Further tags

Έχω τσαντίλα σημαίνει πως συφιλιάζομαι, τα παίρνω στην κράνα (γκρρρ..), έχω εκνευριστεί τα μάλα, έχω μεγάλη τσαντίλα. Τούρκικη λέξη που στα ελληνικά σημαίνει την μεγάλη οργή, τον μεγάλο θυμό κάποιου.

Τσαντίλα λέμε και το είδος εκείνο του υφάσματος που χρησιμοποιούμε για να φιλτράρουμε το γάλα από ξένα σώματα. Το τουλουπάνι όπως το λένε αλλιώς. Η τσαντίλα, το τουλουπάνι έχει έναν μεγάλο εχθρό. Την γιδότριχα. Αυτή η ρημάδα η γιδότριχα είναι που έδωσε στο ύφασμα το όνομα τσαντίλα επειδή όσες φορές και να φιλτράρεις το γάλα, όσες τσαντίλες και να το περάσεις αυτή η καταραμένη η γιδότριχα θα βρει τρόπο να περάσει.

Τα καταστήματα που πωλούν τσάντες, έχουν εξ ορισμού τσαντίλα η οποία μεγαλώνει σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και τσαντίλες αν απασχολούν πέραν του ενός υπαλλήλους.

Οι νήσοι Αντίλλες δεν έχουν σχέση με τα παραπάνω...

Δε μου φτάναν οι άλλοι, ήρθες και συ να με τσαντίσεις..

playing god (από pavleas, 21/02/09) Νευράκια, νευράκια;;; (από Galadriel, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναντάμ παπαντάμ οι καπάτσες γυναίκες έλεγαν ότι το μυστικό για να κατακτήσεις την καρδιά ενός άντρα είναι να κατακτήσεις πρώτα το στομάχι του. Και μετά, αφού ερωτευτεί τα σουτζουκάκια σου, για να τον κρατήσεις, πρέπει να του στέκεσαι σαν μια καλή μαμά, να τον προσέχεις, να του μαγειρεύεις, κ.λπ. (η κατσαρόλα – κατσαρόλα).

Εύκολο να γίνει κατανοητό μέσα από τις εξής υποθετικές εικόνες:

Εικόνα 1 (χάλια): Τον έχεις και τρέχει όλη μέρα να σου φέρει λεφτά για τα γκούτσι σου και τα ντιόρ σου, δεν τρώει, πίνει πέντε καφέδες χωρίς ζάχαρη και σκάει σπίτι με νεύρα τεντωμένα και στην τσίτα και τον ταΐζεις σουβλάκια ντιλίβερι με πατάτες πανιασμένες που 'χουν μείνει στον σουβλατζή από χτες: τι κουνήματα να του κάνεις ρε κοπελιά, χαμπάρι δεν θα πάρει ότι φοράς το κόκκινο σιθρού βρακί αυτοκινήτου. Θα πάρει το τηλεκοντρόλ να δει τον αγώνα και θα τον τσαντίζει ακόμα και το που αναπνέεις.

Εικόνα 2 (αυτή!!! –κρατηθείτε, ακολουθεί η κεντρική ιδέα του ορισμού): Αντιθέτως με την προηγούμενη εικόνα, σκέψου, τι αποτέλεσμα έχει να του μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα: τον περιμένεις με τα κεράκια αναμμένα, το τζάκι να καίει νωχελικά, το σπίτι ευωδιάζει νόστιμο φαγάκι, τον ταΐζεις στο στόμα με τον τρυφερό σολομό που η υφή του παραπέμπει σε βελούδινο γυναικείο δέρμα, τον κερνάς ένα μεθυστικό κρασί με φρουτώδες άρωμα, του σερβίρεις τις κατακόκκινες μοσχοβολιστές φραουλίτσες (σχήμα καρδιάς)... όλα παραπέμπουν ενδόμυχα στο σεξ σε όλο το σκηνικό... χαλαρώνει και του 'ρχεται. Σε κοιτάει και γλείφεται κι ας φοράς και το περιοδόβρακο (λέμε τώρα).

Σο, το να μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα είναι καλό για σένα κοπέλα του σήμερα.

Για ενισχυμένα αποτελέσματα μπορεί να γίνει επιλογή από γνωστά αφροδισιακά όπως:

  • Χαβιάρι ή / και στρείδια (ο ψευδάργυρος τεντώνει / την γαμοτεστοστερόνη –έκανα ποίμα, έκανα ποίμα),
  • Ραπανάκια (τα 'τρωγε ο Φαραώ που του αρέσαν τα πικάντικα και χαίρονταν οι σκλάβες),
  • Μπανάνες (έχει και το σχήμα έχει και την χάρη –μαγικά ένζυμα που τον κάνουν ζαγοράκη),
  • Σαμπάνια (ε, καλά, αυτό το ξέρει κι η κουτσή Μαρία),
  • Σοκολάτες (επίσης το ξέρει ο κόσμος όλος, παραγωγή ενδορφινών στον εγκέφαλο κάργα),
  • Σύκα (τι λες τώρα!αυτό λοιπόν προσωπικά δεν το ήξερα, το βρήκα όμως στο νετ, το 'χαν λέει οι αρχαίοι Έλληνες για πολύ καυλωτικό αλλά κρατάω επιφυλάξεις γιατί αυτοί γαμιούνταν μεταξύ τους...),

και τέλος πάντων διάφορα τέτοια μαγικά.

Να σημειωθεί πάντως ότι τα όρια είναι πολύ δυσδιάκριτα και πρέπει να είμαστε προσεκτικές. Στο καλό γεύμα που θα μαγειρευτεί, πρέπει να επικρατούν γεύσεις και αρώματα φινετσάτα, αέρινα, πλούσια και όπως και δήποτε να αποφεύγονται τα τσιγαριστά, τα σκόρδα και τα όσπρια.

Επίσης, οι ποσότητες σε ένα καλό γεύμα πρέπει να είναι σχετικά μικρές (όπως σε κάτι γκουρμέ εστιατόρια που σου σερβίρουν μια υπέροχης γεύσης κοτσιλιά σε ένα τεράστιο πιάτο στολισμένο με σάλτσα από σπάνιο σμέουρο), αλλιώς, άμα τον παραταΐσεις, θα ρευτεί σαν μοσχάρι και θα πάει κατευθείαν για ύπνο.

Ασίστ: στο ΔΠ από τον Χαλικού.

Παράδειγμα 1 - Το σχόλιο της υπογράφουσας σε αυτό το λήμμα:

Ε: Ο άντρας μου φτάνει πάντα σε οργασμό, μετά τον παίρνει ο ύπνος και δεν μου προσφέρει εμένα έναν.

Α: Δεν είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνω το πρόβλημα. Ίσως ξεχάσατε να του μαγειρέψετε ένα καλό γεύμα.....

Παράδειγμα 2:
(Η Ευφροσύνη το πήρε απόφαση και χωρίζει τον Μπάμπη. Αυτός απελπισμένος τραγουδάει:)

Μπάμπης: Μ' αφήνεις τώρα που έμαθα κοντά σου
και ζω μονάχα για το μουσακά σου
και το στιφάδο και τα γεμιστά σου
όχι όχι άλλος πια λαπάς όχι όχι ούτε τραχανάς

Μείνε μαζί μου και μη μ' αγαπήσεις
μόνο πατάτες να μου τηγανίσεις
και λίγο λίγο να τις ξεροψήσεις
όχι όχι όλες μην τις φας όχι όχι άσε και για μας

Τι θα γίνω μες στη ζωή, αν ξυπνήσω ένα πρωί
και κοιτάξω στην κατσαρόλα, από μέσα να λείπει το φαΐ...

Ευφροσύνη:

Α ρε Μπάμπη, σου μαγείρευα ένα καλό γεύμα κάθε βράδυ γιατί διάβασα το κόλπο στο www.slang.gr, αλλά δεν το εκτίμησες ούτε αυτό, την γλώσσα σου στο αιδοίο μου δεν είδα... Έχε γεια αγαπημένε...

clopyright άσματος από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «στην υγειά σου», με ιδιαίτερη σημασία στην Κρήτη, όπου συνοδεύει ένα ολόκληρο τελετουργικό για πιώματα μέχρι λιποθυμίας.

Το «στην αφεντιά σου» είναι πιο σοβαρό απ' το «στην υγειά σου», το οποίο είναι γενικότατο. Δηλώνει ρισπέκ, και δείχνει ότι θεωρείς τον άλλον κύριο του εαυτού του - να κάτι που δεν ισχύει για όλους.

Το τελετουργικό έχει ως εξής. Παρεάκι μαζεύεται στην αυλή (σπίτι, μπαλκόνι, νυχτερινό κέντρο, οπουδήποτε), με το μπουκάλι / κανάτα / νταμιτζάνα κρασί στη μέση. Στην αρχή, ο κόσμος κερνάει και πίνει κανονικά, βάζοντας στα ποτήρια των άλλων και στο ποτήρι του (ο κεραστής, τελευταίος) και λέγοντας «γεια μας, μ'ρε παιδιά!» ή κάτι τέτοιο πριν τσουγκρίσει και πιει. Ως εδώ καλά. Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος θα κάνει τη μαλακία και θα «καλέσει». Έτσι ξεκινάει ένας κατήφορος που θα τελειώσει ανυπερθέτως με ένα τσούρμο λιώματα, χυμένους ο ένας πάνω στον άλλον.

Ο καλεστής, πρώτ' απ' όλα, σκώνεται όρθιος να τον βλέπουν. Μετά παίρνει το δικό του ποτήρι και το γιομίζει μέχρι πάνω πάνω, ξέχειλο που λένε. Μετά το σηκώνει προς τη μεριά αυτού που θέλει να καλέσει (παναπεί να προκαλέσει...), λέει σοβαρά-σοβαρά «στην αφεντιά σου», και το κατεβάζει κούπα (παναπεί μονορούφι). Αμέσως μετά το ξαναγιομίζει, πάλι ξέχειλο, και το δίνει σ' αυτόν που κάλεσε. Ο οποίος διαλέγει κάποιον άλλον στην παρέα να καλέσει, λέει κι αυτός «στην αφεντιά σου», πίνει την κούπα, ξαναματαγιομίζει, και ούτω καθ' εξής.

Οι κανόνες του παιχνιδιού:
1. Απαγορεύεται να καλέσεις χωρίς να πιεις. Πρώτα θα κατεβάσεις την κούπα σου, και μετά θα τη δώσεις στον άλλον. Το παιχνίδι είναι μια πρόκληση (dare που λένε στα εγγλέζικα), και δε νοείται να προκαλείς κάποιον να κάνει κάτι που εσύ δεν μπορείς.
2. Όλοι πίνουν απ' το ίδιο ποτήρι. Δεν έχει «σιχαίνομαι» και «μα η Κατερίνα φοράει κραγιόν» και αηδίες. Είναι παιχνίδι τση παρέας, και η παρέα κάνει bonding έτσι. 3. Απαγορεύεται να αρνηθείς κάλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, και θα 'σαι για πάντα πλέον ο ξενέρωτος που δεν πίνει όταν τον καλούν. Στη χειρότερη, ο καλεστής θα το πάρει προσωπικά και θ' ανάψει καβγάς. Εδώ ένα απλό τσούγκρισμα να αρνηθείς, ο άλλος παρεξηγιέται. Πόσο μάλλον ένα επίσημο κάλεσμα κι ένα αρχοντικό «στην αφεντιά σου». Όπως και να' χει, αν κάποιος δεν πιει, το παιχνίδι χαλάει, προς μεγάλη απογοήτευση της ομήγυρης.
4. Μπορείς να καλέσεις όποιον θέλεις στο τραπέζι, ακόμα κι αυτόν που σε κάλεσε αμέσως πριν, κάτι το οποίο έχει παρενέργειες. Αφενός, μπορεί να εξελιχθεί σε μονομαχία, όταν δύο στην παρέα καλούν συνέχεια ο ένας τον άλλον, συνήθως για να δουν ποιος αντέχει να πιει περισσότερο. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ανταλλαγή σκωπτικών μαντινάδων, όπου ο ένας προσπαθεί να πικάρει τον άλλον. Αφετέρου, μπορεί να οργανωθεί (εκ προμελέτης ή επιτόπου) ομαδική στοχοποίηση ενός από την παρέα, και όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι να καλούν αυτόν, με γέλια και πειράγματα. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ενέσεις καφεΐνης στο νοσοκομείο, ώρες αργότερα.
5. Τέλος του παιχνιδιού δεν προβλέπεται. Θεωρητικά, τελειώνει όταν τελειώσει το κρασί. Φυσικά, όταν μιλάμε για σπίτια εξοπλισμένα με βαρέλια, μέχρι να τελειώσει το κρασί, ο κόσμος έχει αρχίσει να σωριάζεται.

Παραλλαγές:
1. Κούπα όχι σε κρασοπότηρο, αλλά σε υπερδιπλάσιας χωρητικότητας νεροπότηρο. Τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου πολύ γρηγορότερα έτσι.
2. Κούπα σε ακόμα μεγαλύτερο, αυτοσχέδιο σκεύος. Έχω δει σε γλέντι γάμου κόσμο και λαό να βγαίνει εκτός μάχης σε dt, αφού ξεκίνησαν αφελώς τα «στην αφεντιά σου» με ένα πλαστικό εναμισόλιτρο μπουκάλι νερού, κομμένο λίγο κάτω απ' τη μέση. Μονορούφι πάνω από μισό λίτρο κρασί τη φορά...
3. Κούπα σε νεροπότηρο, με ρακή αντί για κρασί. Αυτά, λογικά, τα κάνουν μόνο οι βοσκοί, που ως γνωστόν έχουν υπεράνθρωπες αντοχές.

Παραλληλισμοί:
Το να πίνεις κρασί απ' το ίδιο σκεύος είναι μάλλον παγκόσμιο σύμβολο φιλίας ή/και αγάπης. Βλέπε τον καθολικό γάμο, όπου νύφη και γαμπρός έπιναν συμβολικά μια γουλιά απ' το ίδιο ποτήρι (το «διπλό» ποτήρι, που είδαμε στον Ελαφοκυνηγό, είναι νεότερη επινόηση βέβαια). Βλέπε το ορθόδοξο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπου όλοι οι πιστοί μεταλαμβάνουν με το ίδιο κουτάλι. Βλέπε και το αρχαιοελληνικό έθιμο του κότταβου, όπου ο συμποσιαστής έπινε κι άφηνε μια γουλίτσα κρασί, την οποία γυρνούσε παιχνιδιάρικα στα χείλη του ποτηριού πριν το πασάρει στον εραστή. Ah, l' amour, l' amour!

Ετυμ. : < μσν. αφεντία < αφέντης < αρχ. αυθέντης

- Ώφου κι ώφου! Η τσεφαλή μου!
- Ηντά 'παθες, μ'ρε Μανολιό;
- Οψέ μαζωχτήκαμε παρέα στου Ψαρονίκου, κι είχε φέρει το καλό το κρασί απ' το χωριό, κι εξεκίνησε ο κουζουλός ο Νεκτάριος τα «στην αφεντιά σου», κι εγινήκαμε σύσκατοι ούλοι. Ώφου η τσεφαλή μου!
- Ε, και δεν αντέεις το πιώμα, μ'ρε Μανολιό; - Κούπες με το κανάτι πίναμε, Ζαχάρη!
- Χίλιοι μαύροι διαόλοι!

- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! Κουτελοβαρίσκω σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Μιχαλιό! Κι εγώ αντιστέκομαί σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! (...ad nauseam. Κυριολεκτικώς.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιγά το πράγμα, δεν τρέχει και τίποτα.

- Έμαθες; Χώρισε ο Χρήστος με την δικιά του...
- Κλάιν μάιν ρε μαλάκα, αύριο θα έχει καινούργια γκόμενα...
(κάπως έτσι τέλος πάντων)

(από Vrastaman, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «καημένη» σε διάφορες ντοπιολαλιές , συμπεριλαμβανομένης της κερκυραϊκής.

Σλανγκικά, συχνά χρησιμοποιείται με αναφορά στο πέος, όπως και το Ελένη.

  1. Καλό το America, μα πιο γλυκό το Corfu..

Κέρκυρά μου αγαπημένη κι' απ' τον Agio ευλογημένη, σ' έχω χάσει, μου' χεις λείψει, τι να κάμω η τσαμένη;

Μα τι σκέδιο τώρα να' ρθω, που δουλεύω στο Manhattan, άμα μ' άφηνε το boss μου οπωπώ καλά που θα' ταν!

Πάνε χρόνια, παν ζαμάνια που ειμάστενε αλάνια, τώρα projects κι' όλο meetings και για break lunch λαζάνια..

(Μέτοικο παράπονο από forum)

  1. - Μπρε την τσαμένη!
    - Ποια τσαμένη;
    - Την πούτσα μου την καυλωμένη!

(Kλασσική στιχομυθία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό σεισμό που έγινε το '86 στην Καλαμάτα. Το λέμε και καλά σε αυτές που πάνε σα βάρκες, που ψάχνουν απεγνωσμένα κάποιον να τις πηδήξει ή ακόμα και σε κάποιες λιλιάνες που τις ζηλεύουμε [το συγκεκριμένο εκφέρεται κυρίως από γυναίκες] και το λέμε κάπως σα να θέλουμε να γίνουμε χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη [της Λίλιαν] [δουλουδού σα να λέμε μωρή μην κουνιέσαι έτσι, εγώ το κάνω καλύτερα].

Μια ωραία απάντηση από την κουνίστρα είναι «αλλά μετά ξαναχτίστηκε» για να τους πει και και καλά στα @@μου και μένα, Μαρία Μανταλένα, δεν τρέχει κάστανο, άμα δε γουστάρεις να μην κοιτάς.

- Αλεξάαανδρα πρόσεχε πουλάκι μου γιατί έτσι κουνιόταν και η Καλαμάτα κι έπεσε.
- Ναι αλλά μετά ξαναχτίστηκε χρυσό μου. Κοίτα πώς ρίχνουν τους γκόμενους και βούλω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκλιτη λέξη, η οποία υπάρχει στο λεξιλόγιο των ψαράδων της Ανατολικής Χαλκιδικής, απ' όπου και «αλιεύτηκε». Χαρακτηρίζει καταστάσεις που εξελίσσονται ομαλά. Προφέρεται και μπζβι από τους πολύ βαριεστημένους.

Όλα μπίζιβι! (όλα καλά)

Δε ξέρω τι έπαθε η μηχανή. Χθες ακόμα δούλευε μπίζιβι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να πετά κανείς πέτρες (εναντίον μη ζωντανού στόχου) είναι μια πανάρχαια, αλλά και κατασυκοφαντημένη ανθρώπινη συνήθεια. Ας ξεκινήσουμε διευκρινιστικά:

Αν και ανεπίκαιρο, φανταστείτε τον εαυτό σας ωραίο σαν Έλληνα, στην ομορφότερη και ερημικότερη παραλία της Ιφκίνθου (ας την ονομάσουμε Αλιθιές***) να σουρουπώνει ονειρικά, κι εσείς στην παραλία να πετάτε ανέμελα **βοτσαλάκια στο περιγιάλι, να πετυχαίνετε 15 γκελάκια, ενώ από την καβάτζα να ακούγονται τα χάχανα των δύο άψογων εξωτικών ψωλέτων με τα οποία περνάτε τις καλύτερες μέχρι τώρα διακοπές της ζωής σας, μοιραζόμενοι τα πάντα (προσαρμόστε το παράδειγμα στις προτιμήσεις σας, προσθαφαιρώντας γκελάκια και γελάκια). Το φανταστήκατε;
Καμία Σχέση

Με εξαίρεση την παραπάνω κατάσταση, το πέταγμα πέτρας ήταν και είναι η πλέον ταπεινή δραστηριότητα, μια εκτόνωση χωρίς νόημα αφού προσφέρει: - είτε τον πιο δειλό και απελπισμένο εξορκισμό αρνητικών συναισθημάτων και προσωπικών δαιμονίων, όταν κάθε άλλη αντίδραση έχει αποκλειστεί
- είτε την πιο ανούσια διασκέδαση της πλήξης, όταν κάθε άλλη έχει αποκλειστεί, εννοείται.

Εξ ου και το «πετραδίζειν» όπως λέγεται στην Δ. Κρήτη είναι η πλέον παλιά έκφραση για την περιγραφή της κατάστασης του κωλοβαρέματος ή ψώλινγκ, της σαπίλας, ειδικά του αργόσχολου και του... κουτού. Έτσι, αν και πέτρες στα αστικά κέντρα δεν υπάρχουν πια, στη σλανγκ με πετσακο-επιρροές, η ερώτηση «πετραδίζεις;» είναι συνώνυμη του «πάλι ψωλαρμενίζεις/κωλοβαράς/κοπρίζεις; Ή, πιο σωστά, είναι απόκριση σε κάποιον που εμφανώς τον παίζει και από πάνω λέει και μαλακίες (βλ. παράδειγμα).

Ειδικά στο Ν. Χανίων, το πετραδίζειν έχει συνδεθεί με ανθρώπους συγκεκριμένης καταγωγής, αλλά δε χρειάζεται να εμβαθύνουμε τόσο.

*εκ του: «αναληθείς λίθοι», με καθίζηση.

- Κωστή, ακόμα μπουρδέλο είναι εδώ μέσα... κάνε και καμιά δουλειά ρε κουμπάρε...
- Μαααα, κάνω...
- Ρε συ Κωστή, πετραδίζεις να 'ούμε; Για σύνελθε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος ευγενείας που αποδεικνύει περίτρανα, επιτέλους, ότι η ομάδα Ε, οι Παγάνες και οι απανταχού Λιακοπουλισταί έχουν δίκιο όταν, κάτω από κάθε πέτρα, αναλακύπτουν κι ένα ελληνικό στοιχείο.

Ο ορισμός που ακολουθεί είναι παρμένος από το βιβλίο Γλώσσα μετ' εμποδίων του συναδέλφου σλαγκιστή Sarant (http://www.sarantakos.com/language/matakite.html), την άδεια του οποίου ζήτησα και πήρα για να παραθέσω το απόσπασμα. Τα εύσημα λοιπόν, δικά του.

«(...) έρχομαι να προτείνω μια, πιστεύω αναντίρρητη, ένδειξη ελληνικής, και δη προκατακλυσμιαίας, παρουσίας στον Ειρηνικό Ωκεανό. Όπως μπορείτε να δείτε σε μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο, ο γενάρχης των Φιλιππινέζων στη μυθολογία τους, το ανάλογο του Αδάμ δηλαδή (...) λέγεται Si Malakas* (...). Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι Malakas σημαίνει δυνατός (...). Όμως τί ξέρουν οι φτωχοί; Αυτά είναι μυθολογίες.

Εμείς ξέρουμε την Αλήθεια. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι ο γενάρχης των Φιλιππινέζων ήταν προκατακλυσμιαίος Έλληνας που έφτασε με τα ελληνικά κοίλα πλοία και αποβιβάστηκε στα νησιά του Ειρηνικού για να τους μεταλαμπαδεύσει τον ελληνικό πολιτισμό. Κι ενώ άγλωσσοι ιθαγενείς είχαν μαζευτεί στην ακτή και κοίταζαν γεμάτοι θαυμασμό τους λεβεντόκορμους επισκέπτες, ο πλοίαρχος έλεγε με μεγάλη φωνή (μεταφράζω από τα προκατακλυσμιαία ελληνικά): «Εμπρός παλικάρια μου να μεταλαμπαδεύσουμε την τρισχιλιετή μας γλώσσα σε τούτη τη μακρινή γωνιά, να μεταδώσουμε τα ιδεώδη της φυλής μας στους απολίτιστους αγρίους...». Όπως ξέρετε όμως, η πειθαρχία δεν είναι το φόρτε της φυλής μας και ούτε τότε ήταν.

Κάποιος ναύτης, ασφαλώς πρόγονος του Θερσίτη**, είπε στον διπλανό του:
- Μας έπρηξε τούτος ο μαλάκας.
- Ποιος είναι μαλάκας ρε; ρώτησε εξαγριωμένος ο πλοίαρχος που το άκουσε.
- Συ, του απάντησε μεγαλόφωνα και θαρρετά ο παππούς Θερσίτης.
- Εσένα θα σε κανονίσω μετά, είπε ο πλοίαρχος κι έδωσε τόπο στην οργή συναισθανόμενος τη σημασία της στιγμής.
και πήδηξε στη χρυσή άμμο. Και οι άγλωσσοι ιθαγενείς, που είχαν ακούσει όλη τη στιχομυθία και ρούφηξαν τον Έλληνα λόγο όπως το διψασμένο χώμα τις πρώτες σταγόνες της βροχής, έσπευσαν να στεφανώσουν με άνθη τον μακρινό πρόγονό μας, κραυγάζοντας ρυθμικά το όνομά του «Σι Μαλάκας!», «Σι Μαλάκας!» , «Σι Μαλάκας!» και να τον λατρέψουν σαν θεόσταλτο γενάρχη τους. Όσο και αν προσπάθησε αργότερα να τους μεταπείσει ο ηρωικός εκείνος πλοίαρχος ότι δεν λέγεται έτσι, η αλήθεια είναι ότι καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.

Γι' αυτό και πιστεύω ότι όταν αναφερόμαστε στον μυθικό γενάρχη των Φιλιππινέζων πρέπει να γράφουμε «Συ Μαλάκας» για να διατηρούμε το ετυμολογικό ίνδαλμα της λέξης.»

*πράγματι έτσι λέγεται
**«Ο Θερσίτης είναι κυρίως γνωστός ως ο μόνος ίσως καθαρά «αρνητικός» χαρακτήρας στον Τρωικό Πόλεμο: μέσα στο στρατόπεδο των Ελλήνων ήταν παρασιτικό στοιχείο, ένας δειλός που μόνο έβριζε, φιλονικούσε και προκαλούσε συνεχώς με την αυθάδη συμπεριφορά του.» (Από Βίκι)

  1. - Ασταδγιάλα ρε μαλάκα που μου βγήκες από το στοπ και ζητάς και τα ρέστα! Μαλάκα, ε μαλάκα!
    - Ποιον είπες μαλάκα ρε μαλάκα;
    - Εσένα είπα μαλάκα!
    - Εγώ μαλάκας; Συ μαλάκας! Μαλάκας με κεφαλαίο κιόλας! ...που θα με πεις εμένα μαλάκα...

  2. - Στο διαγώνισμα με ελεύθερο θέμα με έκοψε η Κουτσουρίδου...
    - Εσένα;! το φυτό;;;!!! Γιατί;
    - Επειδή έγραψα για τον Σι Μαλάκα...
    - Ποιος ήρθε;
    - Για τον γενάρχη των Φιλιππινέζων.
    - Κοίτα που έμαθε ρε το φυτό και το δούλεμα! Ε καλά σου έκανε η γυναίκα! καιρός ήταν! Χαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified