Selected tags

Further tags

Σαν έκφραση προέρχεται απ’ την πασίγνωστη στερεοτυπική φράση «κι ο διαιτητής σφυρίζει την λήξη του αγώνα …» των παρουσιαστών αθλητικών αγώνων, που αποτελεί μήτρα των ήδη καταγεγραμμένων εξωγηπεδικών εκφράσεων:

  • περιμένω να το σφυρίξει (GATZMAN) και
  • το σφυράμε; (ΠΡΩΤΕΥΣ).

    Αποτελεί τον τίτλο επιτυχημένου λαϊκού άσματος του Πάνου Κιάμου, όπου ο αοιδός ξαποστέλνει τη δικιά του μ’ αυτή τη φράση για να τονίσει το αμετάκλητο της απόφασής του (βλ π.χ. και βιντεομήδι με... καλή διάθεση).

Λίγο η σλανγκιά του σφυρίζω (γαμάω / φασώνομαι / ρίχνω έναν κρύο), λίγο οι θανατηφόροι συνειρμοί του «έληξες» («κατέληξε» λέμε για φρέσκο νεκρό) και νά το το περίφημο δίδυμο Έρωτας – Θάνατος που ανέκαθεν ταλανίζει το ανθρώπινο είδος.

Δηλώνει μια άσχημη αμετάκλητη γείωση / το οριστικό τέλειωμα / το σπάσιμο (κι όχι το ράγισμα) του γυαλιού / την απόλυτη διαγραφή του... ληγμένου απ’ τα κατάστιχα του επαναστατημένου / θριαμβευτή / εκδικητή... σφυρίζοντα, ο οποίος έχει υποφέρει πολλά απ’ την απαράδεκτη συμπεριφορά / τα φάουλ του τέως δυνάστη που μπαίνει οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Το πεδίο εφαρμογής της έκφρασης διευρύνεται (θαυμαστά κατά την ταπεινή μου γνώμη –εμφανίζεται σε πολλούς συνδυασμούς των ρηματικών προσώπων και συχνότατα χωρίς αναφορά στο άσμα) από τα γήπεδα (οπαδοί, αθλητικές εφημερίδες), στις διαπροσωπικές αισθηματικές σχέσεις, στο εμπόριο, στον κόσμο του θεάματος ακόμη και στην πολιτική σκηνή.

  1. Δε μ’ αρέσει (…). Η εν γένει εμφάνιση και εικόνα του ποδοσφαιρικού Ολυμπιακού. Σήψη, ραθυμία, αδιαφορία. Σφύριξα κι έληξες, Θρύλε…

  2. ΓΑΛΛΙΑ – Ν. ΑΦΡΙΚΗ 1-2 – Σφύριξε κι… έληξαν! Το χρονικό ενός… προαναγγελθέντος αποκλεισμού «γράφτηκε» το απόγευμα της Δευτέρας, όπου η Νότια Αφρική επικράτησε με 2-1 της Γαλλίας, (….) Αποκλεισμός και για τους δύο.

  3. Δυναμικό μήνυμα έστειλαν χθες 2.000 και πλέον οπαδοί της ΑΕΚ στο συλλαλητήριο που οργανώθηκε πριν από το ματς με τον Αστέρα Τρίπολης στο χώρο του κατεδαφισμένου γηπέδου της Νέας Φιλαδέλφειας.

(…)Το πανό που κυριάρχησε έγραφε... «για να έχω ομάδα - ιστορία - λαό, μία η λύση: Τον πού... ρε από δω»! (…) Στη θύρα 8: «Αφήστε το πλάνο και πάρτε αεροπλάνο» και «μέτοχοι ο λαός: σφύριξε και έληξε».

  1. Αν δεν θέλει σχέση από απόσταση, δεν μπορείς να την υποχρεώσεις. Σφύριξε κι έληξες.

  2. Σφύριξαν κι έληξε ο... γάμος τους. Έπειτα από δύο χρόνια κοινού έγγαμου βίου, η Σκάρλετ Γιόχανσον και ο Ράιαν Ρέινολντς αποφάσισαν να χωρίσουν.

  3. Χθες βράδυ εμφανίστηκαν στο live του X Factor και τραγούδησαν «σφύριξε χαρούμενα μπορείς»... Κι εμείς σφυρίξαμε… κι έληξαν! Η Ντέπυ Γκολεμά έχει πει πρόσφατα ότι οι Καραμεροχαριτάτοι έχουν τελειώσει.

  4. Το τελευταίο και ταυτόχρονα υποδεέστερο Command & Conquer που κυκλοφόρησε ποτέ [για το Command & Conquer 4:Tiberian Twilight]. Με συνοπτικές διαδικασίες, η EA Games «το σφύριξε κι έληξε».»

  5. Μετά από αυτά, Γιώργο, με όλη την αγάπη που σου έχω, σαν παλιός ποδηλάτης κι εγώ, οφείλω να σε προειδοποιήσω πως, αν συνεχιστεί αυτός ο κατήφορος στην Τέχνη, δεν θα αργήσει η ώρα που, όλοι εμείς που πονάμε τον πολιτισμό σ’ αυτή τη χώρα, θα σου πούμε με μια φωνή : «Σφυρίξαμε κι έληξες!!!». Άιντε….

(Όλα απ’ το δίχτυ)

  1. Σφύριξα κι έληξες (Π. Κιάμος – στίχοι: Θάνου Παπανικολάου – μουσική Βασίλης Γαβριηλίδης)

Η συγνώμη είναι για σένα άγνωστη νομίζω λέξη.
Τι είναι πόνος και τι χάδι δυστυχώς τα 'χεις μπερδέψει.
Για τους άλλους είσαι εντάξει, μα για την καρδιά μου είσαι
οπλισμένος δολοφόνος που απλά καταζητείσαι...

Θα 'μουν για σκότωμα αγάπη αν σου έδινα.
Κοίτα για χάρη σου πως ήμουν και πως έγινα.
Πήρες παράταση μα εγκατέλειψες, μην ξαναγυρίσεις...Σφύριξα κι έληξες!!!!

Επειγόντως σε έχω ανάγκη, ουρανό να συναντήσω,
τόσα χρόνια ισοβίτης, έφτασε η στιγμή να ζήσω.
Η φωτιά σου με έχει κάψει, δεν θα την ξαναπατήσω,
μόλις έρθεις για να ανάψει, επιτόπου θα την σβήσω.

Θα 'μουν για σκότωμα αγάπη αν σου έδινα.
Κοίτα για χάρη σου πως ήμουν και πως έγινα.
Πήρες παράταση μα εγκατέλειψες, μην ξαναγυρίσεις...Σφύριξα κι έληξες!!!!

(από sstteffannoss, 28/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας ρηματικός τύπος - ουσιαστικό, κατά τα πρότυπα του «ο γαμάω», «ο σκοτώνω» και δεν συμμαζεύεται.

Η φράση έχει τις ρίζες της στο ποδόσφαιρο, αναφορικά με ένα παίχτη (επιθετικό συνήθως) ο οποίος είναι τεχνίτης της ντρίμπλας, δίνοντας την εντύπωση ότι κανείς αντίπαλος αμυντικός δεν είναι αρκετά ικανός ώστε να τον «κόψει», να του κλέψει την μπάλα.

Συναντάται και εκτός των γηπέδων, περιγράφοντας τον άνθρωπο που ελίσσεται - κυριολεκτικά ή μεταφορικά - το χέλι με λίγα λόγια.

- Κοίτα τι κάνει το φάντασμα! Τους πέρασε όλους μόνος του!
- Σου είπα ότι είναι ο δεν κόβομαι... από τις καλύτερες μεταγραφές!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή η έκφραση αναφέρεται για να δηλώσουμε την υποστήριξη μας σε κάποιον συνομιλητή μας. Είναι προφανές ότι για να το πεις αυτό δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία για την στυτική σου ικανότητα ή τις επιδόσεις σου σε αθλήματα που επιβάλουν τον «στρατιώτη» πάντα ετοιμοπόλεμο. Διαφορετικά αν έχει «λιποτακτήσει» ή υπάρχει καμιά πρώην εκεί που θέλει να σε θάψει, καλύτερα να το αφήσεις διότι το πιο πιθανό είναι να γίνεις ρόμπα και μάλιστα ξεκούμπωτη !

- Ακόμα δεν σου μιλάει το Δεσποινάκι;
- Ρε φίλε, ακόμα δεν μου μιλάει από εκείνη την παρεξήγηση που έγινε με την Ελένη που κοιμήθηκε σπίτι μου, αφού σ'τό 'χα πει κι εσένα, η κοπέλα ήταν άρρωστη και της είπα να έρθει να κοιμηθεί εδώ για παρέα και καθαρά φιλικά. Και δεν με πιστεύει ακόμα. Πες ρε φίλε, εγώ φταίω τώρα που μαλώσαμε;
- Φίλε δεν φταις εσύ, ψωλή μου στη μεριά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπου στα μεσο-τέλη των ογδόνταζ, και πριν επικρατήσει ο όρος βρώμικο, κυκλοφορούσε το αρκουδολουκάνικο, με τον προσδιορισμό αρκουδοαίματος.

Ο όρος δεν επικράτησε, ίσως γιατί ήταν δεσμευτικός σε σχέση με το κρέας που προσφερόταν, ίσως γιατί ήταν δύσκολο να το προφέρεις μέσα στην σούρα, ίσως γιατί το βρώμικο ήταν (και είναι) πιο περιγραφικός όρος.

Προέρχεται από το «Ο Αστερίξ στους Βελβετούς»

- Πάμε Μαρινέρο να τσιμπήσουμε κάτι;
- Δεν πάμε Μαβίλη για αρκουδολουκάνικο;
- Αρκουδοαίματος; Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προσγειώνει σκληρά στην πραγματικότητα κάποιον που δεν διαθέτει την απαραίτητη εγρήγορση (π.χ. κοιμήσης, αργόστροφος κλπ) ή επιδεξιότητα (π.χ. ατσούμπαλος, άγαρμπος κλπ) ή ρώμη (κακαντράκι, φιλάσθενος κλπ) ή εμφάνιση (χλωμός, κουρασμένος κλπ), προκειμένου ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις μιας ομάδας ή παρέας.

Οι περισσότεροι αθρώποι, αγωνιούντες μην χαρακτηρισθούν αποσυνάγωγοι (ξέροντας τί τους περιμένει), μοχθούν ν’ αποδείξουν στην κοινότητα ότι διαθέτουν τουλάχιστον μιαν από τις παραπάνω αρετές επιβίωσης (είτε κραυγάζοντας την ειδίκευσή τους – είτε υποτιμώντας των άλλων). Μερικοί τις καλλιεργούν κιόλας.

Η έκφραση απηχεί την αντίληψη ότι η μαλακία αδυνατίζει και το σώμα και το πνεύμα (το ίδιο κάνει, αλλ’ όχι αντίστροφα).

Η Φύση (και η κοινωνία) ξερνάει τον αδύναμο. Η συμπόνια δεν πασπαλίζει πάντα το ψωμί της ανάγκης.

Πάντως, ο αρχιδεσμοφύλακας ενός ξερονησιού στην Γαλλική Γκυιάνα, πιστός στον Κανονισμό που επιτάσσει ένα minimum ενδιαφέροντος από καθήκον, σύστησε στον Papillon (F.J. Schaffner 1973), να μαλακίζεται όσο το δυνατόν λιγότερο, για να μη ρέψει εντελώς, (δεδομένων των -ούτως ή άλλως- απάνθρωπων συνθηκών) κατά την διάρκεια της διετούς (!) απομόνωσής του, παραβλέποντας ωστόσο, τα καταπραϋντικά ψυχικά ευεργετήματα των κατά μόνας ηδονών...

Βλ. εδώ για την κοινωνικά απαιτούμενη ετοιμότητα και εδώ για τις συνέπειες της έλλειψής της.

  1. - Πάμε το βράδυ στης Νανάς;
    - Πήγαμε!
    - Πάρε και τον Μπάμπη μήπως θέλει να ’ρθει!
    (ο αφηρημένος):
    - Ρε για δεν πάμε καμιά μπουρδελάδα καλύτερα;
    - Από μαλακία έρχεσαι; Τί λέμε τόσην ώρα; Συγκεντρώσου!

  2. - Μην το πειράζεις αυτό, μου το ’φερε ο πατέρας μου απ’ την Αίγυπτο!
    - Κράκ!
    - Ωχ! Σόρρυ μου ’πεσε...
    - Ρε κουλαρία, από μαλακία έρχεσαι; Δεν ακούς που σου μιλάνε;

  3. - Δώσε χέρι ρε ν’ ανέβω στη βάρκα! Δεν μπορώ να κρατηθώ, γλιστράω!
    - Βόηθα τονε ρε μια, να βάλω μπρος!
    - Ωωωωχ! Δε γίνεται ρε, ασήκωτος είναι ο πούστης...
    - Από μαλακία έρχεσαι ρε παράλυτο; Άντε απ’ την άλλη μη μπατάρουμε, θα τονε τραβήξω εγώ...

  4. - Πώς είσαι έτσι ρε, τί μάτια είν’ αυτά; Από μαλακία έρχεσαι;
    - Άσε ρε, ξενύχτησα χτες, έγινα λιώμα και στα ξίδια, γάμησέ τα...
    - Εμένα μου λες; Κόφ’ την πρωϊνή ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον ο οποίος είναι ανάξιος να είναι με τριφασικό κορμί, και είναι σαφές ότι η γκόμενα του ρίχνει. Τότε, λ.χ. όταν την βγάζει σεργιάνι και την επιδεικνύει, λόγω της ασυμμετρίας, είναι σαν να το τραβάει το κορμί, που δεν θέλει, ή έστω σαν να το ταλαιπωρεί. Κρίμα κι άδικο!

Είναι κρίμα ο μπαμπάς σου να τραβά τέτοιο κορμί.
(Στίχος Ημισκουμπρίωνε).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπανεύκολη ρίμα τ. χέρι- μαχαίρι, ως καημός για το ότι δεν έχουμε εμείς (που το αξίζουμε) κάποιο τριφασικό μουνί, αλλά το τραβάει κάποιος άλλος το κορμί, ο οποίος διαθέτει και το μαχαίρι = φαλλικό σύμβολο. Τέτοιοι καημοί έχουν ως επωδό την ελπήδα ότι θα γυρίσει ο τροχός. Κυκλοφορεί και στην λογοκριμένη εκδοχή: Τα κορμιά και τα μαχαίρια.

Στο Δ.Π. υπό Beth.

- Καλά, πού το τραβάει το θεόμουνο ο μπούλης!
- Ας μην είχε τα λεφτά του μπαμπά και σού 'λεγα εγώ...

(από Khan, 26/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται για πτώση κατά μήκος σκαλοπατιών, κυρίως όταν είμαστε στο κατέβασμα.

Συμβαίνει συνήθως από παραπάτημα λόγω βιασύνης, από γλίστρημα, από μπουρδούκλωμα σε αναδιπλωμένο χαλάκι ή ακόμα και λόγω ελαττωματικού σκαλοπατιού.

Ο πιο ήπιος τρόπος να «μετρήσεις» τις σκάλες είναι όταν αυτές είναι πλατιές και ξύλινες ή και έχουν καλά στερεωμένο παχύ χαλί. Ιδιαίτερα επώδυνες είναι οι μαρμάρινες και οι μεταλλικές σκάλες υπηρεσίας (αυτές οι πολύ στριφογυριστές), στις οποίες, στο τελείωμα του «μετρήματος», λόγω του σχεδιασμού τους, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχεις δεθεί κόμπος.

Τέλος σχετικά ήπιες είναι και οι σκάλες των πολυκατοικιών που, αν και συνήθως μαρμάρινες, έχεις δυνατότητα να σταματήσεις στο πλατύσκαλο, ενώ αν και χαρκορίλα, στην πτώση από φορητή αλουμινένια σκάλα εργασίας, δεν χρησιμοποιείται τόσο η παρούσα έκφραση.

(αληθινός διάλογος)
- Ρε φίλε! Τι μελανιές είν' αυτές;!
- Φαίνονται;
- Αν φαίνονται; είσαι μπλε σαν στρουμφάκι! Τι έγινε;
- Ε, να, χτύπησε το τηλέφωνο και βγήκα απ' το μπάνιο γυμνός και με τις σαπουνάδες, φόρεσα τις σαγιονάρες, και όπως κατέβαινα τις μαρμάρινες σκάλες τις μέτρησα κανονικά!
- Και;
- Τι και;
- Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Υπερθετικός του νούμερο, δηλαδή του γελοίου ανθρώπου που εκθέτει τον εαυτό του, και οι άλλοι γελάνε μαζί του, αλλά και λυπούνται για την κατάντια του.

Τώρα αν κάποιος έχει αυτήν την ιδιότητα σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να τον ψάξει ατζέντης και να τον χρηματοδοτήσει κιόλας τότε μιλάμε για περιπτωσάρα.

Γιατί όμως να τον χρηματοδοτήσει; Μερικές περιπτώσεις.

α) Απλώς είναι ένα πολύ σπάνιο και σπουδαίο αξιοθέατο γελοιότητας που πρέπει να προστατευθεί ως mirabilium, αλλά και να του δοθεί η ευκαιρία να εντατικοποιήσει και βελτ(σ)ιστοποιήσει τη νουμεροσύνη του. Όπως λ.χ. το νούμερο των Monty Python που ζητούσε κρατική επιχορήγηση για να κάνει πιο ηλίθιο το «not particularly silly» walk του.

β) Χρησιμοποιείται από τα μουμουέ για να δια-σκεδάσει ο κόσμος. Σε αυτήν την περίπτωση παραλληλίζουμε τον αποδέκτη της ύβρης με όσους πληρώνονται κάτι, έστω ψίχουλα, από ανθρωποβόρες εκπομπές, όπως της Πάνια και άλλα reality shows που συστηματοποιούν την εκμετάλλευση της νουμεροσύνης στον βίο μας.

γ) Για λόγους πολιτικής προβατοκάτσικας. Υποτίθεται είτε από θεωρίες συνωμοσίας, είτε είναι και γεγονός, ότι σε περιόδους κρίσης προωθούνται νούμερα, ώστε με αυτά να αποπροσανατολιστούν οι λαϊκές μάζες από τα πραγματικά προβλήματα του τόπου. Παράδειγμα η Τζουλιάδα με την οποία έκλεισε ο κύκλος της μεταπολίτευσης. Αλλά και πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι το σύστημα χρηματοδοτεί την ανάδειξη νουμέρων ειδικά στους μη συμβατικούς είτε με την καλή εναλλακτική είτε με την ακραία έννοια, πολιτικούς χώρους, ώστε να τους απαξιώνει ως γραφικούς και ο λαός να ακολουθεί την πεπατημένη.

Ο όρος εκφέρεται και ως ύβρη, αλλά και ως περιγραφή.

Στο Δ.Π. υπό Jeanoir.

  1. «Είστε νούμερα χρηματοδοτούμενα!», κατηγορεί το Ελληνικό Μέτωπο ένας αυτοαποκαλούμενος «Ναζί» (7/2), για να εισπράξει την ίδια ακριβώς απάντηση από μέρους της οργάνωσης: «Τα ΜΜΕ τόσα χρόνια πλήρωναν κάποιους να κάνουν φασιστικές δηλώσεις προκείμένου να καλλιεργήσουν το αντίπαλο δέος και να αναγκάσουν τον κόσμο να ψηφίζει συμβατικά-διεθνιστικά κόμματα». (Εδώ).

  2. Ξεπαρθενιάσματα.
    (3) Με ποιον το κάνατε ;
    με την πρωτη μου μακροχρονια σχεση αλλα ήταν νουμερο χρηματοδοτουμενο
    (4) Ήταν αυτό το κατάλληλο άτομο ;
    το καταλληλο ατομο δεν το λες. (Εδώ).

  3. - Να μετατρεπεις την γελειοτητα σε δραμα και ταινια τρομου. Το καταφερε ο ΓΑΠ.
    - Είναι top. Δεν το συζητώ. Κορυφαίο νούμερο.
    - Και τι Νουμερο;;;; χρηματοδοτουμενο!!!!!!! (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει σταθμεύω οποιουδήποτε είδους όχημα (κυρίως τροχοφόρα) σε κατάλληλο (εδώ γελάμε) μέρος.

Ετυμολογικά, προέρχεται από το πρωτο-γερμανικό parrikaz, parrukaz: περίκλειστη έκταση, απ’ όπου προήρθε το φράγκικο parric: μάντρα κι απ’ αυτό το λατινικό parcus, parricus κι απ’ αυτό το γαλλικό parc: μάντρα / στάνη / περίβολος / πάρκο, εξού και το parquer και το ιταλικό parcare.

Επιπλέον χρησιμοποιείται:

1. Συχνότατα σε ρητορικές ερωτήσεις (κι όχι μόνο) όταν αναφερόμαστε σε αντικείμενα κυρίως ογκώδη αλλά γενικότερα δύσχρηστα, βαριά, που δημιουργούν πρόβλημα επειδή δεν χωράνε με την έννοια ακουμπώ / τοποθετώ / βάζω.

2. Με την έννοια του «βγάζω από την κυκλοφορία» / απενεργοποιώ / αποσύρω / «βάζω παράμερα» κάποιον (ή κάτι) επειδή είναι κατώτερος των περιστάσεων / άχρηστος / ελαττωματικός (ο τόπος που τον παρκάρουμε δείχνει τις διαθέσεις μας όσο και τους λόγους μας) μπορεί και για καβάντζα. Μερικές φορές παίρνει χροιά γείωσης σημαίνοντας (επιπλέον) «τον έβαλα στη θέση του».

3. Σαν προτρεπτική προστακτική: «Παρκάρισε» σημαίνει κάτσε / βολέψου / άραξε / άραξε την πέτσα σου / χύσου. Υπονοείται ταυτόχρονα (από το σβήσιμο της μηχανής): χαλάρωσε / κουλάρισε.

4. Όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπα:

  • παρατάω / εμπιστεύομαι σε κάποιον άλλον (ακριβώς όπως περιγράφει ο υπερσένιος έτερος ορισμός της ironick).
  • με την έννοια του χειραγωγώ/φέρνω κάποιον εκεί που θέλω (όπως όταν δίνω οδηγίες στον οδηγό για να παρκάρει). Το κάνουν αυταρχικά σε άβουλα άτομα ή μεγαλύτεροι σε μικρότερους ηλικιακά ή φορείς μιας κάποιας εξουσίας σε εξουσιαζόμενους πολλές φορές σε σημείο να τους σπαν τ’ αρχίδια.
  1. «…Μωρέ καλός είναι, αλλά άντε και τον αγόρασες, πού τον παρκάρεις; Άσε, καλύτερα με τον πέντιουμ σου λέω...! Εκτός και αν του βάλεις ένα σεμεδάκι και βάλεις την τηλεόραση πάνω, τότε το συζητάμε, μπορεί και να αξίζει...»
    (αναφέρεται στη προσφορά ενός IBM – τέρατος των 15000 ευρώ)

  2. «…Όταν ανέλαβε ο Γκέρσον κουβάλησε στον Πειραιά το δικό του επιτελείο και ο Χατζηχρήστος μάζεψε τα μπογαλάκια του και επέστρεψε στον Πανιώνιο. Προϊόντος του χρόνου, αποδείχθηκε το μέγεθος του λάθους: ο Κοβάλσκι δεν τραβάει ιδιαίτερο ζόρι, ο Σχορτσιανίτης τα φόρτωσε στον κόκορα, ο Γκέρσον μουλάρωσε και τον... παρκάρισε στον πάγκο και στην εξέδρα…»
    (απ’ το δίχτυ και τα δυο)

  3. -‘Σπέρα!
    -Καλώς τ’ αρχίδια μας. Τα μπιρόνια;
    -Εεεδώ!!
    -Παγωμένα;
    -Πάντα!!
    -Τσάκω τα και παρκάρισε. Όπου να ‘ναι αρχίζει.

  4. «…Παρκάρει το παιδί του στην τηλεόραση και το κάνει χαζό.
    Όταν το παιδί γίνει χαζό βρίζει τους καθηγητές του σχολείου και κλαίγεται που το στέλνει φροντιστήριο (…).
    Παρκάρει τους γέροντες γονείς του στο γηροκομείο γιατί ο/η προκομμένος/η που διάλεξε για σύζυγο δεν τους θέλει στο σπίτι. Και αν τους θέλει στο σπίτι είναι επειδή έχουν καλή σύνταξη. (…) Παρκάρει τις σχέσεις του με το άλλο φύλο στο βόθρο. Ε, δε μου 'κατσε αυτός/η, θα πάω με τον άλλο/η…»
    (απ’ το δίχτυ)

  5. –Γειάαα!
    -Α! ήρθες; Βγάλε αμέσως τα παπούτσια!! Το μπουφάν στην κρεμάστρα! Θυμήθηκες να φέρεις ψωμί;
    -Νάτο.
    -Στην ψωμιέρα. Πλύνε τα χέρια σου πρώτα! Να φορέσεις την άσπρη φόρμα τώρα που θα ξεντυθείς καλά;
    -Καλά. -Και πήγαινε στο πίσω δωμάτιο γιατί έχουμε δουλειά εδώ. Και το πισί κλειστό.
    -Πάω.
    -Φίλησες τη γιαγιά;
    -Ματς….Σμπαμ!
    -Τώρα θα μου πεις τι καταλαβαίνεις που το παρκάρεις έτσι το παιδί;
    -Εσύ δουλειά σου.

  6. –Αχ!!!..Ααχχ!!!
    -Κούκλα μου;… λίγο πιο αριστερά…
    -Ε; …εντάξει;
    -Ναι! Ναι!
    -Μμ!!..Μμμμμ!!
    -Τώρα λίγο δεξιά... -( !;@!;;@ )…εντάξει;
    -Ω!! ναι!!
    -Α! αα!
    -Έλα λίγο πιο κάτω...
    -Να σου πω; Να με πηδήξεις θέλεις ή να με παρκάρεις;
    (προσαρμοσμένο από το δίχτυ -για το χαβά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified