφοχιά
  27. κωλάρα
  28. κωλαρού
  29. κωλάτζα
  30. κώλο/μουνογαμημένη
  31. λινάτσα
  32. λούγκρα
  33. λουμπινίστρα
  34. μιλφάρα
  35. μούνα
  36. μπενφίκα
  37. μπουρούχα
  38. μύξα
  39. μυξοπαρθένα
  40. μυξοπαρθενόπη
  41. μυταρού
  42. ναβουχοδονόσορα
  43. νταρντάνα
  44. νυφίτσα
  45. ξανθόψειρα
  46. ξεβιδωμένη
  47. ξεκωλιάρα
  48. παλιολινάτσα
  49. παξιμαδοκλέφτρα
  50. παρθένα
  51. πάστα φλώρα
  52. πατσαβούρα
  53. persona non grata
  54. πιπατζού
  55. πόρνη
  56. πούστρα
  57. πουτάνα
  58. πουτσογλείφτρα
  59. πρασινογουστέρα
  60. πρηξαρχίδω
  61. ρόμπα (σ.ς. δεν συνηθίζεται παρά μόνο μεταξύ φίλων και έχει φιλική διάθεση και σημασία)
  62. σαβουροχοντρή
  63. σαλούφα
  64. σκατόγρια
  65. σουρτούκω
  66. τρελή
  67. τσαχπινογαργαλιάρα
  68. τσιλιμίγκρα
  69. τσιμπουκλού
  70. τσιμπουκογλείφτρα
  71. τσούλα
  72. τσουλίδου
  73. φακλάνα
  74. φλασκομούρα
  75. φυγόπονη
  76. φώκια
  77. χαζογκόμενα
  78. χαμηλοβλεπούσα
  79. χαμουροτσιμπουροκώλα
  80. χανιώλα
  81. χλαμούτσα
  82. ψώλα
  83. ψωλαρπάχτρα
  84. ψωλίτα
  85. ψωλού

Ουφ! Φυσικά οποιαδήποτε προσθήκη η βοήθεια για τον περαιτέρω εμπλουτισμό της παραπάνω λίστας είναι ευπρόσδεκτη. Είμαι σίγουρος πως τα λαγωνικά του σάη θα έχουν και πολλές άλλες ενδιαφέρουσες φράσεις/λέξεις. αατα.

- Μωρή γυναίκαααααααα. Πάνε πιάσε τις γαμημένες τις παντόφλες μισή ώρα τώρα!
- Άι σιχτίρ αχαΐρευτε, πάρτες μόνος σ'.

- Και γυρνάω και του λέω «Άσε μας ήσυχους μωρή λουμπινίστρα που 'χεις και άποψη»...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικό του «καλημέρα». Το λήμμα αυτό προήλθε από την ρεμπέτικη διάλεκτο, όπως και πολλά άλλα στις μέρες μας (μπέσα, ζούλα κλπ). Το χρησιμοποιούν κυρίως άντρες μεγάλης ηλικίας, καθώς τα σημερινά μόμολα τα οποία είναι σκέτη κόζα μόστρα, και λελέδες.

Επίσης υπάρχει και το «σπερακλαντάν», το οποίο αντικατέστησε το καλησπέρα, αλλά και το γειαχαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν, που είναι γενικός χαιρετισμός, ανεξαρτήτως χρόνου. Το γεια χαραντάν χρησιμοποιείται κυρίως όταν αποχαιρετούμε, όπως και το αντίο.

- Καλημέρα Γιώργη!
- Μερακλαντάν, τι κάμνετε;
- Ετοιμαζόμαστε να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα, γιατί την φάγαμε στο Euro από τους Γερμαναραίους.
- Μεγάλη πίκρα πήρα, 7 πακέτα τσιγάρα έχω καπνίσει, μπήκα μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.

Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).

- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Με φιλικούς χαιρετισμούς». Κλείσιμο σε επιστολή ή σε μέιλ.

Βλ. και ΧΧΧ.

- Ωπά;;; Τι είναι αυτό το ΜΧΣ κει κάτω ρε συ;;;
- ΜΦΧ είναι ρε καμένε, «με φιλικούς χαιρετισμούς», άσχετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλητική προσφώνηση μεταξύ Ευρυτάνων νέων, χωρίς πολύ ειδική σημασία. Κυρίως εκφωνείται ως έκπληξη (αν έχω καταλάβει καλά) προς αυτά που μας εξιστόρησε ο άλλος, δηλαδή συντάσσεται ως «α ρε τσοπ, μας κούφανες!», ή «τι λε ρε τσοπ! πρόλαβες και την κουτούπωσες;»...

Γενικά θα μπορούσε να είναι συνώνυμο των «πω ρε μάγκα μου!», «wow, dude!» και «τι λε ρε παιδάκι μου!».

- Άσ' ρε φίλ', ήμουν στον Έβρο 3 μήνς 'μπλοκή. Βγήκα έξ' και πήγ' στο μοναδ'κό μπ'ρδέλ' του χωριού. Έπ'σα σ' τράβελο. Ήταν και μουσλμάν', είχ' περιτ'μή. Αλλά τι να κάν'; Είχαν στραβώσ' τ' αρχίδια μ' τόσους μήν'ς!
- Τι λε ρε τσοπ! Την κ'τούπ'σες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται ο πλανόδιος πωλητής CD, καθώς όντας πάντα καλοπροαίρετος και χαμογελαστός, προσφωνεί το υποψήφιο (κατά τον ίδιο) άρρεν αγοραστικό κοινό του με την έκφραση «φίλο - φίλο».

Προφάνουσλυ, ο συγκεκριμένος οικονομικός μετανάστης δεν κατέχει επαρκώς τη γλώσσα και εντάσσει το ουσιαστικό «φίλος» από την δεύτερη κλίση (κλητική : φίλε) στην εξής διάταξη: κλητική σε -ο σχηματίζουν από τα παροξύτονα αρσενικά:

α) τα βαφτιστικά: Αλέκο, Γιώργο, Πέτρο κουτουλού. β) μερικά κοινά ουσιαστικά: γέρο, διάκο...
γ) μερικά οξύτονα χαϊδευτικά βαφτιστικά: Γιαννακό, Δημητρό… δ) μερικά οικογενειακά ονόματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, ιδίως σε -άκος, -ούκος, -ίτσος: κύριε Δημητράκο, Καρακίτσο…

- Έλα φίλο-φίλο, πάρε το απαγορευμένο, το Τζούλια. Τρία γιούρο! Έχω και Τοντορίτο το Νατάσα.

(από perkins, 14/06/10)(από perkins, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified