Selected tags

Further tags

Το ξέπλυμα, η πολύ άχαρη γκόμενα, η χλωρίνη, η ξενέρωτη.

Λέγεται για γυναίκες οι οποίες σου δίνουν την εντύπωση πως δεν έχουν υπόσταση, τόσο άχρωμες και άοσμες είναι, σαν το ρούχο που έχει ξεβάψει από τα πολλά πλυσίματα χωρίς όμως να έχει την γοητεία του «used». Η ξεπλένω συνήθως μοιάζει με ανολοκλήρωτο έμβρυο, δηλαδή κάτι λείπει από τα χαρακτηριστικά της -δεν διαθέτει, πχ, ούτε καν την παιδική και ανώριμη εμφάνιση της λολίτας. Είναι φυσική ξανθιά, ξερακιανή, πουλόμορφη, με ίσιο συνήθως λιγδιασμένο μαλλί που έχει σκοτεινιάσει κάπως με την πάροδο των χρόνων, άβαφη, με καλό δέρμα (που λάμπει κάπως, όπως το έχουν οι καλόγριες), άτριχη, μυρίζει αγνότητα γιατί καμία κατάχρηση δεν έχει περάσει από πάνω της ή από μέσα της.

Δεν είναι όμως μόνο θέμα εμφάνισης αλλά και προσωπικότητας. Η ξεπλένω είναι αυτή που δεν θα σου σφίξει ποτέ το χέρι αλλά θα το αφήσει να πέσει ιδρωμένο μέσα στο δικό σου όταν χαιρετηθείτε, η φωνή της περνά απαρατήρητη, το βλέμμα της είναι άδειο, η ζωή της αδιάφορη στους πάντες. Απλώς υπάρχει και όλοι απορούν γιατί, καθώς και τί μπορεί να νιώθει αυτή από τη ζωή.

Βέβαια, επειδή πολύ συχνά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, η ξεπλένω μπορεί να αποδειχθεί μέγα βίτσιο στο γαμήσι, να είναι, πχ ουρολάγνα (για να μη μιλήσουμε πάλι για σκατά), να θέλει πολύ ξύλο, να προκαλεί, τέλος πάντων με αναπάντεχο τρόπο τον παρτενέρ της, αν ποτέ βρεθεί κανας τέτοιος στο κρεβάτι της. Αλλά μπα, δε νομίζω ούτε κι αυτό να ισχύει.

Η αλήθεια είναι ότι ο όρος ταιριάζει κατά τη γνώμη μου περισσότερο σε γυναίκες άνω των σαράντα, στην ηλικία δηλαδή κατά την οποία έχει πια φανεί για τα καλά η προσωπικότητα στο πρόσωπο. Αν λοιπόν τότε δεν διακρίνουμε τίποτα μα τίποτα στη φάτσα μιας γυναίκας, έχουμε να κάνουμε με ξεπλένω χίλια τα εκατό.

Συχνά απαντώνται κάτι τέτοιες στα ΒΠ ή σε θρησκευτικά περιβάλλοντα, αλλά και στην ΚΝΕ βεβαίως βεβαίως, στην βουλή (δεν θα τις πω, δεν θα τις πω), στο διπλωματικό σώμα, ανάμεσα στις αεροσυνοδούς, στα ταμεία των σουπερμάρκετ, άμα ψάξετε καλά θα βρείτε και αλλού.

Η λέξη, μέχρι τα τώρα, δεν έχει πληθυντικό.

Την πουτσίσαμε, μεγάλε... Ψηφίσανε για πλάκα οι μαλάκες την Αλίκη για πρόεδρο της τάξης και τώρα αυτή την ξεπλένω θα την έχουμε στην καμπούρα μας για μια ολόκληρη χρονιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικό κράξιμο, συχνά συνοδευόμενο από την ιαχή φτεραααα!

Απευθύνεται τόσο σε ομοφυλόφιλους, όσο και σε μαλθακά άτομα και πάσης φύσεως λουλούδες.

Φτερού είναι το παρατσούκλι του Αντρέα, ενός αγνώστων λοιπόν στοιχείων cult μικροπωλητή φτερών, ο οποίος επί 40 τουλάχιστον χρόνια περιφέρεται κουνάμενος - λυγάμενος στους δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας με επιτηδευμένη θηλυπρέπεια Φτεράααααα!

Η Φτερού είναι πάντα ετοιμόλογη και δεν χαρίζεται σε όσους επιχειρούν να την κράξουν. Όπως διηγείται ο Κ. Παπασπήλιου στο Οι ωραίοι των Αθηνών, η Φτερού κάποτε έκανε ρόμπα κάποιον κουραδόμαγκα με καρό κοστουμάκι λέγοντάς του «Το τραπεζομάντιλο που φοράτε, το έχω κι εγώ σπίτι μου».

Σύμφωνα με ανεξακρίβωτo αστικό μύθο, η Φτερού δεν είναι αδελφή αλλά υποδύθηκε την εν λόγω persona για να σπουδάσει τα παιδιά της.

  1. - ΜΩΡΗ ΦΤΕΡΟΥ ΠΛΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΡΠΑΖΩΝΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ;;; ΦΤΟΥ ΣΟΥ ΜΩΡΗ ΜΠΑΜΙΑ (κράξιμο από φόρουμ).

  2. - Φοβάσαι μη σου πουν ότι ακούς Stratovarius μωρή φτερού; Αν είχες IQ πάνω από 15 θα καταλάβαινες και 2 πράγματα παραπάνω. Μάλλον κάτι άλλο έχεις ανοιχτό... όχι το μυαλό σου (κράξιμο από φόρουμ).

  3. - Αυτή όμως η κίνηση θα δείξει και τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται ανάμεσα στους πισωγλέντηδες. Πλέον δημιουργούνται δυο μέτωπα. Οι ελεύθεροι κι ωραίοι (κοινώς φτερού) θα πηγαίνουν προς Μύκονο μεριά. Οι παντρεμενάκηδες (κοινώς φούστα-μπλούζα) θα πηγαίνουν προς Τήλο μεριά. Προβλέπεται ξεμάλλιασμα... (από blog).

  4. - Σήμερα το πρωί καθώς περπατούσα στην Αιόλου, άκουσα τη φωνή του Ανδρέα, «της Φτερούς». Για λίγα δεύτερα νόμιζα πως ήμουν οχτώ ετών, κάπου κοντά στο Σύνταγμα και άκουγα τον Ανδρέα να φωνάζει “Φτεράαααα” (Αναφορά στον Αντρέα, από blog).

Αντρέας η original φτερού (από Vrastaman, 30/10/08)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση ακραίας αηδίας που εκστομίζει τις μόλις αντικρύσει γυναίκα με ειδικές εμφανίσεις, ανήκουσα δηλαδή στις κατηγορίες: χαμούρα, μπαζόλα, πατόζα, φόλα, ξεπλένω , μπουρούχα, μουφλόζα, ασχημindie, βολική αρκούδα, ταγάρι, μέλος του Κώδικα, κορίτσι της συγγνώμης, κ.ο.κ.

Τα απόλυτα λογικά αντεπιχειρήματα κάθε σαβουρογαμόσαυρου επικεντρώνονται στα γεγονότα ότι:

  1. Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν, και
  2. Λυχνίας σβησθείσης πάσα γυνή ομοία, όπως έγραφαν οι αχρείοι ημών πρόγονοι.

Η έκφραση ακραία διατύπωση του κάπως πιο εκλεπτυσμένου αποφθέγματος να μασάς κουκιά και να φτύνεις.

Παραλλαγές της εκφράσεως χρησιμοποιούνται πλέον και με ευρύτερη έννοια, περιγράφοντας οποιαδήποτε κατάσταση δεν βλέπεται.

1.- «Η καινούρια γκόμενα του Κούγια είναι γαμώ τις γαρίδες! Από σώμα σκίζει, αλλά από μάπα να μασάς σκατά και να φτύνεις...»

2.- «…η ομαδούλα και πάλι ΔΕΝ βλεπόταν. Τέτοια χάλια και χειρότερα… να μασάς σκατά και να φτύνεις!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γομαράς, το ντερέκι, ο γεροδεμένος από φυσικού του ή από τη δουλειά. Όχι δηλαδή ο σφίχτερμαν και σίγουρα όχι ο μπρατσορακέτας, αλλά ο παιδαράς. Λέγεται στη Δ. Κρήτη και κυριολεκτικά είναι το πέτρινο πεζούλι (η λέξη έχει τούρκικη προέλευση - beden = έπαλξη, πολεμίστρα). Λέγεται και ειρωνικά για τύπους που τους κάνεις φου και πάνε 4 μέτρα πιο κάτω.

  1. - Έλα ρε Γιώργη κάτσε ε να πιεις έναν καφέ....
    - Κοπέλια άλλη φορά, πρέπει να πάω με τον φαταούλα ν' αδειάσω έναν βόθρο, και μετά έχω να φορτώσω ελιές...
    - Α ρε Γιώργη, μπεντένι (ακολουθεί φιλική καρατιά στην πλάτη, ο Γιώργης δεν παίρνει χαμπάρι).

  2. - Γεια σου ρε Στελάκη μπεντένι (χτύπημα στην πλάτη)... εε πού πας κάτσε να τα πούμε... είσαι όμως πολύ μπεντένι ρε Στελάκη, κρέας δεν έχεις απάνω σου.

(από xalikoutis, 31/10/08)Έκανα Google Pics την λέξη Beden και να το μου έβγαλε... (από Vrastaman, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπόλειμμα της στυλιστικής και κυρίως ενδυματολογικής λαίλαπας των 80'ς, ένα εν τω μέσω μυριάδων που στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη και αμαυρώνουν την όποια θετική εικόνα του παρόντος, είναι η άσπρη κάλτσα, ενίοτε δε και μπουρνουζέ με την ένδειξη Tennis Club.

Ο εκτελών το εγκληματικό αυτό faux pas, χαρακτηρίζεται ως «ασπροκάλτσας» αφού η συγκεκριμένη ιδιότητα είναι προφανώς σημαντικότερη από οποιαδήποτε άλλη τυγχάνει να κατέχει ο εν λόγω δυστυχής και στην τελική ας πρόσεχε.

Η άσπρη κάλτσα έχει μεν μία ενδυματολογική αποστολή αλλά πραξικοπηματικά την έχει ξεπεράσει προ πολλού και σε μεγάλο βαθμό. Η απλή λευκή κάλτσα μπορεί να φορεθεί ΜΟΝΟ αν κάποιος πρέπει να ντυθεί στ' άσπρα (σσ: αν δεν είναι παγωτατζής, δεν ξέρω γιατί να πρέπει να το κάνει, ας το ψάξει ο ΚΧ στις Πύλες). Η άσπρη κάλτσα ΔΕΝ φοριέται με μαύρο παπούτσι λουστρίνι και ΔΕΝ φοριέται με πέδιλο (όπως και καμία κάλτσα άλλωστε). Η δε άσπρη μπουρνουζέ κάλτσα φοριέται ΜΟΝΟ κατά τη διάρκεια άθλησης με αντίστοιχο παπούτσι.

Στην εύλογη ερώτηση του ανυποψίαστου αναγνώστη «και καλά ρε μάστορα, τι σε κόφτει αφού τα ρημάδια τα 80'ς μας τελείωσαν», χαμογελώ στοργικά μπροστά στην ευλογημένη άγνοια, την παιδική αφέλεια και εν τέλει την θανάσιμη για τον ίδιο και τους προστατευόμενούς του απροσεξία και εξηγώ: Η ΑΣΠΡΗ ΚΑΛΤΣΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΕΔΩ. Ευδοκιμεί παραδόξως και παρά τις άοκνες προσπάθειες του διεθνούς lifestyle-set σε βορειότερα κλίματα (κεντρική και βόρεια Ευρώπη, βόρεια Αμερική) και παρουσιάζεται στη χώρα μας το καλοκαίρι μεταμφιεσμένη σε άκακο τουρίστα. Ορδές ασπροκαλτσάδων ξεχύνονται στην στυλιστικά avant-garde πατρίδα μας απειλώντας ό,τι πολυτιμότερο έχουμε πετύχει ως έθνος τα τελευταία χρόνια, ξυπνώντας μνήμες, διεγείροντας το υποσυνείδητο. Άσ' τα να παν...

1
- Ρε Χάρη, θα σε πω κάτι ρε μαλάκα, αλλά μην το πάρεις στραβά. Από αγάπη θα σ' το πω.
- Τι 'ναι ρε Μήτσο, λέγε άφοβα.
- Δε θα σταυρώσεις μουνί έτσι ρε Χάρη και τη χαλάς και για μας τους υπόλοιπους.
- Πώς έτσι δηλαδή ρε δερβίση, για να καταλάβω κιόλας...
- Σκας μύτη ρε μαλάκα στην καφετέρια ασπροκάλτσας κι έτσι και τα γκομενάκια γίνονται μπουχός. Άσπρη μπουρνουζέ ρε μαλάκα; Απ' το γυμνάσιο την έχεις;

2
Αγαπητή μου σκέψη,

Δεν έχω απάντηση, προς το παρόν, στο ερώτημα που σε βασανίζει. Φαίνεται πολλοί παράγοντες να υπεισέρχονται σε αυτό κι άλλοι τόσοι να βρίσκονται πέρα από κάθε υποψία. Μένω, λοιπόν, με τη διαπίστωση: Όσο πιο βόρεια πας, τόσες πιο πολλές άσπρες κάλτσες θα συναντήσεις.

Τι το διαχρονικό υπάρχει στην άσπρη κάλτσα και τόσα χρόνια, παρά τις αδιάκοπες οργανωμένες επιθέσεις - Vogue, Elle, Marie Claire, fashionistas, εστέτ και τόσοι άλλοι που λυσσαλέα την καταδιώκουν - παραμένει τοπ στις προτιμήσεις; Τι προσφέρει μια άσπρη κάλτσα και τόσοι συνάνθρωποι γύρω μας δεν την προδίδουν; Να 'ναι το «αυτήν ξέρετε, αυτήν επιλέγετε»; Να 'ναι η ασφάλεια της «πρώτης σας αγάπης και παντοτινής»;

Ό,τι και να'ναι, φαίνεται να συσχετίζεται με κάποιον ύπουλο τρόπο με το γεωγραφικό πλάτος και μήκος. Αρχίζεις και σκαρφαλώνεις τον κόσμο. Πηδάς απέναντι, όλα καλά. Ανηφορίζεις λίγο, κάτι παίρνει το μάτι σου, αλλά ακόμα δε σου'ρχεται, αυθόρμητα, να το βγάλεις. Συνεχίζεις την πορεία σου, αρχίζεις και νιώθεις ότι ξεχωρίζεις, κοιτάς τα πόδια σου με συστολή και περπατάς γρήγορα, μπορεί να καταλάβουν ότι δεν είσαι από 'δω. Όταν, πλέον, ξαναβλέπεις θάλασσα, διαισθάνεσαι τα μιλιούνια απέναντι να σε περιμένουν αγριεμένα. Σκέψου το πριν περάσεις - εδώ είναι η έδρα τους και παίζουν σκληρά. Μέσα από μοκασίνια, loafers, γόβες, σταράκια, peeptoe, μπαλαρίνες, ιστιοπλοϊκά, πέδιλα, σαγιονάρες, η Άσπρη Κάλτσα είναι εδώ και σε κοιτά ειρωνικά.

Κάτι κλονίζεται μέσα σου. Αυτό που νόμιζες ελεύθερη επιλογή, το ροκανίζει σιγά σιγά μια σκέψη: μωρέ, λες να 'ναι θέμα κουλτούρας;

Κι αρχίζεις τους συλλογισμούς: τι κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικο-ιστορικοί παράγοντες μπορεί να συνετέλεσαν στο πέρασμα των αιώνων στη διατήρηση αυτής της, ας το πω, πρακτικής; τι είδος εξέλιξης και φυσικής επιλογής να υπεισέρχεται στην επιβίωση αυτής της, ας το πω, συνήθειας; τι υπόγειες κοινωνικές δομές μπορεί να συντηρεί ένα κομμάτι ύφασμα; τι - υπερφυσική - δύναμη, τέλος πάντων, έχει μια άσπρη κάλτσα;

- Τίποτα, λες και ξαναλές. Τί-πο-τα! Κάποιος πρέπει να 'χει τα πρωτεία στην κακογουστιά.

- Έλα τώρα, που θα βγάλεις την κακογουστιά κοινωνικό φαινόμενο. Τι απέγιναν η προσωπική αισθητική, η καλλιέργεια, η εκλέπτυνση, η φινέτσα, αυτή η έρμη η παγκοσμιοποίηση που έφερε τις επιλογές σε κάθε ψαροχώρι της Ευρώπης;

- Τις πήρε παραμάζωμα η βολή, η συνήθεια κι αυτή η άθλια, οκνηρή, τεμπέλα, ράθυμη πρόταση: «είναι πρακτικό».

Κι εδώ με αποστομώνεις. Ποιο είναι το πρακτικό ο-ε-ο;

Αγαπητή μου σκέψη,

Έχεις έρθει κι άλλες φορές στο μυαλό μου και πάντα κατάφερνα να σε διώξω. Τώρα καταλαβαίνω, απλώς σε κοίμιζα. Κι έχεις ξυπνήσει από τη χειμερία νάρκη και πεινάς για απαντήσεις.

Συνιστώ υπομονή. Καλοκαίρι έρχεται, πού θα πάει, θα τις βγάλουν, το ματάκι σου λίγο θα στανιάρει, οι ερωτήσεις θα αποκοιμηθούν στην παραλία, οι σκέψεις θα ζαλιστούν από τον ήλιο, θα πιεις κανένα τσίπουρο, ίσως και να ξεχάσεις το όλο θέμα αν είσαι τυχερή και δεν πετύχεις τουρίστα στη Γαύδο.

Από Χειμώνα με το καλό, τα ξαναλέμε.

(από το διαδίκτυο - μεγάλο, το ξέρω, αλλά τέτοιος πόνος, τέτοια εσωτερική πάλη νομίζω ότι έπρεπε να βρει διέξοδο και στην παρούσα ιστΙοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας κλασικός προσδιορισμός πιπινίου-πουτσάναμμα, που αναφέρεται φυσικά στην εμπειρία ή στο potential του εν λόγω θήλεος στα όσα οι Παναγριότατοι αυτού του κόσμου απαγορεύουν -στους άλλους-, βάσει της προσέγγισης RTFM για την κατάκτηση του Παραδείσου. Πέραν τούτου, ως λέξη έχει αρκετό ψωμί.

Πρώτ' απ' όλα, προφέρεται με ειδικό τρόπο, ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσφέρεται το επίθετο σκληρόόό (με ελαφρά παρατεταμένο «ο» και στρογγυλοποίηση των χειλιών), γεγονός που αναδεικνύει τη σαδομαζό μας αντίληψη για την ηδονή. Μιλάμε για το σκληρό, το ζόρικο, το σφιχτοδεμένο, το σφιχτό γενικώς σε όλα εκτός από τα ήθη, το πρόστυχο και σωστό, το καυλόμουνο το βουτηγμένο στην αμαρτία το ίδιο, καυλοτσουλήθρα προς το βούρκο για τους υπόλοιπους εμάς.

Αυτή βέβαια η αμφιταλαντευόμενη αντίληψη για την ηδονή, έχει σαφώς οριενταλιστικές ρίζες. Έτσι, το «αμαρτωλό» συνοδεύεται από δάγκωμα του χειλιού (τα ξερογλειψίματα είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκά, εμείς εκφραζόμαστε με τον πόνο και την αυτοτιμωρία για την αμαρτία). Και ακολουθείται από τα ανατολίτικα επιφωνήματα ααααχχχχ, αμάν, αμάν, αμάν ή ακόμα και βάι, βάι, βάι. Μερικοί στη θέα του αμαρτωλού βέβαια μπορούν απλά και να κάνουν το σταυρό τους, άλλοι λένε αχ, Παναγία μου, άλλοι λένε και α πα πα πα. Σατανάς.

Υπάρχουν συμπεριφορικά-εμφανισιακά κριτήρια για το «αμαρτωλό» (πάντα ουδέτερο). Εμφανισιακά όχι και πολλά, χωρίς να είναι και απολύτως θέμα γούστου: υπάρχει κατά κανόνα μια α συναίνεση, ότι «αυτό είναι αμαρτωλό», υπάρχουν βέβαια και ατομικές διαφορές. Ας πούμε μόνο ότι κατά κανόνα μιλάμε για μελαχρινές, κοκκινομάλλες κλπ και όχι ξανθές, γι' αυτές λέμε απλά το ξανθό (για τα καυλερά ξανθά, και όχι για τα ξεπλένικα φυσικά).

Κατά τα άλλα, η νεαρή ηλικία είναι βασική (αν και υπάρχουν και αμαρτωλά μιλφέιγ), το νάζι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που προκαλεί, το γεγονός ότι είσαι σίγουρος ότι το μωρό είναι για τρελά, ε ναι, γαμήσια, και ότι τα κάνει, αλλά δεν τα κάνει με σένα. Θα έκανες τα πάντα για να τα κάνει με σένα. Και βέρια για το διάολο ακόμα.

- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....

Βλ. και μουνί, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της υψηλής κομμωτικής που σημαίνει κατσαρώνω, γίνομαι αφάνα, φουντώνω, ή καλύτερα «φριζάρω»... κατά την επίσημη κομμωτική (από το αγγλικό frizz). Η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για τα μαλλιά ή, σπανίως, για κανα μάλλινο πουλόβερ.

Τα μαλλιά, ιδίως τα «ξηρά ή ταλαιπωρημένα, ατίθασα» μαλλιά, πουτσοτριχίζουν άγρια όταν τα έχουμε λούσει και δεν έχουμε βάλει μαλακτικό, όταν κάνουμε το λάθος να τα βουρτσίσουμε, όταν είναι σπαστά ή κατσαρά από φυσικού τους αλλά εμείς τα ισιώσαμε, και όλα αυτά σε συνδυασμό και με στενό συνεργάτη την τρελή υγρασία (από 50% και άνω). Όπως έχει διαπιστωθεί τα τελευταία χρόνια, οι υγροί καιροί γίνονται όλο και συχνότεροι, διαρκούν όλο και περισσότερο, άρα αυξάνονται και τα προβλήματα της τρίχας. Η εικόνα που δίνουν τα μαλλιά-πουτσότριχες είναι κάτι σαν θολό περίγραμμα γύρω-γύρω από την κόμη. Αν λοιπόν το καλοκοιτάξεις αυτό, αν βρίσκεσαι δηλαδή κόντρα στο φως, θα φανούν μία μία οι κατσαρωμένες τρίχες. Οι λύσεις είναι δύο: ή τα κόβουμε γουλί, ή τα παστώνουμε με λογής-λογής ειδικά καλλυντικά.

- Άντε βγες από το μπάνιο επιτέλους να μπει και κανας άλλος. Ακόμα τα μαλλιά σου φτιάχνεις;
- Άσε μας ρε Στέλιο και πρέπει να φύγω για τη δουλειά και παλεύω με το κωλόμαλλο που πάλι έχει πουτσοτριχίσει από την υγρασία... Δε βλέπεις το χάλι; Μη με αγχώνεις και συ τώρα!

(από ironick, 06/11/08)(από ironick, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από το ποίημα: «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» που γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό το Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο, ποίημα του οποίου οι 24 πρώτες στροφές επί συνόλου 158, καθιερώθηκαν το 1865 ως εθνικός ύμνος.

Η φράση αυτή αποτελεί την αρχή της δεύτερης στροφής και αναφέρεται στην Ελευθερία. Υποδηλώνει την ανάγκη της επένδυσης σε αίμα ομάδος Ε (βλ. φωτογραφία Παπαφλέσσα) προκειμένου να αποκτηθεί η Ελευθερία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λέγοντας τη συγκεκριμένη φράση δανειζόμαστε τη φράση από τον εθνικό ύμνο προκειμένου να κάνουμε ειρωνική αναφορά σε κοκαλιάρα, σε υπερβολικά αδύνατη γυναίκα, σε σαμαροπαΐδα, σε γυναίκα που είναι έτοιμη να πετάξει και να αναληφθεί στον ουρανό.
Πολλές μοντέλες, χωρίς να το καταλάβουν καταντούν έτσι και στο τέλος παθαίνουν νευρική ανορεξία.

- Ρε εσύ είδα τη Βάσω. Τα 'παιξα μιλάμε.
- Την είδες, ε; Την είδα κι εγώ. Πώς σου φάνηκε;
- Απ' τα κόκαλα βγαλμένη... Ήταν που ήταν αδύνατη, τώρα το παράχεσε με τη δίαιτα και έγινε αγνώριστη.
- Θα την πάρει ο άνεμος, αν δεν την έχει αρπάξει κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλείται κωδικοποιημένα η ολική αποτρίχωση των γυναικών στην ''ευαίσθητή'' τους περιοχή!

- Χθες, μαλάκα, το γκομενάκι που ''πήρα'' όλα τα λεφτά. Το είχε όλο Μπραζίλιαν. Σκέτη γκ..λα σου μιλάω!

νομίζω δεν είναι η ολική αποτρίχωση  (από xalikoutis, 11/11/08)Κόντρα στην φύση? (από Vrastaman, 11/11/08)(από σφυρίζων, 29/10/14)

Βλέπε και παρκέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απέλπιδα προσπάθεια που κάνουν -αντάρηδες να πείσουν τον κόσμο πως ακόμη διαθέτουν κάποιο είδος τρίχας στο κεφάλι τους ακόμη κι αν ο απέναντί τους τυφλώνεται λόγω αντανάκλασης του φωτός πάνω στο ταψί τους. Το σχέδιο είναι να μεγαλώσουν όσο μπορούν (αν δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα λυπάμαι αλλά πρέπει να περάσουν σε αυτό το λήμμα) το μαλλί τους από τη μία μεριά ώστε με μια περίτεχνη κίνηση να το γυρίσουν και να καλύψουν το υπόλοιπο γυμνό τους κρανίο. Δυστυχώς το θέαμα είναι απαράδεκτο αλλά το κόμπλεξ που έχει η κοινωνία με τα μαλλιά τους οδηγεί σε αυτόν τον εξευτελισμό.

Οι ασκητές του καραφλάζ ξεχωρίζουν από μακριά λόγω κάποιων εξόφθαλμων χαρακτηριστικών που θα έβλεπαν και οι ίδιοι στον καθρέφτη αν δεν είχαν χάσει την ιδιότητα της περιφερειακής όρασης λόγω παρατεταμένης επικέντρωσης στο σημείο του τριχωτού της κεφαλής. Το πρώτο είναι η εθνική οδός για τις ψείρες (από το παλιό, κρύο ανέκδοτο με τους Πόντιους και την χωρίστρα, αλλά εδώ ταιριάζει γάντι) που σχηματίζεται με μιας μόλις μαζέψουν όλες τις τρίχες από τη μία μεριά. Κάτι σαν χωρίστρα, αλλά πολύ μεγαλύτερη, στα πλάγια ή στο πίσω μέρος του σκαλπ. Το δεύτερο είναι η χτένα στην τσέπη του πουκαμίσου. Λέγεται ότι κάθε φορά που βρίσκεται κοντά σε καθρέφτη πάλλεται ώστε ο κάτοχος να μην χάσει καμιά ευκαιρία να θαυμάσει την κόμη του. Τέλος, η αδυναμία τους να γυρίσουν το λαιμό μήπως και χαλάσει η κόμμωση, κάτι που οδηγεί σε δικαιολογίες του κώλου τύπου «Άσε, πάλι ξέχασε το Μαράκι το παράθυρο ανοιχτό και έπαθα μια ψύξη όλη δική μου».

Η λέξη προέρχεται από τις εξής δύο: καράφλα και καμουφλάζ για τους ευνόητους λόγους. Στο σημείο αυτό είναι καλό να αναφερθεί πως ακόμη και καραφλοχαίτουλες μπορούν να υποκύψουν στον πειρασμό της άσκησης καραφλάζ, μιας και το μέτρο της αποτελεσματικότητας μεταξύ των δύο είναι δυσδιάκριτο.

- Άσε ρε φίλε, περπατάω με τον θείο μου το Μανώλη και ξαφνικά σκάει ένα μπουρίνι και τον βλέπω από τη μια στιγμή στην άλλη με αλογοουρά! Έτρεχε να κρυφτεί ο κακομοίρης! Έκανα πως δεν τον είδα αλλά δεν άντεξα όταν έβαλε τα χέρια στο κεφάλι και τον ρώτησα γιατί.
- Και τι σου είπε ρε;
- Ότι φοβάται μη πάει τίποτα από τον αέρα στο κεφάλι του και τον χτυπήσει! Λες και δεν ξέρουμε ότι κάνει καραφλάζ! Αλλά έτσι είμαστε στο σόι μας, κιμπάρηδες και αλάνια.
- Αυτό που κολλάει;
- Πουθενά, απλά δεν θέλω να αρχίσεις το δούλεμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified