Selected tags

Είμαι ολοκληρωτικά φαλακρός. Προσαρμόζω τον εξοπλισμό μου ανάλογα με τις συνθήκες.
Εναλλακτικά "σφουγγαρίζω τη πλατεία".

-Είδα τον Παύλο χτες ρε, αγνώριστος, τον θυμάσαι πρώτο έτος με τις αλυσίδες, τα αμάνικα και τη μαλλούμπα;
-Τι έγινε κυριλέ;
-Ράφλας έγινε.
-Τι λες ρε μαλάκα; Μαδάει κι αυτός;
-Ρε χτενίζεται με χαρτομάντηλο.

Got a better definition? Add it!

Published

1.α. και 1.β.
Το φρέσκο και αρυτίδωτο πρόσωπο.

Υπάρχει ένας γκρεϊπφρουτοειδής καρπός, ο οποίος γίνεται και γλυκό του κουταλιού (βλ. μήδι + παρ.1.α.), που δείχνει σαν φουσκωμένος και χρησιμεύει σαν παράδειγμα για την αφράτη όψη μας.

Όταν δηλαδή έχουμε καλοκοιμηθεί ή καλoπεράσει γενικώς, το πρόσωπό μας δεν δείχνει τις ρυτίδες του και δεν είναι κομμένο (ορισμός 2), ίσα-ίσα είναι σαν του μωρού παιδιού λέμε τώρα.

Το λέει και εδώ: Φράπα: θηλ. Τα προγούλια και μαγουλάκια, τρυφερά και τροφαντά (δες μωρό), ροζ, μαλακά και γεμάτα υγεία, δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός κοιμάται πολύ, κοιμάται συχνά, κοιμάται ήσυχος, κοιμάται μεσημέρι.

  1. Άλλη ονομασία για τον (πραγματικό) φραπέ.

  2. Παρατσούκλι - χαριτωμενιά για τον Φρανκ Ζάπα (βτς -όχι πως ενδιαφέρει κανέναν- τον έχω γραμμένο εκεί όπου έχω τον Σαββό).

  3. Ο ορισμός της kelly εδώ μέσα στο σλανγκρ.

Νονά λημμάτου: Μες, αλλά στο αυτάκι, όχι από το ΔΠ.

1.α. Παίρνουμε 2-3 μεγάλες φράπες και τις τρίβουμε εξωτερικά να φύγει το όξινο μέρος. 2. Κόβουμε σε τετράγωνα μέτρια κομμάτια και τα ζυγίζουμε. Τα πλένουμε καλά και τα βάζουμε να βράσουν. Αλλάζουμε το νερό 2-3 φορές, στραγγίζουμε και βάζουμε σε λεκάνη με χλιαρό νερό. 3. Την επόμενη στραγγίζουμε καλά και ενώνουμε με τη ζάχαρη, βράζουμε για 5΄-10΄ και αφήνουμε στη κατσαρόλα. 4. Την επόμενη το πρωί το βράζουμε έως ότου δέσουν. Προσθέτουμε τη γλυκόζη και το λεμόνι. 5. Αφήνουμε να βράσουν 2΄-3΄ και βάζουμε σε βάζα. 6. Όταν κρυώσουν τα βάζα τα βράζουμε επί 20΄.

1.β. Άσε ρε τις πίπες που λέει, το άτομο χαλαρά την κοιμάται κανα δεκάωρο στάνταρ, δεν τον βλέπεις, φράπα είναι η μούρη του κάθε μέρα, έτσι είναι οι αϋπνίες;

1.β. Προχθές μιλούσαμε για το μπαμπιλόνι, ε να μην αφήσουμε παραπονεμένη τη φράπα. Στην Άντρο, μη βασκαθούμε, έχουμε πολλές φράπες. ( όχι μόνο στα δένδρα) Πριν χρόνια ήταν καμάρι για μια γυναίκα να τη λένε φράπα. Σήμερα μόνο όταν μας λένε: «μπράβο αδυνάτισες» χαιρόμαστε. από εδώ

  1. Δεν χτυπάς καμιά φράπα σήμερα; Βαρέθηκα τον ζεστό.

  2. Το φράπα το έχω ακούσει για τον Φράνκ Ζάπα απο φάνς του.
    Βγαίνει έτσι διότι μπερδεύονται μερικές φορές και το λένε μπερδεμένα δηλαδή Ζανκ Φράπα: «Βάλε κανα Φράπα, μας έπρηξες με τα σκυλάδικα»
    OstySan στο σχόλιο του λήμματος φράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Βαλάνος του πέους.

Συνθετικό των λέξεων πούτσα και κεφάλι.

Πως πήγε με την Μαρία? Μια χαρά μου ρούφηξε το τσοκέφαλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο εγκέφαλος > το κεφάλι ή το μυαλό.

Από την ιταλική λέξη cervello. Προφανώς ήρθε στην Ελλάδα από την εποχή της ενετοκρατίας. Το λένε πολύ οι Επτανήσιοι, νομίζω, αλλά έχει επικρατήσει και γενικότερα.

Η έκφραση «μού 'φυγε το τσερβέλο» σημαίνει έχασα το μυαλό μου, τρελάθηκα, ως σχήμα λόγου όμως (δηλ. εντυπωσιάστηκα πολύ, μού 'φυγε η μαγκιά, το κλαπέτο, το καφάσι, το μπρικολέτο, όλα).

Επί πλέον σημασίες, εδώ.

  1. Αρσενικό μοντέλο μ' άχυρα στο τσερβέλο
    από το «Αν ήσουν άλλος», Ημισκούμπρια feat. Ευρυδίκη

  2. Το τι τούβλα ξεστομίζει αυτό το κορίτσι δε λέγεται. Κάθε τόσο μου πετάει κάτι κουλό. Μού 'χει φύγει το τσερβέλο ρε πστ!

  3. Τοτίνα, αφού το 'χουμε που το χουμε το μπινελίκι στο τσερβέλο μας γιατί να καταπιεζόμαστε; Δηλαδή όταν λέμε αρ...δια και δεν το γράφουμε ολόκληρο, είμαστε καλύτεροι;
    (από σχόλιο του Γκατς στο στα σέα μας, στα μέα μας και στα βυζαντινά μας)

  4. από τη μια η αντηλιά
    αντίσκηνο καπέλο
    ''θε'' μου τι ζούζουνο είναι αυτό;;;
    μού''φυγε το τσερβέλο...
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή σε όλους μας φαλάκρα - αεροδρόμιο, η οποία, αν βρίσκεται στο κεφάλι 40 χρονών και πάνω, έχει τα γνωστά θαμνάκια από μαλλιά γύρω γύρω για να κρύβεται η πυτιρίδα.

Αν βρίσκεται σε κεφάλι μικρό σε ηλικία, διαπιστώνεται μόνο αν το ξυρισμένο κεφάλι έχει μείνει δύο μέρες τουλάχιστον αξύριστο.

Ρε μαλάκα, 24 χρονών κοπέλα να έχει τύπο με τηγανιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον ανεγκέφαλο, τον πανίβλακα, τον εντελώς ηλίθιο. Ισοδύναμο της έκφρασης άι κιού ραδικιού. Η προέλευση της φράσης είναι προφανής: το άτομο για το οποίο μιλάμε, έχει τόσο μυαλό στο κεφάλι του όσο μυαλό έχει ένα κεφάλι πούτσας, δηλαδή καθόλου.

Καλά ρε συ, τι κάθεσαι και συζητάς μαζί του; Αυτός έχει μυαλό πούτσας, είναι πανηλίθιος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όπως λέει ο άλλος ορισμός, μουστάκι είναι «η γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα». Θα προσέθετα ότι αυτό ενίοτε συμβαίνει, επειδή η γκόμενα όντως έχει μουστάκι, γιατί δεν της μίλησε κανείς για την αποτρίχωση. Αυτή η αξούριστη έντονη τριχοφυία μπορεί να συναντηθεί σε κυρα-περμαθούλες, θεούσες, ταγάρια, λεσβόγκες- αντρούτσους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Η τοιαύτη γκόμενα (ο θεός να την κάνει) μπορεί να αποκληθεί και Salvador Dali, κατ΄ αντιστοιχία προς την Φρίντα Κάλο.

  2. Μουστάκι ή κάτω μουστάκι (πρβλ. κάτω κεφάλι ) αποκαλείται και το τριχωτό της ηβικής περιοχής στους άντρες καθώς και στις γυναίκες που τυχόν δεν το έχουν ξυρίσει αλλά αφήσει ως Full Bush. Ενδιαφέρουσα έκφραση είναι και το μουστάκι του Χίτλερ που αναφέρεται στην συνήθεια γυναικών να ξυρίζουν μεν το εφηβαίο τους, αλλά να αφήνουν αξύριστη μία λεπτή κάθετη γραμμή κεντρικά πάνω από το μνι τους, θυμίζοντας τον μύστακα του στυγερού ομώνυμου δικτάτορα -μακριά από μας, ιδίως αν κάποιος τους κάνει γλειφομούνι. Το τοιούτο χιτλέριασμα είναι μάλλον παρώ, ενώ ως χαριτωμενιά είχε συνδεθεί με τα επιδειξιομανή παιδιά του σωλήνα, εξ ου και αμερικλανιστί ονομάζεται stripper stripe (αλλά και extended Hitler).

  1. - Τι κάνει ο Σάββας;
    - Αρραβωνιάστηκαν τελικά με την Αφροξυλάνθη...
    - Ποιαν; Τον μουστακαλή;
    - Τι να γίνει; Πάντα ήταν φιλότεχνος. Τώρα θα έχει Σαλβαντόρ Νταλί και Φρίντα Κάλο, δύο σε ένα!

  2. Η Λιανα ειναι αυτη που μου κανει αποτριχωση στο μουστακι (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάσκα ομορφιάς, είναι ένα καλλυντικό κατάλληλο για την περιποίηση του δέρματος, ειδικό για το πρόσωπο, για τον λαιμό, για τα μαλλιά, κλπ.

Διάφορες μάσκες φαίνονται εδώ, εδώ, εδώ. Εδώ όμως λέμε να πρωτοτυπήσουμε λίγο, ξεφεύγοντας απ΄τα συνηθισμένα μονοπάτια.

Βλέπουμε εδώ πώς κοπέλα κάποιων Μαϊων παρουσιάζεται στον πλαστικό της χειρουργό για ένα ρουτινιάρικο μπότοξ ρωτώντας τον:

- Γιατρέ, είναι αλήθεια πως το αντρικό σπέρμα κάνει καλό στο δέρμα;
- Τι να σας πω! Γενικά μιλώντας, η άποψη αυτή έχει μια βάση! Ως εμπεριέχον βιταμίνες, ένζυμα και αλκαλικές ενώσεις, ενδεχομένως …αλλά γιατί ρωτάτε;
- Να, έχω τέσσερα αδέρφια …ψωλοκοπάνες! Τουλάχιστον, να μ’ το φυλάνε για να κάνω μάσκες ομορφιάς!

Τα τέσσερα αδέρφια λοιπόν, στο όνομα της αδερφικής αγάπης, καλούνται, να δώσουν το ανεκμετάλλευτο φραπέ τους, στην αδελφή τους, προκειμένου αυτή να γίνει όμορφη και να δει χαρά στα σκέλια της.

Η προτεινόμενη μάσκα ομορφιάς, λοιπόν, αφορά την επάλειψη του προσώπου κάποιας με σπερμικό υγρό, ώστε το πρόσωπό της να πάρει όλα τα αναζωογονητικά στοιχεία του σπέρματος. Το σπέρμα μπορεί να δώσει ζωή, την ομορφιά δεν θα δώσει;Λέμε τώρα!

Αναφέρει σχετικά ο φίλος slangproof (σχετικά με τη διαχείριση του σπερμικού υγρού κατά το φλοκοπόταμο), στο λήμμα φλοκοπόταμος πως: ....θα τον βγάλει από το στόμα της (τον μπαργαλάτσο ντε), και θα δεχτεί μία εξαιρετική μάσκα ομορφιάς στα μαλλιά, στο μέτωπο, στα μάγουλα, στο πηγούνι και στα μάτια....

- Μου 'λεγε η Σούζυ, στα γενέθλιά της, πως στενοχωριόταν που έβλεπε το πρόσωπό της να σπάει με τον χρόνο. Δεν είπα τίποτε. Όταν βρεθήκαμε στο κρεβάτι, της αμόλησα, ένα ωκεανό λάβας στη μάπα. Μιλάμε για τα... χυσομαπίδια. Είχα μια βδομάδα, να χύσω οπότε έβγαλα τον... φλοκοπόταμο. Της λέω, αυτό είναι το δώρο των γενεθλίων σου. Μια μοναδική μάσκα ομορφιάς. Δεν με πίστευε και με φώναζε σπάγγο. Παρόλα αυτά, την έφτιαξε τη μάσκα. Την επόμενη μέρα είχε ένα πρόσωπο... τι να λέμε.
- Μπράβο ρε πλαστικέ χειρούργε.
- Ασ' τα... μαλακία έκανα. Της άρεσε η μάπα της, βρήκε την αυτοπεποίθηση της, με έφτυσε και τα 'φτιαξε με ένα τζόβενο κι εγώ έμεινα με τον πλαστικό χειρούργο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα εις -ούμπα σλανγκικά ουσιαστικά, και μάλιστα από τα πιο χαρακτηριστικά. Εννοείται το στρατιωτικό κράνος.

Νομίζω ότι σε -ουμπα σλανγκίζονται αντικείμενα με τα οποία έχουμε ιδιαίτερη οικειότητα, είναι εξαρτήματά μας απαραίτητα, ή ιδιαιτέρως ποθητά, πρβλ αδειούμπα, φραπεδούμπα, κινητούμπα.

Πηγή: Κπάτακας.

Καλά, χρησιμοποιείς την κρανούμπα για να πλένεις τα ρούχα σου;

(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified