Selected tags

Further tags

Μετωνυμία, εκ του παλαιού ιχθυοποιού (sic) Φαίδωνος, που δηλώνει τον καθηλωμένον άνδρα σε σεβεντίστικα πρότυπα, ιδίως στο άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου μέχρι τον αφαλό, για να φαίνεται το θυσανωτόν τρίχωμα, όπου υποφώσκει και χρυσή καδένα (ασορτί με την καρδιά του φέροντος). Επί 80’ετίας διανθίσθηκε με πακέτο «μάλμπορο», τυλιγμένο στο ανασκουμπωμένο μανίκι της πουκαμίσας ή σφιγμένο στο μαγιώ, τσόκαρο «γάτα με πέταλα», ανώνυμο γυαλί ηλίου και ψάθινο καου-μπόικο…

Λέγεται και τραβόλτας ο τύπος, ενώ ο βιρτουόζος Ζώρζ Πιλαλί, υπήρξε και ο πρώτος που γιουχάισε μουσικώς και στυλιστικώς το φαινόμενον.

Πρόκειται λοιπόν για μια εκ της σειράς μετωνυμιών, που αποδίδουν σε διάφορους σελεμπριτέους, ορισμένην ιδιότητα, όπως:

  • Γκιζίκης, για τον φέροντα χουντικό γυαλί.
  • Πάρλας, γι' αυτόν-ήν που έχει κύκλους στα μάτια,
  • Ντεμιρέλ, που έχει προκοίλι ετοιμόγεννης,
  • Γκιζέλα Ντάλι, για χαζο-ξανθιά λατέρνα (σε προκεχωρημένη ηλικία προτιμάται ο όρος «η θεία μου η χίππισσα»),
  • Παναγιωταρέα / Κούβελας, για γκριζομάλλη-α, με κούπ μέςς, που αφήνει τεχνηέντως κατάλευκο τσουλούφι,
  • Μονσελλάς, για τον μπακουρέο απάλευτο μακρυμάλλη άνω των 40, που μυρίζει ναφθαλίνη (εκ της πολύκροτης υπόθεσης συμμετοχής σε αυτοκτονία),
  • Καζαντζίδης, για τον κλαψομούνης μεμψίμοιρο,
  • Ιάσονας / Μουρατίδης, για το νεάζοντα και καλλιτεχνίζοντα μεσόκοπο πουσταράκο,
  • Σουγκλάκος, για τον βαράο,
  • Χριστός, γι'αυτόν-ήν που δεν κλείνει την πόρτα πίσω του (διότι γεννήθηκε κατά τα φαινόμενα σε φάτνη, όπως ο Κύριος),
  • Αρτέμης Μάτσας / Δήμος Σταρένιος, για τον γλοιώδη σπιούνο,
  • Μπαρμπα-Γιώργος, για τον καράβλαχο,
  • Ντρογκμπά, για το μαύρο που πουλάει σι-ντι και
  • (για να μη μείνουν 13=γρουσουζιά) Καΐλας, για τον αναξιοπαθούντα πτωχό-πλην-τίμιο δουλευταρά

    και άπειρα άλλα, αφού της επινοητικότητος ουκ έσται τέλος...

- Κλείσε κανά κουμπί, θα πουντιάσεις ρε Γεωργίτση!
- Τι ξέρεις εσύ από μόστρα ρε λεκέ;

Χρήστος Πάρλας (από Khan, 26/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κύπρος) Ντυμένη προκλητικά προς άγρα αρσενικών. Αρνητικός χαρακτηρισμός, λέγεται συνήθως από γυναίκα για γυναίκα κοροϊδευτικά και με έναν τόνο ζήλιας. Συνεπώς, η αναφερόμενη πρέπει να είναι όχι απλά σενιαρισμένη στην τρίχα αλλά μάλλον να λατερνοφέρνει, όχι απλά παρφουμαρισμένη, αλλά μάλλον προς το παστωμένη, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Για την προέλευση της έκφρασης, ενώ η εύλογη (για έναν καλαμαρά) ερμηνεία θα ήταν ίσως το ευπαρουσίαστο ενός περιποιημένου εδέσματος κότας, ο κύπριος που έχω εδώ πρόχειρο μου εξήγησε ότι κόττα είναι προστακτική του ρήματος κοττώ που σημαίνει «παίρνω», ενώ το ρεπανάκι αναφέρεται στο πέοςμε το συμπάθιο.

Η ετυμολόγηση φαίνεται ακόμη ευσταθέστερη αν έχουμε υπόψη, όπως μου λένε, πως στην Κύπρο ως ρεπανάκι δηλώνεται το ελλαδίτικο (λευκό) ρεπάνι, ή αλλιώς ρέβα, το οποίο σε σχέση με το κόκκινο είναι κάπως μεγαλύτερο, μακρουλότερο και λευκότερο –αν και όχι και τόσο πικάντικο, πράγμα που οδηγεί μοιραία την κουβέντα σε φιλοσοφικότερα ερωτήματα περί ποιότητα, ποσότητα, ευ, πολλώ και άλλα δε δαιμόνια...

Έν επρόλαβεν ν' αποσαραντώσει ο μακαρίτης, τζι' εβγήκεν 'πόξω, πού 'ν' η πλατεία, πού 'ν' ο καφενές, με τα κολιέρκα της, τα δαχτυλίθκια της, κόττα ρεπανάκι.
(από τον κύπριο που έχω πρόχειρο)

Η ρέβα - οπτικά, πιο πολύ γογγύλι παρά ρεπάνι (από poniroskylo, 01/08/09)Ένα αξιόλογο άσπρο ρεπάνι, της ποικιλίας Daikon (από poniroskylo, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπότσα: κατ' αρχήν ο όρος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με τον όρο σάπια ή με τον όρο πατσαβούρα.

Πρόκειται για ιδιαίτερης ασχήμιας αδύνατη κοπέλα. Τις περισσότερες φορές είναι άκωλη, ψηλή, με πολύ γαμψή μύτη και γουρλωτά μάτια. Η μόνη ομοιότητα της με την σάπια είναι η πεποίθησή της ότι είναι μουνάρα (κρατούσα άποψη).

Ο Παναγάκος Γιώργος υποστηρίζει, μεμονωμένα όμως, ότι η μπότσα, εκτός από όλα τα ανωτέρω, είναι και κακοντυμένη.

- Δυνατό μουνί η ξένια. Ψηλή και κρεβατογεμίστρα.
- Ίσα ρε η άκωλη. Άμα βγάλει και τον μπαζοκρύφτη από την μούρη της θα δεις τι μπότσα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζόμπι είναι ένα απ' τα πιο θεμελιακά «πλάσματα της φαντασίας» που τυποποιήθηκαν και διαδόθηκαν στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα μέσω κυρίως του κινηματογράφου (horror movies) και που με την «αμερικανοποίηση» της κουλτούρας διαδόθηκαν παγκόσμια –να που γράψαμε λοιπόν την εναρκτήρια πρόταση αυτού του ορισμού αποφεύγοντας το «...που στοίχειωσε τη φαντασία», να ληφθεί υπόψη.

Το ζόμπι είναι «ο νεκρός που περπατάει», το έμψυχο ή «επανεμψυχωμένο» («reanimated») πτώμα, που παρά τη σήψη και την απουσία των βασικών φυσιολογικών προϋποθέσεων της ζωής εμφανίζει αισθητηριοκινητικές λειτουργίες, στοιχειώδη «στοχοκατευθυνόμενη» συμπεριφορά και λόγο (κυρίως επιδιώκει το να σκοτώσει και να τραφεί με σάρκες ή μυαλά –«brrraaains!»). Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ζόμπι όταν πια έχουν περάσει στη δράση, είναι το ασταθές κούτσαυλο περπάτημα με τα χέρια προτεταμένα.

Τώρα, από την πληθώρα των ταινιών κυρίως για ζόμπι, απ' την εποχή του White Zombie με τον ανύπαρκτο Μπέλα Λουγκόζι μέχρι τις ταινίες του Ρομέρο και το σήμερα έχει αναπτυχθεί μια εκτεταμένη φαινομενολογία των ζόμπι, σ' ό,τι αφορά τη συμπεριφορά και τις ιδιότητές τους, το πώς γίνεται κανείς ζόμπι, το πώς μπορείς να σκοτώσεις ζόμπι, το τι θέλουν τελικά τα ζόμπι από μας (αν και συνήθως μπορείς να είσαι σίγουρος ότι ένα ζόμπι σε ποθεί για το μυαλό σου και μόνο) κλπ. Δεν θα επεκταθούμε εδώ παρά μόνο αν αυτό είναι απαραίτητο σε σχέση με τις σλανγκικές σημασίες που ακολουθούν.

[i]Το «ζόμπι» ως όρος της αγγλόφωνης αργκό...[/i]

...έχει πραγματικά ένα κάρο σημασίες που εκτείνονται από το κουρασμένος, χλωμός και πτώμα στην κούραση, μέχρι το άβουλος, μονοδιάστατος και άλλα, περιλαμβάνουν και πιο ψαγμενιές όπως το ζόμπι = ο Χριστός, ή το «χύνω κουβάδες στο πρόσωπο της παρτενέρ - και αυτή περιλουσμένη με αυτό το γλοιώδες πράμα ψάχνει στα γκαβά πετσέτα στο δωμάτιο» = to give someone the zombie). Μια λεξικογραφημένη αργκοτική ένννοια του ζόμπι είναι ένα κοκτέιλ από διάφορα είδη ρούμι (ή ρουμιού) λόγω του γκρίζου του χρώματος –σαν τη λιωμένη σάρκα του ζόμπι– ή έτσι τουλάχιστον γράφει η φίλη μου η Μίριαμ. Για περισσότερα το λήμμα στο urban dictionary είναι εδώ. Και οι ελληνικές αργκοτικές χρήσεις του όρου πάντως που ακολουθούν, εν πολλοίς προέρχονται από ή ταυτίζονται με τις αγγλόφωνες.

[i]Ζόμπι της ελληνικής αργκό[/i]

Η λέξη ζόμπι μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ως περιγραφή μόνιμης κατάστασης ατόμου όσο και παροδικής, και κατά κανόνα αφορά σε συνδυασμό άσχημης εξωτερικής εμφάνισης, βλακείας και αλλόκοτης συμπεριφοράς. Κάποιος, λοιπόν, επισύρει τον χαρακτηρισμό όταν συντρέχουν πολλά από τα παρακάτω, και η διάκριση σε επιμέρους σημασίες και χρήσεις είναι εν πολλοίς σχηματική.

1. Χρήσεις που αποσκοπούν στην περιγραφή κυρίως εξωτερικής εμφάνισης:

  • ο κάτωχρος, ο ψόφιος, ο ταλαιπωρημένος, με ή χωρίς κόκκινα μάτια. Ο είμαι γάμησέ τα από την κούραση και μου φαίνεται,
  • ο άσχημος, αλλόκοτος και αλλόκοσμος, αυτός που έχει τον ανθρωποδιώκτη λόγω εξωτερικής εμφάνισης, το φρικιό, le freak,
  • το μπάζο,
  • δευτερευόντως μπορεί να αποκληθεί ζόμπι o γκοθάς που έχει παστωθεί με διάφορα βλ.εδώ, αν και το desired effect είναι συνήθως το βαμπίρ.

2. Χρήσεις που αποσκοπούν κυρίως στην περιγραφή μειωμένης/στοιχειώδους νοητικής λειτουργίας

  • ο που έχει μόλις ξυπνήσει, o μειωμένης αντίληψης που έχει το ακαφελόγιστο. Ενδεχομένως και αυτός που δεν έχει κοιμηθεί καλά και αντιμετωπίζει απαλεψές, ο σερίφης,
  • ο αποβλακωμένος λόγω προηγούμενης εντατικής νοητικής εργασίας,
  • ο (παροδικά) αποβλακωμένος λόγω προηγούμενης έκθεσης σε τηλεοπτικά ή video game σκουπίδα,
  • o χαζοβιόλης ή ο χαζοχαρούμενος, που λέει πεθαμένα αστεία.
  • o μπετόβλακας, η πανηλίθια.

3. Χρήσεις με φιλοφοσικές / κοινωνιολογικές / ανθρωπολογικές / ψυχολογικές κλπ διαστάσεις

Τα ζόμπι εκδηλώνουν συμπεριφορά, στερούνται όμως έλλογης αγωγής και αυτοβουλίας («agency»): αυτή τους η παραδοξότητα τα έχει καταστήσει χρήσιμα σε «πειράματα σκέψης» της –αναλυτικής– philosophy of mind, στη συζήτηση περί σολιψισμού και αναγωγισμού της συνείδησης (philosophical zombie) κλπ. Κοντινή είναι κάπως από εντελώς άλλη σκοπιά, όμως, και η –γαμιστερή– συζήτηση του Λακάν για το «αυτόματο» –του Αρίστου.

Κυρίως όμως και στις παρυφές της slang τα ζόμπι έχουν χρησιμέψει σε κοινωνιο-κριτικές αλληγορίες καταγγελίας αρχικά της βουλησιοκτόνας μαζικής εργασίας στην τεϋλορική εργοστασιακή αλυσίδα παραγωγής κι έπειτα της μαζικής κατανάλωσης και της αποχαύνωσης από τα ΜΜΕ –μονοδιάστατος άνθρωπος, homo consumens, «λιώνουν τα μάτια μου στο φως της τηλεόρασης» κλπ. Σε ένα θολό αλλά κάργα γοητευτικό συμβολικό πλαίσιο επανοικειοποίησης αυτής της μεταβολής μας σε ζόμπι, γίνονται ανά τον κόσμο zombie parades.

Σχετικές χρήσεις:

  • o άβουλος καταναλωτής, ψηφοφόρος, τηλεθεατής, εργαζόμενος, μαθητής κλπ,
  • ο μονοδιάστατος άνθρωπος, το ανθρωπάκι,
  • ο κομφορμιστής, ο πατάω επί πτωμάτων.

    4. Άλλες χρήσεις

  • ρατσιστικά, ο διανοητικά καθυστερημένος και σωματικά δύσμορφος, το φρικιό, όπως δηλώσαμε και παραπάνω, ειδικά στον πληθυντικό, όταν οι άνθρωποι αυτοί βρεθούν ομαδικά σε δημόσιο χώρο,

  • ο μεγάλης ηλικίας που εξακολουθεί να έχει παρουσία σε επαγγελματικούς και γενικά δημόσιους χώρους εις βάρος των τελευταίων, κατά το δεινόσαυρος, βρικόλακας κλπ,
  • Είδος ιού υπολογιστών.

[i]Ετυμολογία και προέλευση του όρου[/i]

Ο όρος έλκει την καταγωγή της από τις δοξασίες Voodoo της Αϊτής και λέξεις αφρικανικής καταγωγής που σήμαιναν «φάντασμα».

Η δοξασία περί ζόμπι περιελάμβανε το ότι μπορεί ο μάγος με ξόρκια να «ξυπνήσει» νεκρό και να τον έχει υπό τον έλεγχό του.

Έρευνες που έγιναν πολλές δεκαετίες μετά τις πρώτες αναφορές σε ζόμπι, με ανθρώπους –ζωντανούς– σε κατάσταση «ζόμπι» –δηλαδή, μειωμένης αυτοσυνείδησης και ακραίας υποβολιμότητας– έδειξαν στην κατεύθυνση διάφορων ισχυρών ναρκωτικών, όπως λ.χ. του γνωστού και μη εξαιρετέου ντάτουρα.

Ενδεικτικά....

  1. - Πάνε ρε μαλάκα να την πέσεις, σα ζόμπι είσαι...

- Τι ζόμπι είναι αυτή ρε συ, με φρικάρει και μόνο που με πλησιάζει....

  1. -Εεεε;
    - Καλά ρε μαλάκα, δεν ακούς τι έλεγα τόση ώρα...
    - Δεν έχω κοιμηθεί ρε κι είμαι σα ζόμπι

- Ρε συ ζαλίζομαι, αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι....
- Έ, άμα παίζεις αυτές τις μαλακίες όλη την ώρα ζόμπι θα καταντήσεις...

- Είχαν καταντήσει... ζόμπι τον Michael Jackson για τις συναυλίες... (απόδω)

- Μα τι ζόμπι ρε συ αυτός ο Χαρίλαος...
- Απ' τους πλέον εκνευριστικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει....

  1. - Καλά, πήγα για ψώνια κι εγώ με τις εκπτώσεις, δεν την πάλεψα να βλέπω όλ' αυτά τα ζόμπι...
    - Θα πάρω το, θα πάρω το τουφέκι μου....

  2. Αφήστε τα «ζόμπι» των μίντια να πεθάνουν - δεκάδες εργαζόμενοι, νέοι της γενιάς των 700 ευρώ αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας με όχι πολύ υψηλότερες αμοιβές, μένουν ξαφνικά στο δρόμο (απόδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα θεμελιώδες, που όλο το γυροφέρνουμε (δες εδώ, εδώ και εδώ) αλλά δεν έχουμε ακόμη αναμετρηθεί μαζί του στα ίσα. Δεν είναι δα κι εύκολο. Πάμε όμως.

Εν αρχή η ετυμολογία: εκ του αγγλικού freak, με παρετυμολογική επίδραση του ελληνικού φρίκη (πρβλ και χτικιό).

1Α. Κατά Μπαμπίνο, φρικιό είναι «νεαρό άτομο που ντύνεται και συμπεριφέρεται με τρόπο προκλητικά αντίθετο προς τις κοινωνικές συμβάσεις, συνήθως για να εκδηλώσει αμφισβήτηση, διαμαρτυρία κλπ».

1Β. Κατά τον παρεμφερή - αλλά ολίγον πιο αλανιάρικο και πολιτικά χρωματισμένο ορισμό του λεξικού της μικρής Βικούλας, φρικιό είναι:

Άτομο που μη θέλοντας να συμβιβαστεί - από δική του επιλογή και με πλήρη (;) συναίσθηση του περιβάλλοντος χώρου - αποστασιοποιείται και αποφασίζει να ξεχωρίσει από το κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο θεωρεί σαν σύνολο άβουλων ατόμων. Ντύνεται «διαφορετικά» και συμπεριφέρεται «διαφορετικά», για λόγους προσωπικής του ικανοποίησης ή για να αναπληρώσει ψυχολογικό κενό. Φυσιολογική κατάσταση που οφείλεται σε αντίδραση κατά του κατεστημένου.

Και στους δύο ανωτέρω ορισμούς, τονίζεται λοιπόν το στοιχείο της προθετικότητας (intentionality). Ο όρος αναφέρεται στις προθέσεις του δημιουργού ενός (βασικά γραπτού) κειμένου, ποιός όμως μπορεί να αμφισβητήσει πως και η φρικοειδής εμφάνιση / συμπεριφορά δεν αποτελεί ένα είδος άγραφου Κειμένου, μέσω του οποίου το φρικο-υποκείμενο επικοινωνεί συγκεκριμένες - πλην νεφελώδεις - αντιλήψεις και κοσμοθεωρήσεις;

  1. Άτομο με πολύ άσχημη εξωτερική εμφάνιση. Περιπτωσιολογία:

α. Σταφιδιασμένα γερόντια με χωρίς καθόλου δόντια, ή μ' εκείνες τις τεράστιες καμπούρες που είναι σαν να κάνει το σώμα ορθή γωνία. β. Σακάτηδες και λοιποί παραμορφωμένοι. Μπορεί να έχουν τρακάρει με τρόλεϊ. Μπορεί τους έχουν κατεβάσει τη μάπα με άκουα φόρτε. Μπορεί να τους μάζεψε τα πόδια κανά τζετ σκι, όπως εκείνου του έρμου του Βασιλάκη Δοσούλα (που τώρα είναι μια χαρά το παλικαράκι). γ. Αυτοί που όταν ο Θεός έβρεχε ομορφιά, απλά κράταγαν ομπρέλα. δ. Χρήση του όρου για την περιγραφή πολύ άσχημης γκόμενας, θεωρείται μάλλον αδόκιμη και καταχρηστική, τη στιγμή που υπάρχουν τόσα και τόσα άλλα συνώνυμα.

  1. Άτομο γενικά κουλό, τόσο με την έννοια του ανίκανου, όσο κυρίως με την έννοια του περίεργου, του αλλόκοτου, του παράξενου, του sui generis, του ιδιότροπου, του υποχόνδριου, του μανιαμούνια, του απίθανου / ανύπαρκτου (με την κακή έννοια).
    Επίσης ο τυχοδιώκτης, ο άσωτος υιός, ο οτινανιστής, ο «όσα πάνε κι όσα έρθουν».

  2. Το μονόπλευρο, μονοδιάστατο άτομο. Άτομο που έχει φάει τρελή κόλλα με μια ορισμένη απασχόληση, η οποία τον έχει απορροφήσει σε βαθμό που να μην προλαβαίνει ούτε να κλάσει. Συνήθως θεωρεί εαυτόν ως αυθεντία επί του θεμάτου, και ουδεμίαν αμφισβήτησιν των σχετικών του γνώσεων ανέχεται. Περιπτωσιολογία:

α. Techno(logy) freak. Πωρωμένος με ηχοσυστήματα, τηλεοράσεις υψηλής ανάλυσης, υπολογιστές. Μιλά συνεχώς για pixel, blue-Ray, χωρητικότητα κλπ. Συνήθως είναι και γκατζετάκιας.
β. Internet freak. Υποκατηγορία του προηγούμενου.
γ. Gym freak. Όχι απαραίτητα μπιλντέρι. Μπορεί να είναι κι απ' αυτές τις κολωνακιώτισσες κυράτσες που ολημερίς τραβιούνται σε solarium, pilates, power yoga, power plate και λοιπές παπαριές. δ. Sea freak. Έχει αγοράσει ένα φουσκωτό της πλάκας και μας τα έχει πρήξει για το πόσο θαλασσόλυκος είναι (βλ. και σκαφάτος).
Και πολλά άλλα.

Σημείωση τέλους: όλες οι παραπάνω κατηγορίες φρικιών, επικοινωνούν πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως μεταξύ τους. Πολύ συχνά ένα φρικιό εμπίπτει ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερες από αυτές.

Ασίστ: ΆΛΛΟΣ από Δημόσιο Πρόχειρο.

Δες Μηδικούς Πολέμους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργασίες καλλωπισμού, εξωραϊσμού έως και αναστήλωσης της γυναικείας εμφάνισης. Γυναικεία κουβέντα. Από το γαλλικό beauté: ομορφιά, ωραιότητα. Συναντάται συχνά στην έκφραση κάνω τα μποτέ μου, λιώνω στα μποτέ ή σε αντίστοιχες (βλ. παραδείγματα).

Η λέξη έχει απόλυτα θετική αύρα, περικλείει γαλήνη, ηρεμία, ευεξία, χαλάρωση, κανάκεμα και χαϊδολόγημα εαυτού (με την άυλη έννοια), αφύπνιση της θηλυκότητας και, πολύ σημαντικό, το γράψιμο όλων όσων την ενοχλούσαν πριν πάει για τα μποτέ της. Το μποτέ είναι κάτι που το κάνουμε για πάρτη μας και γουστάρουμε. Έκανα τα μποτέ μου παναπεί, είμαι ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική αναγέννηση. Τειπατώρα.

Τί [I]είναι μποτέ[/i]: Μακιγιάζ, περιποίηση μαλλιών, περιποίηση προσώπου, περιποίηση σώματος, spa-χαλάρωση, αυτά, μεταξύ άλλων, είναι «μποτέ». Καθένα από αυτά, περιλαμβάνει τόσες διαφορετικές εκδοχές, όσες... (μούμπλε μούμπλε καμια πενηνταριά διαφορετικές θεραπείες σε κάθε σαλόν, άπειρα σαλόνς), ας πούμε όσοι οι κόκκοι άμμου μιας εξωτικής παραλίας - στο περίπου.

Υπηρεσίες μποτέ παρέχονται από κομμωτήρια, κέντρα αισθητικής, μανικιουρίστες - πεντικιουρίστες, μασέρ και λοιπούς ανθρώπους με μαγικά χέρια. Για να γίνουν όλα αυτά χρησιμοποιούνται από λακ τεχνολογίας αιχμής, ως θαυματουργές μάσκες, αρωματικές κρέμες, πολυτελή αιθέρια έλαια, ροδοπέταλα, σαμπάνια, εξωτικά βότανα, ένζυμα, οξέα φρούτων, άλατα νεκράς ή ζώσας θάλασσας, ιαματικά φύκια, εκχυλίσματα χαβιαριού και μαργαριταριών, πούδρα χρυσού και άλλων ευγενών μετάλλων (χωρίς πλάκα).

Τί [I]δεν είναι μποτέ[/i]: οποιαδήποτε εργασία γίνεται αναγκαστικά (πχ μασάζ φυσικοθεραπείας) ή παραπέμπει διανοητικά σε θυσία, σε διασπάθιση χρημάτων, σε εικόνες πόνου και κόπου. Γενικώς οι εργασίες που γίνονται για να αρέσουμε στους άλλους δεν είναι μποτέ. Δώστε βάση στο νόημα, η διαφορά είναι λεπτή: μπορεί να πρόκειται για τις ίδιες ακριβώς ενέργειες, αλλά το κίνητρο είναι άλλο - το κάνεις για να γουστάρεις εσύ (αυτό είναι μποτέ), το κάνεις για να γουστάρει ο Θανάσης (αυτό είναι άχθος). Επίσης πατόκορφες φρικιαστικές αποτριχώσεις, νυστέρια, ενέσεις κιέτσ' δεν είναι μποτέ, είναι βασανιστήρια.

Βεβαίως όλα αυτά που όπως προαναφέρθηκε ΔΕΝ είναι μποτέ, μπορούν κάλλιστα να χαρακτηριστούν κατ' ευφημισμόν έτσι, σαν να λέμε, οποία χαλάρωση να βγάζεις το φρύδι κουτουλώντας στον καθρέφτη επειδή δεν έχεις προλάβει να φορέσεις φακούς, αλλά με τα γυαλιά δεν γίνεται, ταυτόχρονα με την αίσθηση του αφρού ξυρίσματος στην δεξιά γάμπα που στεγνώνει αναποτελεσματικός και αυτήν της μάσκας στο μαλλί, που δεν έχεις προλάβει να ξεβγάλεις και σ' το 'χει κάνει σαν ουρά λαδωμένου ποντικιού (Παράδειγμα 3, ευγενική χορηγία της σλαγκοφιλενάδας μου).

Τί μπορεί και να είναι μποτέ, ή μπορεί και όχι: Botox, υαλουρονικά, λίφτινγκ, φύτεμα βυζιών και γενικές αισθητικές χειρουργικές κ.λπ. μπορεί να παίζουν επίσης ως μποτέ, ανάλογα με το κίνητρο όπως είπαμε, αλλά δεν λέει εύκολα η άλλη «ουφ με σκάσατε, φεύγω, πα να κάνω τα μποτέ μου να χαλαρώσω» και να πάει μια βόλτα από τον πλαστικό για λίφτινγκ και να κάτσει μια βδομάδα στην κλινική για ανάνηψη, αν με εννοείτε.

Ένας ορισμός ειδικά για το slang.edu και τον φίλο μου τον Γιώργο που, όταν του είπα «πα να κάνω τα μποτέ μου», αυτός κατάλαβε ότι πήγαινα κάπου στα γραφεία του περιοδικού Votre Beauté που το ξερε από τις διαφημίσεις :)

Παράδειγμα 1
-Χέσε ρε μαλάκα που θα κάτσω κλεισμένη μέσα να περιμένω πότε θα θυμηθεί να πάρει ο παπάρας, πα να κάνω τα μποτέ μου να γίνω θεά και το βράδυ φύγαμε για Venue, σιχτίρι...

Παράδειγμα 2
Ντριν.
-Έλα ρε Λουκία... Τί λέει; Πού σε πετυχαίνω; Βγήκατε χτες ρε με τον Κώστα; Δεν έστειλες ούτε ένα sms...
-Στο δρόμο είμαι, για το τζιμπί πάω. Άσε με, τί να σου λέω, είμαι να σκάσω. -Τί παιδί μου;
-Πολύ μαλάκας το μωρό λέμε ρε φιλενάδα... ουφ... τον είπα με άλλο όνομα και τα πήρε, σιγά το πράμα ρε πούστη μου...
-Αμάν μαλακία...
-Ναι, γάμα τα, έχω σκάσει, ήταν και καλός γαμώτη μου... οπότε σηκώθηκα πρωί πρωί και θα πα να λιώσω στα μποτέ όλο το Σάββατο... Σιχτίρι μαλάκες.

Quiz: τί κοινό έχουν τα δύο παραδείγματα που οδηγούν σε μποτέ; Απ: Το σιχτίρι. Συμπέρασμα: το μποτέ είναι χαλαρωτικό. Αατα.

Παράδειγμα 3
Ironick: εγώ λέω κοροϊδευτικά «μποτέ» ακόμα και τις σχεδόν καθημερινές μας αγγαρείες, όπως το ξύρισμα, τις κρέμες μετά το μπάνιο, το μαλλί, κλπ. οι οποίες πρέπει να γίνονται και συνήθως γίνονται πολύ βιαστικά, άρα ουχί χαλαρωτικά. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, κυρία μου, με αυτή τη χρήση του όρου.
Μes: Συμφωνούμε και ευχαριστούμε.

(από johnblack, 15/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιλίκος εστί ο τσιλιβήθρας, κοινώς ο πολύ λεπτός άντρας.

Χρησιμοποιείται συνήθως όταν κάποιος έχει πολύ καιρό να δει αυτόν που χαιρετάει.

Πού 'σαι ρε λιλίκο; Πώς αδυνάτισες έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτιμητικός χαρακτηρισμός ατόμου, συνήθως άρρενος, ηλικίας πενήντα φεύγα και άνω.

Απαραίτητη προϋπόθεση, κιλά και μπόι ύπερθεν του κανονικού. Χρώμα δέρματος προς το χωματί, ένεκα καταχρήσεων ουσιώνε, κυρίως αλκοόλ (το φτηνότερο και το καλύτερο) και τσιγάρου, εξ ου δείκτης παράμεσος ενός χεριού επιχρωματισμένοι προς τσιρλί και μύτη μελιτζάνα. Μάτια θολά με το ασπράδι κιτρινίζον. Από τη μύτη ρέει υγρό υψηλού ιξώδους, υποπράσινο, σε κατάσταση αμφιταλάντευσης (να πέσω να μην πέσω). Χείλη οιδηματώδη, μπλαβιά στις γωνίες τους, παρατηρούνται κομματάκια άσπρα (σάλιο πηγμένο) στο κέντρο, βλέννα διάφανη (σάλιο άπηχτο). Βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση ημιμέθης.

Ενδυμασία: σακκάκι παλιοκαιρισμένο, μανίκια με «αγκώνες» και γυαλάδα, έχει σχήμα κρεμάστρας καφενείου. Πουκάμισο κάποτε άσπρο, το μισό απέξω (βγήκε μετά το τελευταίο κάτουρο, δεν το πήρε χαμπάρι). Ζώνη, απαραίτητο αξέσορυ του adra, σχόλιο ουδέν. Παντελόνι «μελεκέ», αναλόγως των πολιτικών πεποιθήσεων ο λεκές δεξιά ή αριστερά, γιατί η διαρκής μπυρο-κρασο-ουζο τσιπουροκατάνυξη ανοίγει τα νεφρά και γιατί όσο και να την τινάζεις η τελευταία σταγόνα μένει στο σώβρακο. Παπούτσια χιλιοπατήμενα και σαβουριασμένα, τόσο που διαγράφεται το σχήμα του έσωθεν ποδαριού καταλεπτώς.

Οσμή: έντονη αποφορά νηστείας και υπογλυκαιμίας, ανάκατη με ξινίλα. Κάτι σαν σκατίλα απ' το στόμα ένα πράμα. Αυτό και η κοιλιά σωσίβιο, μου βγάζει το εσάνς του λήμματος.

- Κοίτα ρε, ποιος κάθεται στη γωνία...
- Ωμπωωωω, ο Χεσταίας ... η σκατοσακούλα... παναφύ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο αξεσουάρ. Το φέρουν κατά την διάρκεια της ημέρας όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, όχι μόνο για να προστατευθούν από τις βλαβερές ακτίνες του ηλίου, αλλά για να μας εμποδίσουν να ξεχωρίσουμε την φύρα απο το σιτάρι. Κατά Παπαζέκα, μπαζοκρύφτης είναι τα μεγάλα γυαλιά που κρύβουν το πρόσωπο σάπιας γκόμενας.

Ρε συ, ωραίο γκομενάκι αυτό εε;
– Ναι, κάτσε μη βγάλει τον μπαζοκρύφτη και τρομάξουμε.

Τι έχει να πει ο Παπαζέκας;  (από poniroskylo, 01/08/09)

Από το μπάζο και κρύβω.

βλ. και μυγόφτυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ δεν πρόκειται για αποσαθρωμένα φρούτα ή λαχανικά.

Ο Παναγάκος Γιώργος υποστηρίζει οτι ο όρος σάπια υποδηλώνει τη ψιλοπατσαβουρίτσα γκόμενα, αυτή που με γεμάτα κυτταρίτιδα μπούτια αρέσκεται στο να φοράει κοντά σορτσάκια ή μίνι φουστίτσες, αδιαφορώντας για την αηδία και τα εμετικά συναισθήματα που προκαλεί στους δυστυχείς διαβάτες, οι οποίοι έτυχε να περάσουν δίπλα της ή κοντά της, ή εν πάσει περιπτώσει έτυχε να την έχουν στο οπτικό τους πεδίο.

Τις περισσότερες φορές η σάπια πιστεύει ότι είναι μουνάρα κι ότι την γουστάρουν όλοι. Η σάπια συνατάται σε πλατείες, σε μέσα μεταφοράς, ακόμα και σε παραλίες επιδεικνύοντας τα κάλλη της. Η σάπια έχει πολύ συχνά επιτυχίες στις ώρες 5 έως 7 το πρωί κατόπιν κατανάλωσης δυο φιαλών μπομπάτου ουίσκυ.

Παρεμφερή όρο αποτελεί η φλόμπα.

Ρε κοίτα την Τζώρτζια. Φοβερό μουνί.
– Ίσα ρε την σάπια. Άμα βγάλει την φούστα και το μπαζοκρύφτη απο την μούρη της δεν τη γαμάς ούτε με μια μπουκάλα ουίσκυ.

(από Galadriel, 13/12/12)

Δες και μπάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified