Further tags

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού glory hole, βλ. εδώ, (αν και τα αρχαιόκαυλα ένστικτά μου θα προτιμούσαν το οπή του κλέους / κλεόπη/ Κλεόπας).

Πρόκειται για τρύπα που είναι ανοιγμένη στις μεσοτοιχίες δημοσίων αποχωρητηρίων ή άλλων χώρων, λ.χ. δωματιάκια σε τσοντάδικα, με σκοπό να έρθουν σε σεξουαλική επαφή οι χρήστες / ένοικοί τους. Λέγεται και τσιμπουκότρυπα, αλλά αυτός ο όρος είναι κάπως περιοριστικός, καθώς αν και οι τρύπες της χαράς προορίζονται κυρίως για στοματικό σεξ, δεν αποκλείεται να γίνει και ολοκληρωμένο σεξ, ή και πρωκτικό, καμιά φραπεδιά βρε αδερφέ, ένα τσιμπουκομάσχαλο για τους πιο κίνκι συμπολίτες μας.

Η τρύπα της χαράς έχει το πλεονέκτημα ότι προσφέρει εύκωλο σεξ με ανωνυμία και περνάς γρήγορα τα προκαταρκτικά τύπου καμάκι, μ' αγαπά δεν μ' αγαπά, ταιριάζουμε κ.τ.λ. Για όσους γκέι δεν έχουν βγει από την ντουλάπα, προσφέρει το πλεονέκτημα της ανωνυμίας. Επίσης είναι καλή για όσους είναι άσχημοι, τόφαλοι, έχουν τον ανθρωποδιώκτη και δεν έχουν αλλέως πώς ευκαιρία να γαμήσουν.

Έχει περάσει ωστόσο γενικά στην κουλτούρα, στις ονειρώξεις και στην κουλτούρα του πορνό, ενώ μπορεί να προσφέρεται και ως επιλογή σε ευαγή ιδρύματα. Όπως αποκάλυψε σύσλανγκος, όταν οι Αμερικάνοι χρησιμοποιούσαν τον κώλο τους μόνο για να χέζουν, εμείς οι Έλληνες είχαμε ήδη τρύπες της χαράς σε κωλάδικα. Δεν αποκλείεται επίσης η χρήση τους σε παρτουζάδικα νέας κοπής και σε παιχνίδια ρόλων με χαρακτήρα εξευτελισμού, κυριαρχίας- υποταγής.

Δεδομένου βέβαια ότι κυκλοφορούν και δαγκανόμουνα-κωλα θέλει αρετή και τόλμη η τρύπα της χαράς. Δεν είναι και λίγο να εκθέτεις τον πέοντα στο άγνωστο με βάρκα την ελπήδα.

Στο Δ.Π. υπό Mr Cadmus.
(σ.ς.: Δεν βρήκα χτυπήματα στον γούγλη πέρα από το lexilogia.gr, ωστόσο κάπως πρέπει να ονομαστεί αυτή η πρακτική και το τσιμπουκότρυπα δεν αποδίδει όλο το φάσμα. Πρόκειται βέβαια για σλανγκ εκ των άνω).

Στο Παρίσι υπάρχει ο (βρ)αστικός μύθος ότι σε κάποια ευαγή ιδρύματα σε προσκαλούν να βάλεις τον πέοντα σε τρύπα της χαράς, και από την άλλη βάζουν μια κότα την οποία και γαμάς. Ύστερα από λίγα λεπτά την πνίγουν με αποτέλεσμα οι επιθανάτιοι ρόγχοι της να προκαλούν μια ηδονjική αίσθηση με την οποία το δίχως άλλο τελειώνεις.

Πότε είναι η κώλαση... (από Khan, 07/12/10)... και πότε ο παράδεισος... (από Khan, 07/12/10)Στις τρύπες της χαράς δεν χρειάζεται να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας... (από Khan, 07/12/10)Σε περιπτώσεις μεγάλης επιτυχίας... (από Khan, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.

  1. - Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
    - Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
    - Πίκρα...

  2. - Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
    - Γιατί, δεν νήστευες;
    - Ε;
    - Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
    - Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;

  3. - Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
    - Άσε, το ανοίγω εγώ...
    (ΚΡΑΚ!!!)
    - Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.

- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!

(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)

Πάντσο Βίλλα   (από GATZMAN, 22/10/09)Η πάλαι ποτέ Ροζ Βίλα της Εκάλης (από Vrastaman, 22/10/09)

Βλέπε και πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που χρησιμοποιείται σαν απάντηση (κι όμως) / δήλωση / κριτική σε συγκεκριμένη κατάσταση, κατά την οποία ο ερωτών επιθυμεί να αφυπνίσει, διεγείρει, συνεφέρει, ή, κατ’ άλλη εκδοχή, να γελοιοποιήσει, ξεφτιλίσει, ξεπουπουλιάσει, ξεμπροστιάσει, το υποκείμενο.

Διότι έρχεται μια στιγμή στη ζωή καθενός, που οι απλές χαρές της καθημερινότητας του φαίνονται αναποτελεσματικές, ανούσιες, ρηχές και ο ίδιος νοιώθει «Άχθος Αρούρης». Μια ανύποπτη στιγμή που η Πύλη μισανοίγει και κάτι δυσδιάκριτο, φασματικό, σχηματοποιείται. Τότε σαστίζει, κάθεται παράμερα και σιωπά. Η ψυχή του, επιλήσμων, πλημμυρίζει από τις απαντήσεις στα ερωτήματα που καιρό πριν εγείρονταν επιτακτικά και από αμηχανία έναντι της ανυπακοής, της απειθαρχίας, της ανομοιομορφίας, του ανένταχτου, του περιθωριακού, του οκταώρου, της τεκνοποιίας, των μπατζανάκηδων, των λογαριασμών κινητής τηλεφωνίας, κάλυψε, με φροντίδες ευτελείς, όσο και θορυβώδεις, ικανές να μεταμορφώσουν το ουσιώδες σε ιταμό, ανύπαρκτο, ικανές να το εξατμίσουν.

Όταν λοιπόν βιώνει τη συναισθηματική κατανόηση της κατάστασης αυτής, νοιώθει ανόητος. Γνωρίζει ότι είναι ανέγγυος ωστόσο εκρήγνυται, δεν επιλέγει, ακολουθεί το πεπρωμένο του.

Αν ο ερωτών είναι τσμπιστοσύνης, η συζήτα λαμβάνει τέλος με τους δύο ήρωες να στρέφουν το βλέμμα προς το εσώτερο εγώ ατενίζοντας σκεφτικοί, ο καθείς με τις Ερινύες του τα απομακρυσμένα φώτα των προαστίων...

Αν ο ερωτών είναι εκδοχή δύο και το υποκείμενο μουρόχαυλο, τότε μένει άφωνο (σαν να μένει Παλαιών Πατρών και Γερμανού γωνία).

Αν είναι γατόνι, τότε ανταπαντά πάραυτα:
- Γιατί δεν σ' έχει γαμήσει ποτέ χοντρός;, ψηλός , λεπτός, κοκκινοτρίχης, βρωμοποδαράς, κτλκτλ.

- Τι μου συμβαίνει, ρε Παυλάρα; Ζω με ορούς. Έχω χάσει δέκα κιλά σ’ ένα μήνα. Κοιμάμαι μία ώρα την ημέρα. Προς τι τόση όχληση και φασαρία; Τι κάνω τόσο καιρό; Τι έχω καταφέρει; Νοιώθω ότι απομακρύνομαι από τον εαυτό μου. Ότι σε λίγο θα εξαφανιστώ. Τι σκοπούς έχω; Τι ήρθα να κάνω σ’ αυτόν τον κόσμο; Το έκανα; Το ήθελα; Σα να υπάρχω από σύμπτωση. Γιατί νοιώθω τόσο νέος ενώ βλέπω την ημερομηνία λήξης να πλησιάζει όλο και πιο κοντά; Γιατί δεν μπορώ να βάλω τάξη; Το χάος είναι εγγενές κομμάτι του εαυτού μου; Κι αν είναι γιατί το βλέπω και ζαλίζομαι; Γιατί μου λείπει η αίσθηση ταυτότητας; Μήπως να πέσω στο χάος μου σαν σταγόνα στο ποτάμι; Τι κρύβεται μέσα στο χάος, ξέρεις;
- Ρε συ, Ιππόλυτε, γαμείς καθόλου;

(από Khan, 07/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ειρωνικά όταν θέλουμε να πούμε οτι μία γκόμενα είναι το απόλυτο ξέκωλο, μία που τρέφεται μόνο με σάντουιτς.

Οι κατίνες της γειτονιάς το χρησιμοποιούν για να δώσουν έμφαση ότι η κοπέλα είναι μοσχοαναθρεμμένη.

  1. (Μεταξύ κολλητών) - Τί λέει το καινούργιο μωρό; Σου παίρνει καμία πίπα; - Η γκόμενα έχει πεοφιλίαση μεγάλε. Τα πίνει κανονικά, της αρέσουν τα μπινελίκια, της αρέσει το κωλοδάχτυλο, τι να σου λέω... - Με γαλλικά και πιάνο μεγαλωμένη ετσι;

  2. (Στη γειτονιά)
    - Α χρυσή μου, εγώ τη Λίλιαν την έχω μεγαλωμένη με γαλλικά και πιάνο.
    - Καλέ φαίνεται! Είναι πολύ καθωσπρέπει η κόρη σου Ευτέρπη.
    - Τυχερός αυτός που θα την πάρει Ευανθία μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από πολύ παλιά η ανάγκη του ανθρώπου για καταμέτρηση των διαφόρων αγαθών τον οδήγησε στα μαθηματικά (βλ. Σουμέριους, Αιγύπτιους κτλ).

Για την ευκολία του, να μην χάνει τον λογαριασμό δλδ, συστηματοποίησε την καταμέτρηση σε σύνολα (πχ δεκάδες για τα δεμάτια σταριού, ή εφτάδες για τις διμοιρίες στον στρατό κ.α, τα οποία δεν θα απασχολήσουν τον παρόντα ορισμό ενυφέρδερ).

Όταν λοιπόν μας πάνε άσχημα τα πράγματα και τρώμε τον ένα πίσω από τον άλλο, για να μη χάσουμε το μέτρημα ή/και για να προλάβουμε, δεματοποιούμε τα τσιβιά σε δεκάδες. Σαν τους φυλακισμένους ένα πράμα που τραβάνε μια λοξή κιμωλία για να κλείσει η δεκάδα, μετά τις εννιά κάθετες.

  1. Στον καφέ.
    - Πως τα πας ρε συ Εφραίμ;
    - Άσε έφαγα χοντρή ψωλιά. Με κυνηγάει η εφορία και τρέχω για διακανονισμό, το ΤΕΒΕ τα ίδια, τα πάγια κάθε μήνα σταθερά. Άσε σου λέω, δέκα τρώω, έναν μετράω.

(το Εφραίμ επειδή τον τέντωσαν την νεφραμιά)

  1. Ο στίχος στο τραγούδι Ασκιανός του Ν.Γωνιανάκη.

Χίλια μετράνε στο χωριό κι εγώ στο σπίτι ένα (εδώ εννοούνται βάσανα).Έπαιξε πάλι πένθιμα μες το χωριό η καμπάνα, όχι για ξένο άνθρωπο για τη δική μου μάνα.

(από Fotis Nitsiopoulos, 12/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικός τεχνικός εξοπλισμός για την προστασία της ευαίσθητης περιοχής της ανδρικής κωλοτρυπίδας από αναίτιες και απρόκλητες επιθέσεις.

Η παράδοση θέλει την πρώτη ιστορική εμφάνιση του συγκεκριμένου εξοπλισμού στα χρόνια του Μεσαίωνα, εξού και η χρήση του τσίγκου αντί για πιο εξωτικά υλικά τύπου τιτάνιο, κέβλαρ και ανθρακονήματα τα οποία θα παρείχαν την ίδια τουλάχιστον προστασία με μειωμένο βάρος και αυξημένη ακαμψία και ανθεκτικότητα στις μεταβολές θερμοκρασίας. Επίσης, η χρήση του "σώβρακου" έναντι του "σλιπ" ή του "μπόξερ", παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές, όπου η μόδα δεν έπαιζε τον καταλυτικό ρόλο που έχει στη σημερινή εποχή.

Η ιδέα της παραπλανητικής κωλοτρυπίδας έχει συναρπάσει το κοινό, αλλά λεπτομέρειες για την ακριβή της θέση και λειτουργία δεν εμφανίζονται στη βιβλιογραφία. Περιγραφές κάνουν λόγο για επώδυνες και άκαρπες επιθέσεις εναντίον παραπλανητικών κωλοτρυπίδων του παρελθόντος και η αξία τους ως τελευταία ασπίδα προστασίας (μετά την εκπόρθηση του τσίγκινου σώβρακου προφανώς) θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι ο εν λόγω εξοπλισμός είναι απαραίτητος σε διάφορα μέρη της πατρίδος μας, τα οποία παρά τη φαινομενική τους χαώδη διαφορά, εγκυμονούν τον ίδιο τύπο κινδύνου για τον ανέμελο και ανυποψίαστο εκδρομέα/επισκέπτη. (βλ. παραδείγματα)

  1. - Τι θα κάνεις το Πάσχα, Αρχέλαε;
    - Εφέτο λέμε να πάμε στη Μύκονο, Βρασίδα μου.
    - Αχ, Αρχέλαε... Να προσέχεις. Πάρε μαζί σου τσίγκινα σώβρακα και παραπλανητικές κωλοτρυπίδες καλού κακού για να μη πάθεις κανένα ρεζιλίκι τώρα στα γεράματα.

  2. - Εσύ τι θα κάνεις τελικά Βρασίδα μου; Θα πάτε πάλι Αιδηψό με την Κούλα;
    - Όχι, θα πάω στο Άγιο Όρος να προσευχηθώ.
    - Και μου 'λεγες εμένα για τσίγκινα σώβρακα και παραπλανητικές κωλοτρυπίδες; Κοίτα μη σ' αρέσει και κλαις για τα χαμένα χρόνια μετά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα της πιο αναγνωρίσημης φυσιογνωμίας του αθάνατου ελληνικού καλτ κινηματογράφου (βλ. Γκουσγκούνης), χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον μεταξύ καθαρά ανδρικών φαλλοκρατικών συζητήσεων. Συνοδέυεται πάντα με το τροπικό έτσι.

- Μιλάμε φίλε η γκόμενα τα είδε όλα! Την έκανα να ξεχάσει και το ονομά της...
- Έεεεετσι με την αρμύρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα σχετικό με τον γυρωτικό ήλο, το κοινώς λεγόμενο περτσίνι ή πριτσίνι. Για τους μη μυημένους, το πριτσίνι είναι ένα κυλινδρικό ματζαφλάρι με κεφάλι σαν το καρφί το οποίο μπαίνει σε μία σχετική οπή και με ένα δεύτερο κεφάλι από την άλλη πλευρά συγκρατεί ό,τι υπάρχει ενδιάμεσα.

Κρατήστε παρακαλώ το κυλινδρικό ματζαφλάρι και την οπή στο μυαλό σας, κλείστε τα μάτια και σκεφτείτε τι σας θυμίζει, τι σας θυμίζει... Α να γεια σου. Θυμίζει γαμήσι και το ρήμα περτσινώνω σημαίνει βασικά γαμώ αλλά με μία εσάνς τεχνικής δεινότητας.

1
- Έλα μανίτσα μου να σου τον περτσινώσω λίγακι. Θα σ' αρέσει!
- Α να χαθείς, κρύε!

2
- Μάαακηηηη... έλα μωρέ Μάκη μου λίγο να μου τον περτσινώσεις να δω και γω λίγη χαρά στα σκέλια μου. Τρεις μέρες έχουμε να το κάνουμε.
- Τώρα που βλέπω το Euro σ' έπιασαν οι καύλες μωρή; Καλά, έλα κάνε μου μία πίπα και σε 20 λεπτάκια που τελείωνει το ματς, σ' τον καρφώνω. Τι παιχταράς αυτός ο Ιμπραήμοβιτς ρε παιδί μου...

(από acg, 11/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλα τώρα που δεν ξέρετε...

Μόνο ένα πουλί κατεβάζει γάλα!

- Αχ, έλα στον οντά μου βρε Μυρτώ μου, να σε ποτίζω ολημερίς και του πουλιού το γάλα!
- Αχ κύριε Βίκτωρα, είστε τόσο γαλα-ντόμος!

όλα γίνονται! (από BuBis, 21/05/09)Tesco και του πουλιού του γάλα, -logo fail. (από Khan, 27/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified