Further tags

Ο πολύ, μα πολύ βλάκας.

Bλάκας + Megatron (αρχηγός των Decepticons στους Transformers) = βλάκατρον.

- Φώναξα τον κλειδαρά γιατί νόμιζα οτι είχα κλειδωθεί έξω, αλλά τελικά δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα, μιας και η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Δεν σκέφτηκα να δοκιμάσω το πόμολο πρώτα...
- Ε, είσαι βλάκατρον!

(από xalikoutis, 09/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αγγλική αργκό του ίντερνετ, pwned σημαίνει σκοτώθηκα ή ταπεινώθηκα σε ένα παιχνίδι.

ALL NOOBZ R PWNED (= όλοι οι οι ψάρακες έχασαν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο James Bond, όπως πρωτοακούστηκε σε ευτελές ελληνικό τραγούδι των 60's (περιλαμβάνεται στη συλλογή «Φόλα Παρτίδα»)

  2. Αυτός που είναι εξοπλισμένος με τα ακριβότερα και πιο εξελιγμένα γκάτζετ και τα επιδεικνύει πουλώντας μούρη.

  3. Ο ριψοκίνδυνος, αυτός που αντέχει και επιβιώνει και στις πιο αντίξοες συνθήκες, όλως παραδόξως χωρίς καν γρατζουνιά, συχνά συνώνυμο του Ράμπο, ή κομμάντο.

  1. ...Τζέμης Μποντ θα γίνω, για να σε αποκτήσω...
    ...θα γίνω, θα γίνω για σένα Τζέμης Μποντ

  2. (σε καφενείο χωριού):
    - Κρύψε ρε Σάκη το άη φον και μας κοιτάει όλο το χωριό!
    - Κάτσε ρε Μπάμπη, εσεμές στέλνω!
    - Στείλε από το δικό μου ρε μαλάκα, θα σε περάσουν για τον Τζέμη Μποντ! Μου έχεις κοτσάρει και το bluetooth στο αυτί, φιρί φιρί το πας να μας την πέσουν!

  3. - Τα έμαθες για τον Τάσο ρε ψηλέ;
    - Όχι, τι έκανε πάλι το θηρίο;
    - Ανέβηκε προχτές στην ταράτσα να φτιάξει την κεραία...
    - Και τον χτύπησε το ρεύμα;
    - Όχι, χειρότερα! Έπεσε στο κενό!
    - Τι λε ρε φίλε; Αυτός μένει και σε 5όροφη! Πού νοσηλεύεται να πάω να τον δω; Ή μήπως ήρθαν τα χειρότερα;
    - Εδώ είναι το αστείο! Ούτε γρατζουνιά! Έπεσε πανω σε καρότσα με σεντόνια, είχε λαϊκή από κάτω!
    - Τι λες τώρα ρε φίλε, Τζέμης Μποντ ο δικός σου...
    - Αλλά ο γύφτος τον κατσάδιασε γιατί του γκρέμισε την καρότσα...
    - Πω, απίστευτο, κάτσε λίγο να συνέλθω...

Χρήστος Κορωπιώτης «Τζέμης Μποντ» (από vikar, 12/08/11)(από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού σπεσιφικέησονς. Αναφέρεται στα προσόντα ενός πισιού όπως ταχύτητα επεξεργαστή, ραμ, ταμ, τιριρί και τα λοιπά συναφή.
Δημοφιλές στην προσφιλή φυλή των κομπιουτεράδων, ενδεχομένως να χρησιμοποιείται και γενικότερα (γκόμενες, τυρόπιτες κτρ).

- Τι σπεκς έχει το μηχάνημα;
- Τι σπεκς και μαλακίες μωρέ το μπουρί, για πέταμα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.

Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σπέκι, το / γεν.: του σπεκίου: Το σπεκ, βλ. εκεί την ετυμολογία, που έχει εισέλθει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Η Γενική θυμίζει και ρουμάνικο όνομα.

  1. - Το σπέκι του σπεκίου, σου αξίζει μεγάλε!

  2. - Πολυτονιστής ευπατρίδης: Ασμένως απαντώμεν τω παρ' υμίν σπεκίωι μετά ημετέρου σπεκίου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. My Ass Off. Σύντμηση του ROFL-MAO= Rolling On Floor Laughing my Ass Off, που είναι υπερθετικός του λολ (lol). Δηλαδή κυλιέμαι στο πάτωμα γελώντας τον κώλο μου. Βλ. LMFAO κ.λπ. για όλη την βιβλιογραφία. Μπορεί να ειπωθεί και MFAO= My Fucking Ass Off ή MHAO=My Hairy Ass Off. Το λολ της υπόθεσης είναι ότι μοιάζει με τον Mao Zedong τον κομμουνιστή ηγέτη της Κίνας. Κι όπως είναι προχώ να λες προχώ, έτσι είναι ΜΑΟ να λες ΜΑΟ. Ο καραλώλ αστειάτορας λέγεται μαοϊστής.

  2. Ο ίδιος κομμουνιστής ηγέτης σλανγκίζεται ως ΓαΜάο Τσε Τουνγκ, συνώνυμο του γκραν γαμάω. Κάπου το πήρε κι αυτό το μάτι μου μες στην λημματοπλημμύρα.

Χα χα λολ, πολύ αστείο, λμφάο σου λέω, ροφλ-κόπτερ, είσαι πολύ μαοϊστής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σο προέρχεται από το αγγλικό «so» που θα πει διάφορα πράγματα όπως «έτσι», «συνεπώς», «οπότε», «τόσο» και διάφορα άλλα (είναι μαζεμένα τα πάντα, όλα εδώ, μην λέω πράματα που τα 'παν άλλοι πριν από μένα)..

So – συντριπτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα συνώνυμα (έτσι, συνεπώς, επομένως, οπότε, τόσο): έχει μόνο δυο γράμματα.

Σοσυντριπτικότερο πλεονέκτημα σε σχέση με το So: έχει επίσης μόνο δυο γράμματα, αλλά επιπλέον δεν χρειάζεται να γυρίσεις το πληκτρολόγιο στα αγγλικά. Αυτή γενικά είναι μια επίπονη και βαρετή διαδικασία, όπου πρέπει να πατάς ταυτόχρονα alt και shift (ή ακόμα χειρότερα να κάνεις κλικ με το ποντίκι στο EL για να γίνει EN) και πέρα και δώθε, είπαμε να το συντομεύσουμε, όχι να το γαμήσουμε και να ψοφήσει. Συνεπώς, (Σο) πρόκειται για περίπτωση όπως αυτή που αναφέρεται εδώ: «...προκύπτει από την παράλειψη αλλαγής του πληκτρολογίου από ελληνικό σε αγγλικό κατά την αναγραφή...».

Έτσι λοιπόν, (Σο) γράφοντας μόνο δύο απλά γραμματάκια, έχει επιτευχθεί, με τον λιγότερο δυνατό κόπο και χωρίς διασπάθιση πόρων, ο στόχος της επικοινωνίας που είναι και το ζητούμενο.

Όπερ έδει δείξαι.

Σλαγκασίστ: Mes, poniroskylo, Χανκ


Το λήμμα προτάθηκε στο ΔΠ από τον Χάνκυ ως εξής: «Μεσιά ή κοψομεσιά ή κομψομεσιά; Σημαίνει έτσι, έτσι; Αμερικανιά; Χαριτωμενιά; Ας μπει κι αυτό!» Προσωπικά συμφωνώ με όλα. Εν ολίγοις η πρόταση θα μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει ορισμό, αλλά είπα και τις μεσιές μου και σας έδειξα την πραγματική αλήθεια.

Σαν να λέμε «συνεπώς» - από εδώ.
Μπλα μπλα μπλα (επιχειρήματα)… Σο, το να μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα είναι καλό για σένα κοπέλα του σήμερα

Σαν να λέμε «οπότε» - από εδώ.
Αν καταλάβατε καλά, this is the twilight zone. Παίζει όμως και το θέμα αδρεναλίνη εδώ, σο, ό,τι σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Σαν να λέμε «έτσι λοιπόν»: από εδώ
Douze points!!! σημαίνει δώδεκα πόντοι στα Γαλλικά και η έκφραση προέρχεται από το σύστημα βαθμολογίας στη Γιουροβίζιον - κάθε χώρα δίνει πόντους σε δέκα τραγούδια, από 1, 2, 3 μέχρι τους 8 και μετά 10 ποντούς στην δεύτερη επιλογή και 12 στην τοπ. Σο, που λέει κι η mes, … είναι παράδοση οι παρουσιαστές να τα επαναλαμβάνουν και στα Αγγλικά ΚΑΙ στα Γαλλικά…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified