Selected tags

Further tags

Λουόμενος /-η που έχει κατέβει στις πλαζ μας από Βαλκάνια ή Κεντροανατολική Ευρώπη και μετά τα πρώτα μπάνια του/της, και μη γνωρίζοντας τις τεχνικές του σωστού μαυρίσματος, έχει ξεροψηθεί από την ηλιακή ακτινοβολία αποκτώντας το χαρακτηριστικό υποκόκκινο χρώμα του μπαρμπουνιού.

Τις βραδινές ώρες απαντάται σε μίνι-μάρκετ ψάχνοντας για γιαούρτι προκειμένου να αλειφθεί με αυτό στις εγκαυματικές περιοχές, όπως τον συμβούλεψε η ιδιοκτήτρια των ενοικιαζομένων όπου διαμένει.

Δες τα μπαρμπούνια πώς πάνε ντουγρού στο ψυγείο με τα γιαούρτια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλικούτες ήταν ομάδες Βορειοαφρικανών κυρίως από Λιβύη, που ήρθαν στην Κρήτη κατά τον 18ο αι. και αποτελούσαν την πιο φτωχή και εξαθλιωμένη τάξη των μουσουλμάνων του νησιού. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό χαλκ, που σημαίνει λαός και συνεκδοχικά σημαίνει λαουτζίκος, πλέμπα. Στην κρητική διάλεκτο έχει την έννοια του παρία, του βρωμιάρη του σιχαμένου παρόμοια με την βρισιά της κοινής Νέας Ελληνικής «τουρκόγυφτος».

Για τους παλαιότερους ήταν σοβαρή βρισιά.

Επήγανε για μπάνιο στη θάλασσα και γινήκανε σα τζι χαλικούτηδες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα του ήδη καταχωρημένου ιπποκόσμου, υπάρχουν κι άλλες δυο μεγάλες κατηγορίες αλογομούρηδων:

  • Οι σκατόφατσες που συχνά θυμίζουν αλόγατα, άκα οι τ. γκμοχ.
  • Οι σπεκουλαδόροι του χρηματιστηρίου που έζησαν στιγμές δόξας το '99. Τότε που μιλιούνια κρεμjόσαντε από τα χείλη του εφημεριδά στην Σοφοκλέους κ' Πεσματζόγλου μήπως και μάθουν κάτι παραπάνω για τα καλά χαρτιά: την Ιπποτούρ που κάλπαζε, την Ιντερσάτ που απογειωνόταν και τα «κλωνάρια» ή «λαναρόχαρτα» που αυγάτιζαν πακτωλό πλούτου για τους μερακλήδες. Τότε που γνωστός λεβέντης χρηματιστής κυκλοφορούσε στα σκυλάδικα συνοδεία φουσκωτού που έφερε υγραντήρα και μοίραζε φουσέκια Cohibas σε νυκτόβιους επενδυτές. Λίγο μετά τον σεισμό του Σεπτεμβρίου ξεκίνησε ο κατήφορος χωρίς τέλος που συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας.

Από το δουπού: Khank.

- Και καπάκι να βγαίνει από πάνω αυτή η beach (sic), η αλογομούρα η Λαγκάρντ, που δεν τη… μαμάς με τίποτε (ακόμη και στη Σιβηρία να ήσουν εξόριστος και άγαμος πάνω από 20 χρόνια) και να μας παραδίδει μαθήματα...
(εδώ)

- Μπράβο στους αλογομούρηδες του Ελ. Χρηματιστηρίου. Μεγαλα κέρδη καταγράφουν οι τράπεζες, που δεν έχουν ρευστό και έχουν μεγαλύτερο haircut. (εκεί)

Σάρα Τζέσικα Αλογομούνα (από Vrastaman, 02/07/12)"η καλή πορεία του Χρηματιστηρίου αντανακλά τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας" (από Vrastaman, 02/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή δίαιτα την οποία πρότεινε στον Καστράτο η Λουκρητία του Αρκά. Σκοπός της δίαιτας είναι να κόβει την όρεξη πριν τα γεύματα. Αυτό επιτυγχάνεται με το φάγωμα μιας μεγάλης πίτσας πριν κάθε γεύμα ώστε μειώνεται η όρεξη και επομένως η κατανάλωση του φαγητού.

— Τι θα παραγγείλεις;
— Τώρα τίποτα. Κάνω δίαιτα. Έφαγα την πίτσα μου και ευτυχώς δεν πεινάω.

Δίαιτες: του ανανά, της πίτσας, τουκάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρία άνω των πενήντα, με εμφάνιση και ντύσιμο πορνοστάρ, που κάνει μπαμ από χιλιόμετρα μακριά ότι ψάχνει απεγνωσμένα για άγριο και αχαλίνωτο σεξ.

Κατ' επέκταση κάθε γυναίκα ώριμης ηλικίας που ντύνεται και στολίζεται σαν εικοσάρα, προκαλώντας τους άντρες αλλά και τις ...συνομήλικές της.

Κι εκεί που την είχα στήσει στην άκρη του δρόμου και έκανα ωτοστόπ, σταματάει ένα κάμπριο με δυο καυλόγριες μέσα, άλλο πράμα σου λέω ρε φίλε! Έμεινα κάγκελο, δεν ήξερα τι να κάνω!

Βλέπε και gilf / τζιλφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ αδύνατος τύπος, τόσο ισχνός που σχεδόν δεν χρειάζεται ακτινογραφία...

Εσύ ρε όρθια ακτινογραφία! Πού πας μωρέ, θα λιποθυμήσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλάσμα το οποίο ξεχειλίζει τόσο πολύ από καύλα... που λέγεται ότι έχει βουτηχτεί στο ιαματικό καυλόνερο. Παρόμοια περίπτωση με τον Οβελίξ, μόνο που εκείνος έγινε χοντρός και δυνατός, ενώ οι βουτηγμένες στο καυλόνερο προκαλούν ονειρώξεις και σπερματεγχύσεις, ακόμα και ασταμάτητο μπαρμπούτι.

Στο 99,99% των περιπτώσεων χρησιμοποιείται για γυναίκα, ενώ για άντρες μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο χάριν αστεϊσμού.

(Αληθινή περιγραφή χορεύτριας σε στριπτιτζάδικο από τον dj)
- Και τώρα ετοιμαστείτε να υποδεχτείτε τη Λάουρα, μια γυναίκα βουτηγμένη στο καυλόνερο...
Λάουρα είσαι καύ(ε)λα, είσαι καύ(ε)λα...

(από bmwgkouklidis, 24/06/12)

σχετικά με τον Οβελίξ βλ. έχω πέσει στη μαρμίτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κολλώδης αίσθηση και όψη στο ρουθούνι, συνεπεία εισπνοής κρυστάλλων κοκαΐνης.

Καθάρισε τη μύτη σου ρε παπάρα! Έχεις καραμελώσει και καρφώνεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κοπέλα / γυναίκα / κορίτσι που έχει γεροδεμένα από κατασκευής ή/και χοντρά μπούτια, τα οποία βγάζουν μάτι.

Βλ. και πόνι. Αντίστοιχος αντρικός χαρακτηρισμός: τσολιάς.

  1. - Γαμώ τα παστάκια η Ελενίτσα.
    - Λίγο μπουτού για τα γούστα μου.

  2. Δεν μου πάνε τα στενά παντελόνια, είμαι λίγο μπουτού.

(από sstteffannoss, 21/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φανταρίστικη κυρίως, αλλά και τις συναφείς αργκό χρησιμοποιείται σαν επίρρημα.

Όταν αναφέρεται σε αντικείμενα σημαίνει πως βρίσκονται σε άριστη κατάσταση από πλευράς συντήρησης και λειτουργικότητας, αλφαδιασμένα στη θέση τους όπως προβλέπεται, έτοιμα προς επιθεώρηση κι απ’ τον πιο απαιτητικό λχία, δίκα, και λοιπούς στρατόκαυλους.
Αντίθετο: μουνί έως μουνί καπέλο.

Όταν αναφέρεται σε άτομα, στην καλύτερη περίπτωση δηλώνει τα εξόχως πειθαρχημένα φιτ μαχίμια στην τσίτα που με ηθικόν ακμαιότατον μόλις που κρατιούνται μην κάνουν ντου να ελευθερώσουν Κύπρο και Πόλη, ή σαν εναλλακτική να μετάσχουν σε καμιά Νατοϊκή. Συνηθέστερα, δηλώνει αυτούς που μετά από κατάλληλο τέντωμα (=συνδυασμός από τρέξιμο, εκπαίδευση, αγγαρείες, καψώνια) λειτουργούν τόσο οι ίδιοι όσο κι η μονάδα τους σε απόλυτα ικανοποιητικό βαθμό για να εκτελέσουν μια προγραμματισμένη άσκηση ή να υποστούν μια προβλεπόμενη επιθεώρηση (για απρογραμμάτιστα και μη προβλεπόμενα ...παίζεται).

Αντίθετα αρντάν, τούφα, χύμα και τα παράγωγα χυμείο χυμαδιό.

Συχνότατα αντικαθιστά το τέντωμα σαν κατάσταση που επικρατεί.

Συνώνυμα: γαμήσι, πίπα - κώλο εμπλοκή (εξού –θεωρώ- κι ο εδώ ορισμός του PhreakeR).


Αναφέρεται απ’ τον abra εδώ, αλλά έκρινα πως του αξίζει μια θέση στη συλλογή.

1. Παρόλα αυτά είναι μια υποχρέωση που καλώς κακώς πρέπει να την εκπληρώσουμε όλοι σαν έλληνες πολίτες και το θεωρώ μαλακία που το αφήνουν οι περισσότεροι νεοέλληνες την τελευταία στιγμή (ειδικά τώρα έχει γίνει η πλήρης θητεία γιωτάμηνο). Αλλιώς θα την παλέψει ένα ξέγνοιαστο δεκαοχτάχρονο που μόλις τελείωσε το σχολείο σε ένα στρατόπεδο που είναι όλα τέντα και αλλιώς ένας τριαντάρης που χρεωστάει ακόμα πέντε μαθήματα στην σχολή, δυσκολεύεται να βρει δουλειά και έχει αφήσει την κοπέλα του γκαστρωμένη.

2. Σκάει υφυπουργός άμυνας στα σύνορα. Όλοι τέντα γι’ αυτόν, πάει στους σκοπούς (ένας φαντάρος-ένας Επόπ) τους ρωτάει από πού είσαι: «Από τάδε» φωνάζει ο φαντάρος, «Πόσο καιρό είσαι στον Στρατό»; «7 μήνες» απαντάει ο φαντάρος. «Καλός πολίτης σου εύχομαι» του λέει ο υφυπουργός. Πάει στον Επόπ τον ρωτάει τα ίδια: «Πόσο καιρό είσαι στον στρατό»; «4 χρόνια» του απαντάει ο Επόπ. «Καλός πολίτης και σ’ εσένα»....

3. Κάτω πολύ τέντα. Το μέγιστο πρόβλημα είναι οι παλιοί οι οποίοι θα σου βγάλουν την παναγία. Το πρωί ξεκινάς με σημαία, θάλαμο, γενικές καθαριότητες, σχεδόν κάθε μέρα τρέξιμο καμιά 10ρια γύρους, επιθεώρηση θαλάμου και φοριαμού. Εκατό να ‘ναι οι παλιοί ένας ο νέος θα τα κάνει όλα ο νέος.

4. Έχουμε ταξιαρχική επιθεώρηση. Το απαραίτητο τέντωμα για να φανούν όλα καλά στον ηγέτη (σαν ανέκδοτο δεν ακούγεται;) του νησιού ξεκίνησε.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified