Selected tags

Further tags

Η πρόσθεση σιλικόνης στο γυναικείο στήθος. Από το σιλικονίτσα. Χρησιμοποιείται ως πιο κομψός όρος όταν θέλουμε να ρωτήσουμε με τρόπο αν η συνομιλήτριά μας έχει κάνει προσθετική στήθους.

- Κονίτσα;
- Τι κονίτσα;
- Σιλικονίτσα;
- Όχι παιδί μου! Κληρονομικό χάρισμα. Όλες στην οικογένεια έτσι είμαστε.

δείτε το video που ακολουθεί.

(από john386, 24/05/09)

βλ. και κονάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία έχει λίγα κιλά παραπάνω, ανεξαρτήτως ύψους. Η ευσωμούλα.

- Τι έλεγε η φίλη της; Καλή;
- Καλή ρε συ... Λίγο βουζελάκι, αλλά εσένα θα σου αρέσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυναικεία στήθη όλων των μεγεθών. Κάποιοι τα αποκαλούν και φουσκόνια.

  1. «Παραδεξου το, θα ηθελες ανετα να εισαι σαν εκεινους τους παπουληδες πριν καποια χρονια που φαγανε και το τελευταιο ευρω των κοπων τους στα Ρωσσιδια. Τουλαχιστον πεθαναν αναμεσα σε 2 ζουμερα στητα φουσκουνια

(από post στο forum του insomnia.gr)

  1. - Έβαλε μία μίνι φούστα, κόκκινες γόβες, πέταξε έξω τα φουσκούνια της και πήγε αποφασισμένη να περάσει τις εξετάσεις.
    - Τι εξετάσεις;
    - Αίματος. Εκεί κόλλησες εσύ ρε γκέουλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει μακιγιαριστεί μέχρι αηδίας και κακόγουστα.

Αγοράζει τα βαφτικά με το κιλό και πάντα σε φτηνιάρικες μάρκες, γιατί ούτως ή άλλως δεν την πολυπαίρνει οικονομικά. Συνήθως πρόκειται για λαϊκιά, είδος που επιχωριάζει κυρίως στη Δυτική Όχθη (αλλά επ' ουδενί μόνο εκεί).

Η γυναίκα-μπογιατζής είναι, βεβαίως, ειδική στους σοβάδες και τα σοβατίσματα. Απλώνει με θρησκευτική ευλάβεια στη μάπα της τα επάλληλα στρώματα σοβά (με συγχωρείτε, make-up), ακριβώς όπως οι παλιοί ζωγράφοι νωπογραφιών (fresco). Ακριβώς όπως κι εκείνοι, προετοιμάζει καταρχήν την «βάση», πάνω στην οποία θα σκάσουν ακολούθως το δεύτερο και το τρίτο στρώμα σοβά (με συγχωρείτε, make up). Όταν ολοκληρωθεί το σοβάτισμα, σειρά έχει το καθαυτό μπογιάτισμα: κραγιόν (συνήθως κόκκινο μπουρδελέ), μάσκαρα, άι-λάινερ (γνωστός άγιος) κλπ.

Όπως όμως και με τους πιο πολλούς συναδέλφους της ελαιοχρωματιστές, η γυναίκα-μπογιατζής είναι σκιτζού. Αναπληρώνει τα κενά της προσωπικότητάς της θάβοντάς τα κάτω από τόνους μπογιάς. Πιστεύει ότι τα πάντα βρίσκονται στην ποσότητα. Δεν έχει ακούσει ποτέ το «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και οπωσδήποτε δεν είναι οπαδός του γιαπωνέζικου μινιμαλισμού. Το αποτέλεσμα είναι τις περισσότερες φορές κωμικοτραγικό. Το πρόσωπό της μεταβάλλεται σε μια ασάλευτη κέρινη μάσκα, σε φάση που νομίζεις ότι το 'σκάσαν τα κέρινα ομοιώματα απ' το μουσείο της Μαντάμ Τισό και κόβουν βόλτες στους δρόμους σα τα ζόμπι.

Η γυναίκα-μπογιατζής έχει χτίσει τη φήμη της λιθαράκι-λιθαράκι, με πειθαρχία και σχολαστικότητα. Δεν κατέκτησε τον τίτλο της έτσι εύκολα, επειδή έτυχε να βγει δυο-τρεις φορές σα καρνάβαλος. Αντιθέτως, επιδεικνύει συνέχεια και συνέπεια, επιμονή και υπομονή. Ξυπνά στάνταρ απ' τα μαύρα χαράματα για να προλάβει να σενιαριστεί. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, σε οποιοδήποτε άκυρο μέρος κι αν πάει (γυμναστήριο, παραλία, περίπτερο για τσιγάρα), είναι πάντα μπογιατισμένη. Εννοείται πως κουβαλάει και μαζί της τα σύνεργα της δουλειάς μέσα σε κάτι τεράστιες τσάντες, διότι που και που «ένα φρεσκαρισματάκι το χρειάζεται».

Βέβαια, για να μη τα θέλουμε όλα δικά μας και για να είμαστε και λίγο δίκαιοι, καλό θα ήταν να παραδεχτούμε πως (στο πολύ καταβάθος) μας ψιλοαρέσουν γυναίκες-μπογιατζήδες και λοιπές λαϊκιές. Γουστάρουμε να τις κράζουμε αλλά μας τρώει κι ο κώλος μας. Στο φινάλε, γιατί ασχολούμαστε συνέχεια μαζί τους;

- Είδες με τι γκόμενα κυκλοφορεί ο φίλος σου ο μήτσος;
- Όχι ρε μαλάκα δεν είδα, καμιά καινούρια θα 'ναι.
- Γυναίκα-μπογιατζής σε λέω αγόρι μου, τίγκα στις πούδρες και τα κραγιόνια...
- Ε και πού 'ν' το περίεργο;
- Δε σε πιάνω, πάρε το μηδέν...
- Ο Μητσάκος τι δουλειά κάνει βρε...βλακόμετρο; Ελαιοχρωματιστής δεν είναι; Άμα δε ταιριάζανε δε θα συμπεθεριάζανε, τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόιδιος, πανομοιότυπος, ξεπατικωτούρα, σαν αντιγραφή με καρμπόν (το μπλε φύλλο με το μελάνι που βάζαμε κάααποτε ανάμεσα σε δυο σελίδες και ό,τι γράφαμε στην επάνω περνούσε και στην από κάτω). Λέγεται για τα πάντα.

Συνώνυμα: φτυστός, τάλε κουάλε.

  1. Απόδραση καρμπόν
    Δραπέτευσαν ξανά με ελικόπτερο οι Παλαιοκώστας και Ριζάι. Ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό των δραπετών του Κορυδαλλού, έχει εξαπολύσει η αστυνομία. Η πανομοιότυπη απόδραση με ελικόπτερο εγείρει σοβαρότατα ερωτήματα.
    (από τον Σκάι)

  2. - Τα έκανα θάλασσα, είπα στη Μαίρη «Γεια σου Κάτια» και με στραβοκοίταξε.
    - Ε δε νομίζω, αφού το ξέρει ότι μοιάζουν πολύ.
    - Μόνο πολύ; Καρμπόν είναι σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published

Η όμορφη αλλά πολύ μελαψή γυναίκα εκ του αθάνατου σήριαλ με Γκλέτσο και Παπαχαραλάμπους του μέγιστου δημιουργού Μανούσου Μανουσάκη. Αν προκαλέσει κερατοβόλο έρωτα μπορεί να μετονομαστεί και σε Κερατώ.

Πρβλ. σκουριά

Πηγή: Κνάσος.

Είμαι ερωτευμένος με μια Ερατώ, σκέτη ηθοποιό του Ψώλλυγουντ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αναλογίαν με το άγγιγμα του Μίδα, του μυθικού βασιλιά που ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός, όποιος έχει το άγγιγμα του Θερμίδα, ό,τι αγγίζει μετατρέπεται σε πάχος.

- Δες το λίπος, ρε συ. Άραγε όταν περνάει στο επόμενο τονάζ, το δηλώνει και στο Υπουργείο Μεταφορών;
- Μη χλευάζεις, ρε συ. Τί φταίει αυτή που έχει το άγγιγμα του Θερμίδα επειδή όταν γεννήθηκε οι πλανήτες της έπαιζαν μαλακία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του μπαμπόγρια.

Γυναίκα (κάποιας ηλικίας, ή όχι) που η εμφάνιση της θυμίζει γριά και άσχημη...

Ο χαρακτηρισμός συνήθως δίνεται, από έφηβες απευθυνόμενος απαξιωτικά σε αρκετά μεγαλύτερες γυναίκες, που ο χρόνος έχει αφήσει έντονα τα σημάδια του και που, λόγω ηλικίας κυρίως, έχει χαθεί η φρεσκάδα της πρώτης τους νιότης.

α) 2 δεκαεφτάχρονες στη στάση του λεωφορείου:
-Μωρή, κοίτα την την κωλόγρια, ούτε που μπορεί να σταθεί όρθια...
-Καλά, σου λέω ότι είναι με το ένα πόδι στο τάφο η μπάμπω...

β) Μαμά: Μαράκι μου πως ήταν η νέα σας φιλόλογος;
Κόρη: Tι... νέα ρε μάνα, παίρνεις τίποτα ληγμένα; Σαν μούμια ήταν η μπάμπω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκουρόχρωμος φίλος μας... Κοινώς, ο μαυριδερός.

- Ρε Νίκο, πολυ μαύρισες ...
- Σκέτος νύχτας έγινα, γάμησε τα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified