Selected tags

Further tags

Ο τσιγκούνης, αυτός που δεν αφήνει τα λεφτά να φεύγουν από πουθενά... (ιδιότητα της τσιμούχας σαν αντικείμενο είναι να εμποδίζει τις διαρροές, εξ ου και ο όρος τσιμούχα /τσιμούχας).

  1. - Πάμε για κάνα καφέ ρε μλκ;
    - Μπα ρε συ, δεν έχω λεφτά...
    - Μια ζωή αυτό λες... Είσαι πολύ τσιμούχας τελικά!

  2. - Με έκανε παζάρια για 1 ευρώ, το πιστεύεις;!;!
    - Καλά, δεν ξέρεις τι τσιμούχα είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει έναν πολύ τσιγκούνη άνθρωπο και μικρόψυχο ψιλικατζή. Επειδή στο περίπτερο οι τιμές είναι οι πλέον φιξ, και αρκετά μικρές, (συνήθως), φανταζόμαστε κάποιον που λ.χ. διαπραγματεύεται την τιμή της τσίχλας.

Πάσα: Χότζας.

- Σε ακριβό εστιατόριο μας κάλεσε για την γιορτή του ο Σπύρος. Ελπίζω τουλάχιστον να μας κεράσει...
- Πας καλά; Αυτός κάνει παζάρια με τον περιπτερά... Νά 'μαστε ευχαριστημένοι αν δεν μας βάλει να πληρώσουμε και τα δικά του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι και πολύ τσιγκούνης όμως!

Φράγκα+φόνος.

Κανονικά θα σήμαινε ότι κάποιος είναι πολύ σπάταλος και «σκοτώνει», δλδ ξοδεύει τα φράγκα, αλλά έχω δύο εξηγήσεις:

Α: Το λέμε ειρωνικά
Β: Σκοτώνει τον σκοπό των χρημάτων, δλδ να τα ξοδεύσουμε.

(βλ. και φραγκοκίλερ, φραγκοκτόνος, ταλιροφονιάς)

Το λήμμα ήταν μια προσφορά στο δημόσιο πρόχειρο.

Καλά μιλάμε ο Γιάννης πολύ φραγκοφονιάς! Στα γενέθλιά του μας κέρασε γκαζόζες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, baiocco (από τα ιταλικά) ήταν παλιό μπακιρένιο παπικό νόμισμα μικρής αξίας.

Σημαίνει:

  1. τα «ψιλά» νομίσματα εξού «…τα ψιλά τα λέω μπαγιόκο…» που αναφέρει ο Πέτρος Κυριακός στο Λεξικό του μάγκα, που ειρωνικά κατέληξε να σημαίνει

  2. χρήμα, μεγάλο ποσόν χρημάτων, κομπόδεμα (εξού και μπαγιοκλής: ο παραλής), πακέτο από λεφτά, και (σήμερα) κρατική ή ευρωπαϊκή επιδότηση / επιχορήγηση.

  3. «Τα λεφτά της καβάντζας, τα κρυμμένα για κάθε ενδεχόμενο χρήματα» (κατά Ζάχο).

Όμως συχνότατα όποτε μιλάμε για μπαγιόκο υπονοείται μια συνδιαλλαγή παράνομη με διεφθαρμένο, ή (και) διαπλεκόμενο υπάλληλο / μεσάζοντα οπότε είναι:

  1. το χρήμα για το λάδωμα / το γράσο / τα «μετρητούλια», το αντίτιμο μιας παράνομης μεσιτείας / μεσολάβησης. Εξού και το: «δε θέλει κόπο, θέλει μπαγιόκο». Μιλάμε δηλαδή για μαύρα / μαύρο χρήμα.

  2. Το μπαγιόκο αυτό καθ' αυτό, παλιότερα, δεν ήταν υποχρεωτικά σε χρήμα: στο «Είσαι φάντης» του Ασίκη προφανέστατα εννοείται (ή θα μπορούσε να είναι): η προίκα (βλ. πχ ).

  3. Κι η άχρηστη σχετική πληροφορία της ημέρας: ο Ντάβιντε Μπαγιόκο είναι Ιταλός ποδοσφαιριστής (μέσος) που (τώρα) ανήκει στην Μπρέσια.

2α. Όλα γίνονται για το μπαγιόκο. (από το δίχτυ)

2β. «…Ο ΟΑΕΕ δεν έχει μπαγιόκο να πληρώσει τις συντάξεις και τα δώρα του Απριλίου,…» (από μπλογκ)

2γ. «…Οι τράπεζες, που ενθυλάκωσαν το μπαγιόκο της στήριξής τους, ούτε άνοιξαν τους κρουνούς της χρηματοδότησης ούτε σκέφτονται να προχωρήσουν σε κάποιο πρόγραμμα αναχρηματοδότησης…» (από το δίχτυ)

4α. «…Αν δεν έχει λαλά και μπαγιόκο απ' τα δημοτικά έργα, γιατί να κατέβει ο άλλος να διεκδικήσει τον δήμο; Για να παίρνει (ούτε) τρία χιλιάρικα τον μήνα και να τον βρίζουν όλοι,…» (από άρθρο εφημερίδας)

4β. «…Δεν έχω πρόβλημα να πληρώνω φόρους, άλλωστε σε έλεγχο του ΣΔΟΕ, με αποκάλεσαν μακάκα γιατί δεν κρύβω τίποτα. (τους χάλασα το γλυκό, δεν είχε μπαγιόκο για να διαπραγματευτούμε..)» (αγορασμένο)

  1. ΕΙΣΑΙ ΦΑΝΤΗΣ (τραγούδι του Γρηγόρη Ασίκη. Τραγουδά η Ρίτα Αμπατζή)

Ε ρε, κι εγώ που διάλεξα εσένα το μπερμπάντη
και μου ξηγιέσαι πονηρά, σε κόζαρα, ρε φάντη!
Στο σορολόπ μου το ΄ριξες, βρε ψευτοπονηράκια
και σ΄ έχω κάνει τσακωτό με κάτι κοριτσάκια.
Μου κάνεις το κορόιδο κι όλο μου λες, “τί τρέχει;”
και να σε φτύσω αλλού κοιτάς, σου φαίνεται πως βρέχει.
Ίσα, ρε φάντη!
Και πως με εκατήντησες, κοπέλα σα νταρντάνα
και το μπαγιόκο μού ΄φαγες, βρε ψευτοαρπαγάνα.
Μα ΄γω κρατάω πισινή και δε θα σου περάσει
και ξαφνικά θα το ιδείς η μπόμπα που θα σκάσει.

Γειά σου, βρε Ρίτα, μάγκισσα!/ Γειά σου, Σαλονικιέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ελεγκτής της τρόικας. Πληθ. οι τροϊκανοί.

Μάλλον προέρχεται από τους Μοϊκανούς που είναι σε κυνήγι scalp στην Αθήνα.

Ακούγεται από δημοσιογράφους της τηλεόρασης.

ΕΛΛΗΝΕΣ πολιτικοί:

Σύρμα μάγκες οι τροϊκανοί έρχονται αύριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διακοσάευρα. Άκουσα και το «χλεμπονιάρικα» και το κίτιρινα. Λέγεται από ταμίες χοντρών κι όχι λιμών.

Ήδη αναφέρονται αλλού τα μωβ, τα πράσινα και τα γιοφύρια. Για τα κατοστόευρα άκουσα το «λαχανιά», αλλά επιφυλάσσομαι κάργα.

- Σκανάρησες τα κίτρινα;
- Στάκα να ξεμπερδέψω με τα μωβ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της αργκό. Το χρήμα, τα λεφτά. Προέρχεται από τα γνωστά 30 αργύρια.

Όταν βγήκαν οι λάμες ο αργύρης ήρθε με τη μια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει πολλά λεφτά, τα κάνει μασούρια:

α) για μεγαλύτερη ασφάλεια και τσιγκουνιά (τα κουβαλάει μαζί του)
β) για εξοικονόμηση χώρου (ώστε να χωρέσουν και οι αυριανές εισπράξεις).

  1. Καλά ρε, δανεικά σου ζήτησα, αν θέλεις μη δίνεις... κάν' τα μασούρια.

  2. Πω πω, αυτός βγάζει τόσο χρήμα, που το βράδυ κάνει μασούρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τραπεζική αργκό, εκ του γαλλικού position που σημαίνει θέση. Ο γαλλικός όρος έχει αρχίσει να υποχωρεί υπέρ του ελληνικού (και καλά κάνει) αλλά λέγεται ακόμα από αρκετούς παλιούς τραπεζικούς.

Ποζισιόν είναι η ποσοτική και ποιοτική κατάσταση των λογαριασμών ενός πελάτη στην τράπεζα. Συνεκδοχικά χρησιμοποιείται περισσότερο: είναι η συνοπτική αποτύπωση αυτής της κατάστασης των λογαριασμών σε μια εύληπτη παρουσίαση, ιδανικά σε ένα φύλλο χαρτί. Χωρίς πολλές λεπτομέρειες, αλλά με τον αριθμό, το είδος και το υπόλοιπο των λογαριασμών μόνο, την ημερομηνία αναφοράς, άντε και βασικά στοιχεία για τα τυχόν καλύμματα (προσημειώσεις, υπέγγυες επιταγές κλπ). Κλασικό απαιτούμενο για κάθε χορηγητική (δανειακή) απόφαση της τράπεζας.

Ο ελληνικός όρος θέση είναι ευρύτερος και συμπεριλαμβάνει διάφορα χρηματοπιστωτικά και χρηματιστηριακά φαινόμενα που, και να τα ήξερα, νομίζω πως είναι ακόμα λιγότερο καταχωρήσιμα.

  1. Ορολογία στο μπαλέτο. Η συγκεκριμένη θέση του σώματος του χορευτή όταν ξεκινά ή ολοκληρώνει μια κίνηση. Στο κλασσικό μπαλέτο υπάρχουν πέντε βασικές ποζισιόν. Βλ. εδώ.

  2. Στην «πολ ποζισιόν» (pole position), την πρώτη θέση εκκίνησης δηλαδή στην φόρμουλα. Πολύ συχνότερα, βέβαια, λέγεται με την αγγλική προφορά (πολ ποζίσιον).

  3. Στην «ποζισιόν ντιφισίλ» (position difficile), γαλλοπρεπής τρόπος να πεις δύσκολη θέση.

  1. - (Ε ρε γκαύλες ο δικός σου να έρθει πρωινιάτικα στην τράπεζα) καλημέρα σας, τι θα θέλατε;
    - Είστε ο διευθυντής;
    - Ναι, παρακαλώ.
    - Επιθεώρηση. Άνοιξε το χρηματοκιβώτιο για καταμέτρηση, βγάλε καταστάσεις συμφωνίας ταμείου και πες στις χορηγήσεις να ετοιμάζουν φακέλους.
    - (Και το είδα το όνειρο) Όριο ελέγχου κύριε επιθεωρητά;
    - Όλους, αλλά γι’ αυτήν τη βδομάδα τους πελάτες από ένα εκατομμύριο και πάνω. Κάθε χορήγηση με την ποζισιόν της από πίσω και τα παραστατικά, μην ψάχνω σε χαρτιά και χαρτάκια.
    - Μάιστα (πάνε τα επόμενα διακόσια σαββατοκύριακα...)

2α. Από εδώ:

Ο αλαλάζων ήταν ένας νέος που θα μπορούσε να είναι ο πρόεδρος της Ένωσης Σπασικλακίων Ελλάδος, με γυαλιά που είχαν να καθαριστούν από τις προηγούμενες εκλογές, παντελόνι πάνω από τον αφαλό, μπλούζα επιμελώς βαλμένη μέσα από το παντελόνι και πέλματα σε γωνία 180 μοιρών με τις φτέρνες ενωμένες (πρώτη ποζισιόν για όσους ξέρουν από μπαλέτο).

2β. Από εδώ:

Καλά, εσύ αν έχεις μπιροκοιλιές και σώμα σαν το μεγάλο ρεμάλι και μπορείς να εκτελέσεις μία σωστή ποζισιόν στο μπαλέτο εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις.

  1. Από εδώ:

Ο μεγάλος άτυχος του πρώτου αγώνα ήταν ο Δανός Κάσπερ Άντερσεν με την ομάδα της Μίντζλαντ, ο οποίος ενώ είχε ξεκινήσει από την πολ ποζισιόν, έχασε την πρώτη θέση όταν η ομάδα του καθυστέρησε στον ανεφοδιασμό καυσίμων κατά τη διάρκεια του pit stop.

  1. Από εδώ:

Λέω ό, τι αισθάνομαι, σε σημείο που μπορεί να φέρει καποιους σε ποζισιόν ντιφισίλ. LOL!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρά τραπεζική αργκό, εκ του γαλλικού valeur που σημαίνει αξία, από τότε που οι Γάλλοι επηρέαζαν μεγάλο τμήμα της οικονομικής, πνευματικής αλλά και καθημερινής (βλ. ορολογία αυτοκινήτου) ζωής στην Ελλάδα.

Καθόλου βρώμικη λέξη ή λέξη της πιάτσας, αναφέρεται αυτούσια σε πλείστα έγγραφα, τραπεζικά αλλά και νομοθετικά· θεωρώ ωστόσο ότι η παρασπονδία της καταχώρησής της συγχωρείται από την μη εκτεταμένη χρήση ελληνικού αντίστοιχου όρου, την ιδιομορφία της ίδιας της έννοιας αλλά και το γεγονός ότι αφορά όλους (μα όλους) τους πελάτες τραπεζών.

Βαλέρ είναι η ημερομηνία αξίας μιας συγκεκριμένης καταχώρησης σε έναν λογαριασμό, η οποία συχνά διαφέρει από την πραγματική ημερομηνία της πράξης. Αξία εδώ σημαίνει την παραγωγή αποτελεσμάτων - πριν από την επέλευση αυτής της ημερομηνίας το καταχωρηθέν ποσό εμφανίζεται μόνο λογιστικά, σαν φάντασμα, χωρίς να επηρεάζει κατ’ ουσίαν τον λογαριασμό. Με νομικούς όρους, άλλες φορές παραμένει υπό αίρεση (δηλαδή με την προϋπόθεση ότι θα συμβεί ή δεν θα συμβεί ένα γεγονός) και μετά είτε «επικυρώνεται» είτε ανατρέπεται («αντιλογίζεται») και άλλες φορές παραμένει υπό προθεσμία (ως δικαίωμα ή υποχρέωση που περιμένει να «ωριμάσει»).

Πάμε κατευθείαν σε παραδείγματα για να μην χαθούμε:

  • Σύμφωνα με τα μέχρι πρότινος ισχύοντα, αν καταθέσω σήμερα μετρητά στον λογαριασμό μου, αυτά θα αρχίσουν να τοκίζονται από αύριο. Από αύριο, επίσης, θα μπορώ να τα αναλάβω (να τα «σηκώσω»). Μέχρι αύριο θα φαίνονται στο υπόλοιπο αλλά όχι στα «διαθέσιμα» του λογαριασμού. Εδώ έχουμε βαλέρ επομένης (ενν. εργάσιμης ημέρας).
  • Αν καταθέσω προς είσπραξη μια επιταγή που μου έδωσε κάποιος (π.χ. ένας πελάτης μου) σήμερα στην τράπεζα που γράφει πάνω η επιταγή, θα συμβεί το ίδιο με το προηγούμενο παράδειγμα (εκτός κι αν είναι πέτσινη). Αν την καταθέσω σε άλλη τράπεζα, όπως έχω την επιλογή χάρη στο σύστημα ΔΙΑΣ, η βαλέρ θα είναι δύο ημερών (εκτός από επιταγές μερικών συνεταιριστικών τραπεζών και επιταγές εξωτερικού).
  • Αν καταθέσω χρήματα στον λογαριασμό της πιστωτικής κάρτας ή δανείου, η βαλέρ κανονικά θα πρέπει να είναι επομένης το αργότερο. Αυτό σημαίνει ότι και με την τσίμπλα στο μάτι να πάω στο κατάστημα για να πληρώσω, τους τόκους εκείνης της ημέρας μάλλον θα τους χρεωθώ.

Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, η βάση της πρακτικής αυτής είναι δίκαιη και εύλογη - οι δόλιες καταχρήσεις της είναι που λειτουργούν σε βάρος των πελατών. Πιο συγκεκριμένα:

Στην περίπτωση της κατάθεσης μετρητών η αξία τους γίνεται μετρήσιμο μέγεθος για την τράπεζα κατά το κλείσιμο του ταμείου. Πολύ σχηματικά, κατά τις πέντε το απόγευμα, η Διεύθυνση Λογιστικού θα πει στα μεγάλα κεφάλια «μάγκες τόσες καταθέσεις έχουμε αυτήν τη στιγμή». Τότε μόνο μπορεί η τράπεζα να διαχειριστεί (εκμεταλλευτεί) τα ποσά αυτά. Για τις επενδυτικές ενέργειες της τράπεζας η μέρα έχει, θεωρητικά, χαθεί ως προς τα χρήματα που βάλαμε το πρωί - την άλλη μέρα θα μπορέσει να τα τοποθετήσει όπου επιλέξει. Εδώ έχουμε την προθεσμία που λέγαμε. Να σημειωθεί ότι εδώ έγκειται η δεύτερη μετάφραση του όρου: τοκοφόρος ημερομηνία.

Αλλά και στην περίπτωση της επιταγής υπάρχει λογική, μόνο όμως στο σκέλος της κατάθεσης π.χ. μιας επιταγής Eurobank σε λογαριασμό Alpha. Η πρώτη τράπεζα δεν μπορεί να ξέρει νωρίτερα από μεθαύριο για το αν μια επιταγή έχει αντίκρυσμα, καθώς τόσο κάνει το σύστημα ΔΙΑΣ να απαντήσει, επομένως ούτε να δώσει τα λεφτά μπορεί (εκτός αν τα δανείσει, άλλο εκείνο) ούτε να τοκίσει, αφού περιμένει να δει αν θα πληρωθεί ή όχι. Πολλοί καημένοι τραπεζικοί έχουν πληρώσει είτε από την τσέπη τους είτε με πειθαρχικά και απολύσεις επιταγές που από ευπιστία ή απροσεξία κατέθεσαν με βαλέρ συντομότερη απ’ ό,τι έπρεπε, μόνο για ν’ αποδειχθεί ότι η φάση ήταν στημένη: επέστρεψε απλήρωτη και ο κομιστής είχε ήδη σηκώσει το ποσό και εξαφανιστεί. Εδώ κολλάει και η έννοια της αίρεσης.

Βαλέρ υπάρχει σε πολλές συναλλαγές, π.χ. με συναλλάγματα κλπ. Μια ενδιαφέρουσα χρήση της λέξης είναι για την ημερομηνία κατά την οποία αποκτά επίπτωση μια μη χρηματική μεταβολή, εκτός λογαριασμών κλπ. Βαλέρ είναι η (συνήθως πλασματική) ημερομηνία ενός βαθμού στην επετηρίδα των τραπεζικών υπαλλήλων. Αν για παράδειγμα πάρω το πτυχίο μου τον Ιούνιο, τα βαθμολογικά και μισθολογικά οφέλη μπορεί να ξεκινήσουν αναδρομικά από την αρχή του έτους. Τότε λέμε ότι «έγινα λογιστής Β’ με βαλέρ Ιανουαρίου».

Ελληνοποιημένα παράγωγα: βαλεριακός (επίθ.), βαλεριακά (επίρ.).

Συγγνώμη για το μέγεθος, ελπίζω να ήμουν κατατοπιστικός. Διαβάστε επίσης: πληροφορίες ενός insider, έγγραφο της ΤτΕ, συνοπτική πληροφόρηση της www.dolceta.eu.

  1. Από εδώ:

Μόλις σήμερα παρατήρησα πως η Τράπεζα **** δεν έχει βαλερ στις καταθέσεις... ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑΝ!

  1. Από εδώ:

- H valeur έχει να κάνει με το από πότε τοκοφορεί το ποσό που έβαλες, το λεγόμενο βαλεριακό υπόλοιπο ότι το διαθέσιμο. Συνήθης πρακτική είναι και στην κατάθεση και στην ανάληψη να έχουν valeur την επόμενη εργάσιμη. Αν το σύστημά τους έχει μπερδέψει το βαλεριακό με το διαθέσιμο, τότε απλά είναι για τα μπάζα, αλλά και έτσι να είναι δεν θα δει το σύστημά τους ότι υπάρχει υπόλοιπο την επόμενη μέρα για να τραβήξει το υπόλοιπο ; Τσέκαρέ το όμως, σίγουρα δουλεύουν έτσι ;
- Η ***** όντως έχει αυτό το κακό. Αν κάνεις κατάθεση χρημάτων, αυτά είναι διαθέσιμα την επόμενη ημέρα (όχι απαραίτητα εργάσιμη). Έχει δηλαδή 24ωρο βαλέρ κατά το οποίο τα χρήματα δεν είναι διαθέσιμα αλλά λογίζονται μόνο ως λογιστικό (και όχι διαθέσιμο) υπόλοιπο. Στη μόνη περίπτωση που είναι άμεσα διαθέσιμα τα χρήματα είναι αν γίνει μεταφορά από τρίτο στην ίδια τράπεζα.

  1. Από εδώ:

Την ερχόμενη Τρίτη θα πληρωθούν μέρος των οφειλομένων οι εργαζόμενοι στον Καλλιτεχνικό Οργανισμό του Δήμου Βόλου. Τελικά δεν πληρώθηκαν χθες επειδή το ποσό των 150.000 ευρώ κρατήθηκε για δύο ημέρες, «βαλέρ», από την τράπεζα.

Σ.σ.: Τα ονόματα των τραπεζών έχουν λογοκριθεί γιατί με τον ν. 3862/2010 τα δεδομένα άλλαξαν και οι τράπεζες, θέλουν δεν θέλουν, ήδη συμμορφώνονται (λέμε τώρα), κάνοντας επίφοβη για το σάιτ την ανάρτηση παλαιών πληροφοριών. Καμία σχέση δεν έχει ότι διαθέτουν στρατιές δικηγόρων. Όποιος επιθυμεί περαιτέρω πληροφορίες επισκέπτεται τις παραπομπές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified