Selected tags

Further tags

Νέος τύπος αρσενικού, εξυπηρετεί τις ανάγκες των κοινωνικών-καταναλωτικών προτύπων. Δημιουργήθηκε για να διευρυνθούν τα καταναλωτικά προϊόντα καλλωπισμού καθώς και μόδας και στον αντρικό πληθυσμό. Μοιάζει με ομοφυλόφιλο, αλλά μόνο στην εμφάνιση. Του αρέσει να καλλωπίζεται στο μέγιστο και πρόκειται για νάρκισσο με μεγάλα κόμπλεξ αυτοπροβολής.

Κύρια χαρακτηριστικά:

  • πιστός αναγνώστης του Men's Health,
  • ξυρισμένα πόδια,
  • γνώστης όλων των εξελίξεων στην μόδα,
  • κάτοχος διψήφιου αριθμού κολώνιων (τουλάχιστον).

Βασικό πλεονέκτημα: δεν γίνονται εύκολα αντιληπτοί ως ανταγωνιστές από τους υπόλοιπους άντρες λόγω του γκεϋ-καμουφλάζ τους.

Ρε συ μου έφαγε την γκόμενα ο Μάκης...!
– Μα καλά, αυτός δεν είναι πούστης;;;
– Όχι ρε, μετροσέξουαλ είναι ο άνθρωπος.

(από Khan, 31/08/11)

Δες και μετρό. Σχετικό: πουστοσέξουαλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προστακτική του ρήματος «ζώνομαι», κύρια χρήση από μαμάδες προς παιδιά και συζύγους προς τους άντρες τους (σπανιότερα από γυναίκες προς τους γκόμενούς τους).

Σημαίνει: «Βάλε τη μπλούζα / το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι σου».

Παράγωγα:
μτχ.: ζωσμένος, επίθ.: άζωστος, συνθ.: κακοζωσμένος.
Διάσημος άζωστος ή/και κακοζωσμένος: Johnny Depp.

- Ζώσου παιδάκι μου, πώς θα βγεις έξω έτσι;
- Αμάν ρε μάνα, έτσι είναι μόδα!
- Πώς είναι η μόδα δηλαδή; Να κυκλοφορείς άζωστος, σαν τον λέτσο;

Johnny Depp και οικογένεια Depp. (από mafie, 28/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γλοιώδης, ο γλίτσας, ο γυμνοσάλιαγκας.

Άνθρωπος ο οποίος σέρνεται, αφήνοντας πίσω του υπόλευκη κολλώδη ουσία.

- Αυτός ο γλιμούτσης ο Πέτρος έκανε για λίγο καιρό την παρηγορήτρα και σύντομα την έπεσε στην πρώην γκόμενα του κολλητού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατρινή λέξη η οποία έλκει την καταγωγή της από τα μπουρμπούλια, ετήσιο χορό της περιόδου του καρναβαλιού στον οποίο οι άντρες παρουσιάζονται κανονικά σε αστική εμφάνιση ενώ οι γυναίκες κρύβουν την ταυτότητα τους με τη βοήθεια ενός ντόμινο.

Η μεταφορική σημασία της λέξης αναφέρεται σε γυναίκες τις οποίες δε θα τις πλησίαζες εάν δε καλυπτόντουσαν από τη μυστηριακή μαύρη στολή.

- Έλα ρε παιδάκι μου τι 'σαι συ, για γύρνα να σε δούμε λίγο...
- Ωχ τι ναι αυτό το μπούρμπουλο ρε μινάρα;
- Απαπαπά μακρυά! Έλα...τρεεέχουμε με το ντόμινο!

(από Khan, 24/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρισκόμενη σε ανάπαυση ψωλή.

Αγγλιστί: flaccid.

Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.
Ανοίγουνε τα πόδια τους, τουρλώνουνε τον κώλο
και περιμένουν να δεχτούν τον τρομερό τον ψώλο.
Μ' αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασμένος
πως είν' τ' αρχίδια του κενά και ο πούτσος του πεσμένος.
Έδωσε όμως το λόγο του στους τουρλωμένους κώλους
πως κάποια μέρα και αυτούς θα τους γαμούσε όλους.

Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

(εδώ)

(από GATZMAN, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γοητρόνια ονομάζονται κάποια σωματίδια, αόρατα στο γυμνό μάτι -ορατά μόνο με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο- τα οποία προκαλούν γοητεία και οδηγούν στην έλξη. Τα γοητρόνια εκπέμπονται συνήθως από άντρες και σπανιότερα από γυναίκες -συνήθως εξαιρετικά δυναμικές, ανεξάρτητες και ελευθεριώδεις, παρ' ολίγον λεσβίες.

Αναλυτικότερα, ο εκπέμπων γοητρόνια δύναται να κατακτήσει οποιαδήποτε γυναίκα θελήσει, απλώς και μόνο γιατί η γοητεία που ασκεί είναι γενετική και χημική και άρα, ανίκητη. Δεν υπάρχει ασπίδα προστασίας από την εκπομπή γοητρονίων, παρά μόνο πια στο στάδιο της συνουσίας -μιλάμε πια για την τελευταία ασπίδα προστασίας, τα προφυλακτικά.

Τιμή και Δόξα στη Χάιντι, τον δημιουργό αυτής της έκφρασης!

- Ρε, πήδηξες την Ελένη; Εκείνη τη θεά με τα δυο μέτρα πόδι και τα τεράστια βυζόμπαλα;
- Εμ! τι να κάνουμε; Εκπέμπω γοητρόνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αξίζει να σημειωθεί πως οι κατεξοχήν μπουκοφσκικοί, από αλκοόλ προτιμούν μπύρα και δη Kaiser - ένα ακόμη αιώνιο μπυροερώτημα, όπως και το γιατί άραγε οι μεταλλάδεςπίνουν αποκλειστικά Amstel.

(Χ Μπουκοφσκικός σε φίλο του:)
- Χθες πέρασα καταπληκτικά: όλο το βράδυ διάβαζα το «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές» του Χανκ και έπινα Kaiser! Και όλο το πρωί ξερνοβολούσα... ααααχ, αυτό είναι ζωή!

...beer is all there is... (από Vrastaman, 23/08/11)"Hey Dennis..." (από vikar, 23/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μια ορισμένη κατηγορία ανδρών. Ηλικιακά, οι άντρες που υπάγονται σε αυτή την κατηγορία κυμαίνονται από 20-29 ετών. Συνήθως είναι ψηλοί, μελαχρινοί έως καστανοί (ποτέ ξανθοί) και η εκπαίδευσή τους είναι τουλάχιστον πανεπιστημιακού επιπέδου -σπανιότερα απόφοιτοι Α. Τ. Ε. Ι., δεν διαθέτουν τρίχες στο στήθος και φέρουν μικρό ή προβληματικό (αλλεργικό, με φίμωση κ.α.) πέος.

Οι άντρες αυτοί αναγνωρίζονται εύκολα: δεν διαθέτουν χιούμορ -αν διαθέτουν είναι κακό, το ντύσιμό τους είναι ένα παράξενο κράμα μεταξύ επαναστάτη και χίπστερ, δηλώνουν αναρχικοί και άθεοι, φοράνε γυαλιά (αν και προτιμούν φακούς επαφής), διαβάζουν λογοτεχνία και ποίηση, βλέπουν ευρωπαϊκό κινηματογράφο και προπαντός λατρεύουν τον Charles Bukowski (Τσαρλς Μπουκόφσκι) εξ ου και η ονομασία τους.

Παρασυρμένοι από τον ομώνυμο ποιητή, κάνουν κραιπάλες και τους είναι σχεδόν αδύνατο να κυκλοφορήσουν νηφάλιοι και, για αν μη χαλάσουν τη μόστρα, συνήθως είναι και συναισθηματικά μη-διαθέσιμοι ή κολλημένοι σε μια «σκύλα που τους πέταξε και ποτέ δεν ξεπέρασαν».

Στην ουσία είναι ανασφαλείς και ψευτοκουλτουριάρηδες και αρκετά εύκολοι στόχοι γκομενικά. Εάν θέλετε να κερδίσετε έναν Μπουκοφσκικό, απλώς πείτε του πόσο πολύ σας άρεσε το «Η Αγάπη είναι ένας σκύλος από την Κόλαση», πόσο απολαμβάνετε να διαβάζετε Μπάροουζ και τι ωραία τραγούδια που έχει στο «Dark Side of the Moon». Μπορείτε να επεκτείνετε τη θεματολογία σας και στις cult ταινίες και τσόντες των '80s. Τον έχετε κερδίσει.

- Ο Πλάτωνας είναι ψευτοκουλτουριάρης.
- Λογικό, αφού είναι μπουκοφσκικός.

The real thing (από Khan, 22/08/11)

Στα αγγλικά: bukowskiesque

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ο άνδρας που διατηρεί ενεργές σεξουαλικές σχέσεις με οποιαδήποτε φακλάνα.

Λόγω της δυσκολίας χειρισμού και ανύψωσης μιας τέτοιας γυναίκας σε διάφορες σεξουαλικές στάσεις, ο χαρακτηρισμός του άνδρα αυτού, αντικατοπτρίζει ότι ο ίδιος και το παλαμάρι τού λειτουργεί ως γρύλος.

-Αχ Τάσο μου αρέσεις. Μα μην φεύγεις,που πάς; Γύρνα πίσω!!!!
-Τι λες μωρή φακλάνα δεν σου κάθομαι ούτε με σφαίρες άμε να βρεις κάνα γρύλο.

(από sar12345, 21/08/11)(από sar12345, 26/08/11)

Δες και φαλαινοθηρικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To μικρό τριγωνικό μαγιό για άντρες το οποίο δεν είναι βερμούδα ονομάζεται έτσι ακριβώς λόγω του τριγωνικού σχήματός του.

Το μαγιό αυτό θεωρείται πασέ, και μάλλον απαράδεκτο, πιθανόν για τον λόγο ότι διαγράφεται το πακέτο δραματικά περισσότερο από ό,τι στο μαγιό βερμούδα, το οποίο και έχει κυριαρχήσει συντριπτικά. Το φορούνε συχνά ρετρογκέηδες, γραφικοί, σφίχτερμεν που θέλουν να δείξουν το σύνολο των γυμνασμένων ποδιών τους (χωρίς να είναι απαραιτήτως σφυρίχτερμεν), και πιθανόν ανυποψίαστοι άνδρες που απλώς τους αρέσει καλύτερα η αίσθησή του. Η τυρόπιτα μεσουράνησε στα ένδοξα 80ς και πλέον αποτελεί αρχαϊκό κατάλοιπο.

Πάσα: johnblack.

- Πού πας ρε καραμήτρο με την τυρόπιτα! Είσαι τόοοοοσο εϊτίλα! Βάλε ρε καμιά βερμούδα να γίνεις άθρωπος!

(από Khan, 20/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified