Τεχνικός όρος στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, για τις δύο βασικές υπηρεσίες που προσφέρει μια κορασίς σε ένα στριπτητζάδικο. Το θέμα έχει περιγραφεί επαρκώς στο λήμμα «χορός, ο». Απλώς, να πω ότι ο τεχνικός όρος του φαινομένου είναι «πουτό-χουρός», όπως το προφέρουν με βαριά ανατολική προφορά οι κορασίδες. Και πως υπάρχει ένα δίλημμα ποια από τις δύο υπηρεσίες θα προτιμήσει ο στριπτητζόφιλος, αν και τις δύο, με ποια σειρά κ.ο.κ. Με λίγα λόγια το «πουτό-χουρός» υπήρξε το μεγάλο δίλημμα του Νεοέλληνα στα '90ς και '00ς, όπως το «Κιθαρίστας ή ντράμερ;» του Γιοκαρίνη το μεγάλο δίλημμα των '80ς.

Γενικά, είναι αξιοσημείωτο ότι ο χουρός είναι πιο φτηνός, και με κάτι εξτρά περιλαμβάνει και το περίφημο φραπέ. Ενώ το πουτό είναι γενικά πολυέξοδο και άχρηστο. Οπότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει δίλημμα. Πλην πολλοί το σκέφτονται σύμφωνα με την αρχή του Αριστοτέλους ότι ο σκοπός κάθε όντος είναι η ειδοποιός διαφορά του. Και το πουτό είναι ακριβώς η ειδοποιός διαφορά του στρηπτιτζάδικου απ' το μπορντέλο (που θα μπορούσες εξαρχής να είχες πάει). Οπότε γενικά το δίλημμα παραμένει, ή μπορεί να λυθεί πραγματώνοντας και τα δύο σκέλη, εις βάρος βέβαια της τσέπης.

Συνώνυμα: «Κεράσει πουτό καυλιάρη;» (εντάξει, λέγεται μόνο από τις πλέον χυδαίες και ανένταχτες των κορασίδων, απλώς έχει μείνει ως πάγια έκφραση).

Τα κορίτσια όμορφα αλλά λίγο με υφάκι και σπασαρχίδες για να τις πάρει κάποιος με το ζόρι για χουρό ή πουτό.
(από το γνωστό bourdela.tv)

Λίλιαν! (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πουτάνα, το πουταναριό η καριόλα, η πληρωμένη, η τροτέζα, το πουταναριό, η ξεμπουρδελεμένη.

- Ρε Μήτσο, εκείνη την Ουκρανή τη μουνάρα την κανόνισες τελικά ρε;
- Άσε ρε με την πόρνη. Πήγα την άλλη μέρα στην παραλία και την είδα να γαμιέται μ' έναν καριόλη. Μη μου το θυμίζεις.

(από patsis, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της μπουρδελιάρικης ιδιολέκτου. Προκύπτει από τα στρίπερ (stripper), τρύπα και τρίπα- τριπάκι. Πρόκειται, επομένως, για την χορεύτρια σε στριπτητζάδικο, το παιδί του σωλήνα. Γράφεται και ως τρύππερ, τρίπερ, τρίππερ.

Κατ΄ αρχήν, ανταποκρίνεται στην ανάγκη χάλκευσης ενός όρου που να αντιστοιχεί στην ελληνική πραγματικότητα. Το γαλλικό στριπτιζέζ είναι μπαμπαδοπαππουδισμός που θυμίζει Belle Epoque και Toulouse-Lautrec. Το stripper είναι αμερικλανιά που θυμίζει Demi Moore και Las Vegas. Παραπέμπει σε κιτσογκλαμουράτο αφραπάζ με βλαχάρες Αμερικάνες σιλικονάτες, και όχι στο περιβάλλον φτωχού πλην τίμιου φραπενέ με βιοπαλαίστριες που μοχθούν για το φραπέ ημών το επιούσιον (μιλάμε εξάλλου για τελείως διαφορετικούς σωματότυπους από τα αμερικανικά ευαγή ιδρύματα, συνήθως κυριαρχούν ουκρανάιζερ και τσοκολάτες και όχι οι Αμερικλανοειδείς μπαγκατέλες). Βεβαίως το χορεύτρια είναι υπερβολικά ευφημιστικό, το λικνιτζού λόγιο και το παιδί του σωλήνα άβολο. Οπότε έχει πλέον καθιερωθεί ως κυρίαρχος όρος το τρύπερ, τουλάχιστον στο γνωστό μπουρδελοσάη.

Δεν μπορώ να αποφύγω την ντιριντάχτα προσπέλαση του όρου. Όταν η στρίπερ ορίζεται ως φραπεδιάρα ορίζεται από αυτό που προσφέρει, από την ανάγκη ή, έστω, την κατάφαση. Όταν ορίζεται ως τρύπερ ορίζεται από αυτό που δεν προσφέρει, από την ουτοπική επιθυμία.

Πράγματι, η τρύπα είναι το μόνο που δεν προσφέρει μια στρίπερ. Μπορεί να επιδαψιλεύει φραπέ, ποδοφραπέ, βυζομαλακία, σε οριακές περιπτώσεις μπουκιτσί (με την κρίση βέβαια όλα επαναδιαπραγματεύονται), γκουφουέ γλωσσόφιλα, και γενικά να βγάζει μια διαθεσιμότητα σε όλο το σώμα πλην του αιδοίου. Συνήθως, αν δεν πρόκειται για full nude ούτε καν το δείχνει. Το αιδοίο της κωλοτριβάδος, λοιπόν, καθίσταται κυριολεκτικά η μαύρη τρύπα, που ρουφάει αλλά και συνιστά την αλυσιτελή και πολυδάπανη επιθυμία του στριπτητζόφιλου. Με όρους του Roland Barthes, θα έλεγα ότι το φραπέ είναι το studium, ενώ η τρύπα είναι το punctum της λικνιτζούς, η οποία ορίζεται από την ουτοπία (γαμήσι με στρηπτιτζού) την πυροδοτούσα το τριπάκι της διαλεκτικής της επιθυμίας.

Για τον Έλληνα αγαπούλη, πρόκειται πραγματικά για τριπάκι και όχι μόνο για χαβαλέ ή για κολακεία του ανδρικού εγωισμού, όπως στην Εσπερία, ή για μπριζόλιασμα όπως αλλού. Ο Έλληνας κυνηγάει την τρύπα της τρύπερ και αυτή έχει εκπαιδευτεί σε μία διαλεκτική όπου πάντα τάζει όλο και κάτι περισσότερο για να κρατάει τον αγαπούλη στην πρίζα, ενώ η τρύπα ολοένα και αναβάλλεται. Νταξ μπορεί και να γαμήσεις στρηπτιτζού αν είσαι ωραίος, πλούσιος και στυλάτος, όπερ άτοπον, γιατί τότε δεν θα είχες πατήσει στο φραπενείο ιν δε φερστ πλέης. Ή αν την πρήξεις τόσο πολύ, ώστε στο τέλος αυτή (και το μαγαζί από πίσω) να ενδώσει στο στυλ, «άντε να σου κάτσω, να δούμε ρε μαλάκα επιτέλους τι θα καταλάβεις», όπερ ξυνουσία τις ξινή. Ο αμετανόητος, ωστόσο, στρηπτιτζόφιλος δεν χαλιέται, αφού η τρύπερ του έδωσε το ωραίο τριπάκι (για να παραφράσω τον Καβάφη). Υπάρχει, εξάλλου, πάντα και το Μετάξι για σβήσιμο.

Καβουρευθέντα στον βούρκο εγκρίτου μπουρδελοσάη:

  1. - Το γεγονος ειναι οτι οι περισσοτεροι εχετε δημιουργησει ενα στερεοτυπο για τις στριπερ. Εχετε αποδωσει χαρακτηριστικα σε αυτες και τις εχετε ομαδοποιησει. [...] Αλλο πραγμα οι Ρωσσιδες, Ρουμανες κλπ που εχουν στον χορο 2-3-5 χρονια και παραπανω. Αλλο η τρυπερ που δουλευει σε μαγαζια τυπου Ανατολη- Λιντο - κουκλες. Και αλλο η τρυπα που ερχετε απο Εσθονια- Λετονια κλπ εχει μαξιμουμ 1-2 μηνες εμπειρια και δουλευει σε ποιο χαλαρα μαγαζια. Οχι οτι οι δευτερες ειναι αθωες. Αλλα δεν εχουν αποκτησει ακομα την εμπειρια και το στυλ ψυχρου εκτελεστη.
    Στην πρωτη περιπτωση για να παιξεις και να επιβιωσεις οι πιθανοτητες ειναι μικρες. Και θελει γερα αντερα για να μπορεσεις να τα βγαλεις περα.
    Αλλο το επιπεδο δυσκολιας να παιξεις με τρυπερ εμπειρη (ΠΧ Ρουμανα με 3 χρονια στα κωλομπαρα) και αλλο με τρυπερ που εχει ερθει μεσω πρακτορειου και δεν ξερει ακομα πως να παει απο το παγκρατι στο συνταγμα.

- Τρύπερς, η λέξη τα λέει όλα. Τα λοιπά περί νύχτας, μέρας, απογεύματος, κατηγορίες, λίγκες κλπ τα προσπερνώ. Πληρώνονται για να δείχνουν κώλο και βυζιά (και παραπάνω...), το ίδιο κάνει είτε το κάνουν 3 χρόνια ή μέσω πρακτορείου και δίμηνα ανά περιοχή.

  1. οι τρυπερ σου βγαζουν τα κυνηγετικα σου ενστικτα..
    ως γνωστον του κυνηγου & του ψαρα το πιατο,σπανιως γεμιζουν..

  2. προφανως εχεις μπουκωσει απο την ελλειψη τρυπεροθεαματος..

  3. οχι ρε..το εχω κοψει πλεον..εχω κανει ταμα στην αγια τρυπερ την σωληνου,να ξαναγαμησω οταν ξανασηκωσουμε κουπα..

  4. άντε μη σε βάλω κ πληρώσεις κ τα τρυπεροκεράσματα...(τα σεμνά..μη φοβάσαι, δε θα σε φαληρίσω...

Ημερήσιος τρύπερ (από allivegp, 02/01/11)(από Khan, 05/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H αναζήτηση ταλέντων στις μικρές ηλικίες, στο πεδίο του μουνιού. Είναι η διαδικασία μέσα από την οποία διακρίνονται οι πολλά υποσχομένες μεταξύ της νέας εσοδείας θηλέων. Μπορεί γενικά να γίνεται του μουνιού το πανηγύρι, παρ' ολ' αυτά (ή μάλλον ακριβώς γι' αυτό) πολλοί προτιμούν να εργάζονται μεθοδικά.

Να σημειωθεί εδώ ότι επειδή οι γυναίκες πλέον ξετζανώνουν και ξεψωλίζουν νωρίς, οι ηλικίες στις οποίες αναφέρεται το scouting επίσης κατεβαίνουν. Οπωσδήποτε ένα είδος διαλογής γίνεται σε κάθε χώρο που σκάνε φουρνιές νέων γυναικών (πανεπιστήμια, γυμναστήρια, εταιρείες, διαχρονικά καμακομάγαζα κλπ), αλλά αυτή η διαλογή, από μια ηλικία και μετά, δεν αξίζει και τόσο τον τίτλο του scouting, γιατί δεν γίνεται να θεωρείσαι ταλέντο στα 25 σου, όπως λέει και το αθλητικογραφικό κλισέ. Λ.χ. scouting proper θεωρώ ότι κάνουν τα λυκειόπαιδα (και δη τα μπακούρια, που οι συνομήλικές τους δεν τους υπολογίζουν) στα κορίτσια των συστεγαζόμενων γυμνασίων. Ο όρος είναι άλλωστε αρκετά λυκειακός.

Αλλά ΟΚ, γιατί αν κανείς γουγλίσει τους όρους «scouting» και «γκόμενες» μαζί, του βγάζει αποτελέσματα από ιστοσελίδες με αντικείμενο ξεκάθαρα το χοροθέατρο (bourdela.com, ierodoules.com), οπότε ο όρος πρέπει να παίζει πολύ μεταξύ μπουρδελιάρηδων, εφόσον εκεί υπάρχει πράγματι και η επαγγελματική προοπτική για το διακριθέν ταλέντο.

Να σημειωθεί ακόμα ότι το ίδιο το scouting ταλέντων χρειάζεται ταλέντο. Δεν είναι λίγες οι φορές που το scouting ανατίθεται σε επαγγελματίες, φίλους δηλαδή, που τους ενδιαφέρει και το κουράζουν το θέμα με την καλή έννοια, κινητοποιώντας θεούς και φατσοβιβλία προκειμένου να έχουν εικόνα από το πεδίο, άσχετα αν έχουν και οι ίδιοι αποτέλεσμα (συνήθως ο καλός scouter δεν είναι και τόσο ικανός κουνελοπνίχτης, δουλεύει για τους άλλους και η ηδονοβλεπτική τάση του αυτονομείται).

Ο όρος χρησιμοποιείται με αυτή τη σλανγκική έννοια, έχοντας πάρει μεταγραφή από τον χώρο του αθλητισμού. Σχετικά με την προέλευση και ετυμολογία του αγγλικού όρου, βλ. εδώ.

Προτάσεις για εξελληνισμό του όρου; Υπάρχει ήδη ελληνικός ανάλογος;

- Θα ξέρουμε καμία εκεί πέρα;
- Μην ανησυχείς, στα πρωτοετά έχει γίνει λεπτομερές scouting.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην σεξοσλάνγκ αποτελεί συνήθη μεταφορά η ιεροτελεστία των διαφόρων φάσεων του σεξ να αποδίδεται μεταφορικώς με την αντίστοιχη ιεροτελεστία των φάσεων του γεύματος. Ήτοι το πρώτο πιάτο ή ορεκτικό είναι τα προκαταρκτικά συμπεριλαμβανομένης όμως και της πιπός, και κυρίως πιάτο είναι το σεχ με διείσδυση. Αυτές είναι οι δύο βασικές μεταφορές. Μετά μπορεί να έχουμε ως επιδόρπιο ποστ-σεχ θωπείες, τσιγαράκι κτλ, ή για τους βουλιμικούς μπορεί να διακριθεί πρώτο κυρίως πιάτο= αιδοίο, δεύτερο κυρίως πιάτο= πρωκτός (από μια ανδροκρατική σκοπιά πάντα). Η κωδικοποίηση αυτή συνηθίζεται ιδιαιτέρως στην μπουρδελοσλάνγκ λόγω του πολύ προβλεπέ της κατάστασης.

  1. να σου πω... υπαρχει και μια σειρα δλδ πρωτα στο στομα για ορεκτικο μετα στο μουνι για κυριως πιατο κι αν δεν χορτενεις με το κυριως περνας και σε δευτερο κυριο πιατο απο πισω. (Εδώ).

  2. Στο κυριως πιατο η κοπελα δεν παιζεται.Εβγαλε ενεργεια και διαθεση για σκληρο γαμήσι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες συνομοταξίες νοικοκυροπουτανώνε:

1. (Ο Ηλίας Πετρόπουλος) άφησε πίσω του, εκτός από τα 80 του βιβλία, πολλά άρθρα σε περιοδικά και άφθονα χαρακτηριστικά, αιχμηρά επίθετα, με τα οποία του άρεσε να «στολίζει» πρόσωπα γνωστά, απ' την επικαιρότητα και την ιστορία: «ειδεχθής» λοιπόν η Μπουμπουλίνα, «νοικοκυροπουτάνα» η Μαντώ Μαυρογένους, «τράγος» ο Π.Πατρών Γερμανός και «πουστόμαγκας» ο Βελουχιώτης. Δεν άφησε απ'έξω όμως ούτε τους σύγχρονούς του, τον Ελύτη (αστοιχείωτος), τον Σαββόπουλο (τσογλάνι της ορθοδοξίας), τον Βέλτσο (καραγκιόζης), μέχρι και τον Κώστα Σημίτη (τιποτένιο ανθρωπάριο)…

2. Στη Νεοελληνική Αθυροστομία της Μ. Κουκουλέ το γυναικείο αιδοίο αποκαλείται οντάς (στο δίστιχο: «μες στσ’ Αγγέλας τον οντά / μαύρος ντούμπανος βροντά»), κλαπαρχίδω και ψωλοσακατεύτρα ονομάζεται η ερωτική γυναίκα. Βρίσκουμε ακόμα την κατάρα «να στραβοψωλιάσεις!», τους χαρακτηρισμούς σεμνής γυναίκας: «χριστιανομούνα, αγαθομούνα, νοικοκυρο-πουτάνα», τα παρωνύμια γυναικά: Μουνοκαίσαρας, μουνοβοσκός, τη φράση «έπεσε μουνοθύελλα»= ήρθε πλήθος γυναικών.

3. Ηταν ένα πολύ κλειστό κύκλωμα από αεροσυνοδούς, ψιλομοντέλες, ελληνίδες και ξένες, κανά δυό νοικοκυροπουτάνες είχε μια γαλλίδα, μια αυστριακιά, κανα δυό αγγλίδες..μία ιρλανδέζα, μία απίστευτη Μαροκινή και μια αμερικάνα ( η μόνη που έκανε και μασάζ κλπ. Φαινομενικά αν θυμάμαικαλά νοικιάζανε κότερα ή κάτι τουριστικό κάνανε.. επί της ουσίας ακονίζανε «κατάρτια» lol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή της κοινής πουτάνας.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ. και πουτί.

Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή/ός που είναι μανούλα στα τσιμπούκια, στο στοματικό σεξ. Φανταζόμαστε ενδεχομένως μια περιποιητική μιλφομάνα σε ρόλο ψωλοβυζάχτρας. Κάποια κλικ πιο μεταφορικά, αυτός που γίνεται πουτανάκι κάποιου, που είναι γλειφτρόνι, εθελόδουλος, που ανελίσσεται επαγγελματικώς παίρνοντας πίπες σύμφωνα με τους επικριτές του. Και γενικότερα, αποτελεί βρισιά για κάποιον/αν που κατά τη γνώμη του χρησιμοποιούντος τη βρισιά δεν θα έπρεπε καθόλου να μιλάει αλλά να ασχολείται με τη ρόκα/ πίπα του.

  1. Αυτή η τσόντα που ανοιγει το στομα της σαν τσιμπουκομανα πια είναι ???? Σιγουρα συνδικαλιστρια , εργαζομενη σε δεκο , δημοσα υπηρεσια. (Από τον Στόκο).

  2. -το επικοινωνιακο γκομενακι του μΠΑτΣΟΚ. ψηφισε και το μεσοπροθεσμο η ξανθια μπάρμπι. ελεος -ΜΗ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΤΕ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ. ΜΕΓΑΛΗ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΜΑΝΑ Η ''ΚΥΡΙΑ'' ! (Εδώ).

  3. τρελη τσιμπουκομανα ο γαύρος εδω και χρονια. (Από το youtube)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified