Selected tags

Further tags

Κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό. Και πάω κόσα, συμβαίνω σε υπερβολικό βαθμό. Επίσης, με πάει κόσα σημαίνει βρίσκομαι σε φάση μεγάλης έντασης (και συνήθως δύσκολη), με πάει γαμιώντας, με έχει πάρει φαλάγγι.

Με τα ίδια μου τα μάτια, το άκουσα για καταχρήσεις, τσιγάρο, πιοτί, τέτοια. Το πας κόσα το τσιγάρο παναπεί είσαι θεριακλής, καπνίζεις σαν πούστης· έναν καπνιστή που το πάει κόσα οι άγγλοι θα τον λέγανε τσέιν σμόκερ, έναν πότη που το πάει κόσα θα τον λέγαμε αλλιώς και Ορέστη Μακρή. Στο δίκτυο βλέπω οτι, εύλογα, χρησιμοποιείται πολύ γενικότερα ως επιτατική ατάκα.

Η κόσα είναι βέβαια το κλασικό δρεπάνι που βαστάει ο Χάρος. Ένας που πάει κόσα το τσιγάρο λοιπόν, δέν καπνίζει απλώς τσιγάρα, αλλά τα θερίζει.

Την ατάκα την άκουσα από Πελοποννήσιο (ρεμπέτη το ύφος και το δέμας, νά 'ναι του καλή η ώρα).

  1. Εμεις που έχουμε εδω ΚΑΙ ειδη θέρμανσης... ενα έχω να σας πω....
    ΕΧΟΥΜΕ ΞΕΣΚΙΣΤΕΙ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ! Η σόμπα πάει κόσα.. Κάθε βράδυ φεύγουμε 10παρά απο δώ. (φτου φτου κιολας... δουλίτσα να υπάρχει) (από εδώ)

  2. Σκέψου κάτι το πολύ απλό......έρχεται ο εχθρός και σου λέει: «Ξέρεις τι; διώξε την άμυνά σου γιατί αλλιώς θα σου επιτεθώ!» Τι λες να κάνει όταν τη διώξεις και δεν έχει κανένα εμπόδιο;......η δική μου λογική είναι ότι θα σε πάει κόσα!!!....απλή λογική!...ψάξε για βαζελίνη μετά. (από εδώ)

  3. - Τσακαλι η κορη.
    - ειναι λιγο χαζουλα η ειναι ιδεα μου; - xazoula xazoula alla to psema to paei kosa .... (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόκοπη εκδοχή του κλασικού «κάνει το γύρο του κόσμου», φοριέται για φωτογραφίες, βιντεάκια, αστικούςς μύθους κ.ά. (παρα)πληροφορίες που γίνονται βάιραλ στο ιντερνέτι.

  1. Η Φωτεινή «πιπιλεί» μια τίγρη! – Η απίστευτη εικόνα που κάνει τον γύρο του διαδικτύου (πηγή)

    Η Φωτεινή «πιπιλεί» μια τίγρη!

  2. Τον γύρο του διαδικτύου κάνει τις τελευταίες ώρες μια φωτογραφία που δείχνει... τη Μέρκελ να κάνει γυμνισμό με τις φίλες της. (πηγή)

    Η Μέρκελ κάνει γυμνισμό με τις φίλες της

  3. Τον γύρο του διαδικτύου κάνει η ΦΩΤΟ με την γυναίκα που κλωτσά κοριτσάκι, ενώ παίζει ακορντεόν κάτω από την Ακρόπολη (πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουλώνω καταστάσεις, μασάω τα λόγια και τον πούτσο μου, τα κάνω γαργάρα σε υπερθετικό βαθμό. Τι πιο ξεδιάντροπο και αδιάκριτα οφθαλμοφανές άλλωστε από μια ταβανόπροκα;

1.
Γαργάρα με ταβανόπροκες έκαναν όλα τα ΜΜΕ το συγκλονιστικό δημοσίευμα στο περιοδικό UNFOLLOW για τους ντόπιους μεγαλοκαπιταλιστές για το βάρβαρο ταξικό φορολογικό σύστημα που δίνει την δυνατότητα στους πλουτοκράτες να παρουσιάζονται «φτωχαδάκια», «νόμιμα και ηθικά».

2.
Τα κυβερνητικά σαϊνια και μετά την δημοσιότητα που έδωσε στο θέμα ο Λαζόπουλος, από την εκπομπή του, θα εξακολουθούν να το κάνουν γαργάρα με ταβανόπροκες;

3.
Θα κάνουν γαργάρα με ταβανόπροκες οι δημοσιοκάφροι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεγάλης σπανιότητας και πρωτοτυπίας, που χρησιμοποιείται στην Πάτρα. Υπερθετικός του μινάρω.

  1. Κυριολεκτικά, επιδίδομαι συχνά στον αυνανισμό.

  2. Μεταφορικά, ξεστομίζω ή κάνω μεγάλες βλακείες.

1.- Καλά, τι κάνει μισή ώρα στην τουαλέτα;
- Θα μινάρει πάλι σαν το παπί!

  1. Στο γήπεδο: Πάλι το 'φαγε ο τερματζής, όλο μινάρει σαν το παπί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κτυπάω κόκκινο. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει-χαρακτηρίσει γενικότερα μια κατάσταση που έχει φτάσει επικίνδυνα στο «ως εδώ και μη παρέκει».

Μια κατάσταση που είναι έτοιμη να εκραγεί, να αναφλεγεί, να ανατιναχτεί, να κατακρημνιστεί, να καταρρεύσει, να μπουρλοτιάσει και πάει λέγοντας.

Προφανώς η έκφραση έχει «ξεσηκωθεί» από το έντονο ερυθρό χρώμα ενδείξεων η ενδεικτικών προειδοποιητικών λυχνιών, οργάνων έλεγχου λειτουργίας μηχανημάτων κλπ, όπου καταδεικνύεται, με την έμφαση του άλικου χρώματος, μια κατάσταση κινδύνου προς ενέργεια και λήψη άμεσων διορθωτικών η κατασταλτικών μέτρων. Η κόκκινη ένδειξη, προκειμένου να σημάνει συναγερμό, συνοδεύεται πολλάκις και από σχετικό εντονότατο και συνεχή ήχο κώδωνος ή ετέρου ηχητικού σήματος, εξ ου και η χρήση του ρήματος «κτυπώ» στην έκφραση.

  1. Στη παρέα:«Ένεκα μνημόνιο, ότι αποταμιεύσεις είχα, τις έφαγα. Η κατάσταση κτύπησε κόκκινο. Είμαι απελπισμένος. Θα μεταναστεύσω στην Αυστραλία.»

  2. Το αφεντικό: «Κάθε μέρα έρχεσαι καθυστερημένος στη δουλειά, πρόσεχε γιατί έχεις κτυπήσει κόκκινο.»

red alarm (από iwn, 28/09/13)red (από iwn, 28/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη κουβέντα αν το σκεφτείς λιγάκι, τίποτα δεν μας ανήκει σε αυτόν τον μάταιο κόσμο που ζούμε, ενοικιαστές είμαστε, και τελικά ούτε δυο μέτρα γης δεν θα πάρουμε, όλοι μας.

Να μην έχει ο άνθρωπος προσκόλληση στα υλικά αγαθά, πλούτο και ευδαιμονισμό, μάταια είναι όλα αυτά, και πρέπει να το καταλάβουμε όλοι και πρώτα από όλους, οι ιθύνοντες.

- Τον βλέπεις αυτόν που ζητιανεύει έξω από το καφενείο; κάποτε ήταν δικό του, τα έχασε όλα φαλίρισε, και τώρα..
- Ποιο; το καφενείο, του οποίου δεν ήταν, όπου δεν θα είναι κανενός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος/α μας λείπει πολύ (λέμε τώρα) και τσουπ εμφανίζεται (φτου κακά).

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο, τα 'χαμε χύμα ήρθαν και τσουβαλάτα, ψωμί περιμέναμε, τυρί μας ήρθε...

Είσαστε μια παρέα και έρχεται ένας ανεπιθύμητος, ένας που δεν το γουστάρεις/ετε, που λέει ξενέρωτα, ένας μπελάς δηλαδή.... αντί να πεις «τώωωρα δέσαμε» ή «καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο», λες «πού ήσουν τόση ώρα και γαμούσαμε τον άλλονε».

Σύγκρινε: είχαμε σκατά σακί, μας ήρθε και ταγάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλανώμαι πλάνην οικτράν αλλά μυρίζει κιόλας!

Εαν αυτά τα ΠΑΣΟΚόσκυλα νομίζουν πως σε περίπτωση που βγει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κάτι σαν την ΕΣΑ + του ότι θα κάνουνε ανενόχλητοι τις βρωμοδουλειές που επιθυμούν (προστασίες,προμήθειες κλπ) ή ότι θα πάρουνε μετάθεση εκεί που επιθυμούν και θα κατσικωθούν σε τίποτα γραφεία όπως γινότανε τα χρόνια των δανεικών του Ανδρέα και γράφουν τέτοιες ανοησίες, κλανώνται κλάνην οικτράν.

(από Khan, 19/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Γλυκοκοιτάζω, κάνω καμάκι. Παλαιάς κοπής σλανγκιά τση σχολής του Τσιφόρου.

Περισσότερα τσιφορικά εις ῥίχνω: ρίχνω κοκκαλιές (παίζω ζάρια), ρίχνω κολατσό (κάνω το τραπέζι), ρίχνω μπαταρέλα (κοροϊδεύω), ρίχνω προζύμι (δίνω πληροφορίες), ρίχνω χαλίκι (προετοιμάζω).

  1. - Έριξα λουκούμι στην Καυλάουρα μήπως ρίξω έναν κρύο!
    - Τελικά σού έριξε άκυρο;
    - Όχι, μού έριξε δυο μουνιά <3
    - Άτιμη κενωνία, άλλοι γλυκοτσούτσουνοι κι άλλοι χερογλύκανοι...

  2. ῥίχνω λουκούμι = κάνω κόρτε
    (Γλωσσάρι Νίκου Τσιφόρου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χυδαία ομοφοβική και γενικά σεξιστική ρίμα (γενικώς καταδικαστέα), που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βρισιά (σε β' πρόσωπο) ή ως επικριτική διαπίστωση (σε γ' πρόσωπο).

Διαδόθηκε κυρίως ως παραλλαγή του γνωστού παραδοσιακού άσματος Σαμιώτισσα, η οποία παραλλαγή είχε ως εξής: «Σαμιώτισσα Σαμιώτισσα, έμαθα πως το κάνεις, όχι από εκεί που κατουράς Σαμιώτισσα, αλλά από εκεί που κλάνεις».

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων

Εδώ παραδίδεται ως καφροπολιτικό σύνθημα ενάντια στις συμπαθείς πασοκομούνες, αδόμενο κατά το Σαμιώτισσα- Σαμιώτισσα:

Πασπίτισα-Πασπίτισα
έμαθα πως το κάνεις όχι από κει που κατουρείς πασπίτισα
αλλά απο κει που κλάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified