Further tags

αραχτική θηλυκό


Η ομαδική πράξη 3 εως 5 ατόμων στην οποία τα άτομα αποφεύγουν την εργασία για πάνω απο 17 ώρες σε ιδιόκτητο χώρο ενός απο των συμμετεχόντων, ώστε να ανακτήσουν τις δυνάμεις του και να περάσουν τον χρόνο τους ασχολούμενοι με τα εκάστοτε ενδιαφέροντα τους.


Ο όρος αραχτική ορίστηκε απο τους NBN (Never Be Named)

-Πως πέρασες στην αραχτική;
-Λιώσαμε LoL και χώσαμε.


-Πάλι αύριο θα γυρίσεις σπίτι;
-Ναι, έχουμε αραχτική με τους υπόλοιπους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένα κλικ λιγότερο μεταφορικά από τον άλλο ορισμό για τα γλειφτρόνια, είναι το κυριολεκτικό σπατουλάρισμα, δηλαδή το επιφανειακό γλείψιμο σε αιδοίο, πρωκτό ή άλλη ερωτογενή ζώνη με κινήσεις που με λίγη φαντασία θυμίζουν σπατουλάρισμα τοίχου ή άλλης επιφάνειας.
  1. Ξαναμμένο πουτανάκι γαμιέται στο μπάνιο, μετά από καλό σπατουλάρισμα! (Από σάη για ενήλικες).
  2. Τα θετικά της είναι οτι κάθεται χωρίς να βιάζεται, δέχεται σπατουλάρισμα πολύ καλό στο νινάκι της, αν είστε πεντακάθαροι και την έχετε καβλώσει καλά με το σπατουλάρισμα ίσως δεχτεί και δαχτυλάκι. (Από μπουρδελοσάη).
  3. Ρομαντικα γλωσσοφιλα κατευθειαν, και σιγα σιγα αρχισα να κατεβαινω μεχρι που εφτασα στο μουνακι της αλλα για καποιο ανεξηγητο λογο δεν ειχα αναγκη να το γλυψω [sick]. Δεν ξερω γιατι.. Αντιθετως την εβαλα να ξαπλωσει μπουμητα και επαιζα με την κωλαρα της και φυσικα αρχισα να τη γλυφω [sick].. Εκανα και ενα συντομο σπατουλαρισμα στο κωλοτρυπιδι της. (Ακόμη ένας Πυγμαλίων γλύπτης).

2.Επίσης το να χρησιμοποιείται μέικ απ και άλλα καλλυντικά μέσα ώστε να μη φαίνονται οι ρυτίδες και άλλες ατέλειες ενός προσώπου.

H Kαινούργιου είναι αντικειμενικά άσχημη γυναίκα. Εδώ με τόσο σπατουλάρισμα και δεν την συνεφέρνουν...(Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε άνω κεφάλια, κάτω κεφάλια, μύγες σε σπαθιά, σακάκια ή λεβέντες τσολιάδες. Αναφερόμεθα στην ικανότητα ενός κράτους, μιας επιχείρησης, μιας φιλανθρωπικής οργάνωσης, ή ενός ιδιώτη να συγκεντρώνει χρήματα μέσω δανεισμού, αύξησης κεφαλαίων, ή δωρεών. Πρόκειται για καραμπινάτο παπαχελληνισμό, εκ του αγγλικανικού fundraising.

- Έξι… φορές η υπερκάλυψη για το εταιρικό ομόλογο της ΔΕΗ, «σηκώνει» 700 εκατ. ευρώ (εδώ)

- Η Ελλάδα σχεδιάζει να λήξει τον τετραετή "αποκλεισμό" της από τις διεθνείς αγορές μέσω μιας έκδοσης ομολόγου το επόμενο έτος, ανέφερε ο Γ. Στουρνάρας σε δηλώσεις στο Reuters. "Θα είναι μικρή έκδοση", ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, προσθέτοντας ότι (...) η χώρα δεν χρειάζεται να "σηκώσει" μεγάλο ποσό διότι τα κεφάλαια που έχει λάβει η Ελλάδα από το ΔΝΤ και την ΕΕ έχουν βελτιώσει το προφίλ χρέους της (ευσεβείς πόθοι, εκεί)

Λίγο πιο δόκιμα και λιγότερο παπαχελληνικά, σηκώνω στα χρηματοοικονομικά επίσης σημαίνει εκταμιεύω φταλέ από την τράπεζα:

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΒΟΜΒΑ !!! ΠΟΙΟΙ ΣΗΚΩΣΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΤΑ 20 ΔΙΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ;;; (παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λωρίδα ξύλου σε σχήμα γιου (U, περίπου δηλαδής) το οποίο συγκρατεί το σκάφος έγχορδου όργανου στο κάτω μέρος.

Στη σλανγκ των δρομέων σημαἰνει απροπόνητος, με όχι τρομερές επιδὀσεις. Μιας και το δρομικό κίνημα έχει αλματώδη άνοδο, άλλο τόσο έχουν αυξηθεί και οι κολάντζες. Παραδεἰγματοσχάριν:

Ημιμαραθώνιος Ταυγέτου, 500 μέτρα σχεδόν κάθετη ανηφόρα σε αντιπυρική ζώνη. Ακούγεται φωνή μεσήλικα, ίσως πρώην τεφατζή και νυν αστειἀτορα να αναφέρεται σε συντρέχτες του: Άντε ρε κολάντζες, κουραστήκατε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγριμικό και αγρινικό

Είναι το άγριο ζώο, τ’ αγρίμι, σε γλώσσα παλιά αγροτική/κτηνοτροφική/κυνηγετική, αλλά και ποιητική. Είναι ακόμη ποιμενικός δαίμονας (που βλάπτει τα πρόβατα, κλέβει τα γάλα κ.ά), καλικάντζαρος καθώς και προσωποποίηση του κακού, όπου δει.

«...Ε, Λία μου. Χοντρό δεντρό
πόχεις στη ρίζα κρύο νερό
και στην κορφή χρυσό σταυρό.
Να ζε φυτέψου στο βουνό, φοβάμαι για τ’ αγριμικό
να ζε φυτέψου στο γυαλό, φοβάμαι για σκυλόψαρο
να ζε φυτέψου στην καρδιά, να ζ’ έχου νύχτα και ταχιά...» (εδώ)]

Πρόσφατα ήρθε στο προσκήνιο γιατί φέτος, το έργο της Μαρίας Παπαδημητρίου “Αγριμικά” είναι η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στην 56η Μπιενάλε της Βενετίας.
“Αγριμικά”, το  έργο της Μαρίας Παπαδημητρίου

Αγριμικά είναι η ελληνική λέξη για τα ζώα που δε μπορούν να εξημερωθούν. Αλεπούδες, κουνέλια, αγριογούρουνα. Αγριμικά αποκαλούσαν και τους αρχηγούς της αντίστασης κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Η σχέση του ανθρώπου με τα ζώα προκαλεί πολλές ανησυχίες που κυμαίνονται από την πολιτική και την ιστορία την οικονομία και τις παραδόσεις, την ηθική και την αισθητική, τον φόβο του ξένου και του ακατανόητου. Είναι ένα όχημα η σκέψη αυτή, για μια σύγχρονη αλληγορία του θηρίου που ανθίσταται να γίνει ιδιοκτησία μας.

lifo

Το «αγριμικό», που βρίσκεται σε μία συνεχή καταδίωξη, γίνεται το όχημα μιας σύγχρονης αφήγησης. Έτσι, το έργο δρα ως μία αλληγορία της αντίστασης του κτήνους που αρνείται να γίνει κτήμα.

δελτίο τύπου ΥΠΠΘ

Σ’ αυτό το μαγαζί είμαι από το 47 μέχρι τώρα. Συνέχεια. Πρώτα ήμουν υπάλληλος, μετά το 75 πήρα την επιχείρηση μόνος μου και μετά αγόρασα και το ακίνητο. Με λένε Δημήτρη Ζιώγο. Η Νομαρχία έκανε λάθος και έδωσε στα παιδιά μου το επίθετο Ζιώγας. Γι’ αυτό στην ταμπέλα θα δεις «Δέρματα Μαλλιά Αγριμικά Εμμανουήλ Δημητρίου Ζιώγας». Το έχω αφήσει πια το μαγαζί στο γιο μου. (εδώ)


ο αξέχαστος και εξαίρετος πεζογράφος Δ. Χατζής στο 12ο διήγημα του στο βιβλίο του «Το διπλό βιβλίο» με τον τίτλο «Η τελευταία αρκούδα της Πίνδου», παρουσιάζει τον κεντρικό ήρωα του διηγήματος του, τον Σκουρογιάννη, να συμφιλιώνεται μα την αρκούδα της Πουλιάνας και να βρει κοινή γλώσσα, ενώ με τους Ντομπρινοβίτες – δηλαδή με τους ανθρώπους — να μη μπορεί να συνεννοηθεί! Αυτό ισχύει και για όλα τα’ αγριμικά του δάσους. (εδώ)

είδος εμπορεύματος

(...) τομάρια, αγριμικά και πολλά μαλλιά συγκεντρώνονταν σε μεγάλη ποσότητα και προορισμός τους ήταν το Μπάρι, η Τεργέστη, το Φιούρι και άλλες πολιτείες της Ευρώπης. (εδώ)

και σύγχρονη χρήση της λέξης από οικολόγους (εδώ) και από κυνηγούς (εδώ)

Μπορεί να ξαναζωντανέψουν η παραμελημένη επαρχία και τα ακριτικά νησιά μας, εφόσον εντάξουμε τα αγριμικά μας στα οικοτουριστικά αξιοθέατα.

και... delivery!

Ο Περικλής Μελιγκάκος, από το Καρυοβούνι, το «αγριμικό με την καλύτερη καρδιά», όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι, είναι ένας από τους ανθρώπους που κρατούν ζωντανό τον τόπο. Ψήνει με περισσή μαεστρία τη γουρνοπούλα στον φούρνο στο Νιοχώρι κι έπειτα προσφέρει τον απίθανο μεζέ από χωριό σε χωριό, στήνοντας συχνά από το πουθενά μικρά γλέντια. (εδώ)
αγριμικό delivery

Και παρατσούκλι, μάλλον προερχόμενο από επάγγελμα (εδώ)

Άγριος χορός (εδώ)


- Η πριγκιπέσα του Μάλαμα είναι το μοναδικό τραγούδι σε 8/8 που χορεύεται απο όλους ζειμπέκικο
- αγριμικο , κοντα στο απταλικο , συγγενευει λιγο με το ζεϊμπέκικο
- ναι αλλα δεν έχει το γαμημένο τελευταίο χτυπηματάκι
Η "πριγκιπέσσα", το αγριμικό απτάλικο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Θεσσαλονίκη λέγεται έτσι το αμάνικο ρούχο. Από το περσικό καβάδ (=πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια) και την κατάληξη -ούρα. (από δω)

ΦΛΟΡΑΛ ΦΟΡΕΜΑ ΚΑΒΑΔΟΥΡΑ

  1. σαρεσει αυτός με τα κροκς και την πορτοκαλι καβαδουρα με ρωτάει, όχι φυσικά, ναι αλλα έχει σκηνή που ανοίγει με μια κίνηση, αμμμμμμ
  2. Ο βλαξ ο γείτονας με φουξ καβαδούρα & χαμηλόμεσο D&G διαβάζει στον κήπο το 2ο τεύχος τής fake Ραδιοτηλεόρασης, με ψευδοδηλώσεις .lak Γαβαλά.
  3. Χωριό, φύση, πρασινάδες, ιπτάμενα πράματα, "αμε να βάλεις καμια καβαδούρα κάνει ζέστη" η μάνα μου, ζωάρα
  4. τοπικός σαλονικιος καλονος, με βρακα ασπρι, καβαδουρα, μπανανα τσαντακι στη μεση και φουλ τριχα μας τρελαινει τωρα στους duran duran!
  5. γυναίκα με μπαμπάτσικο μπράτσο μπορεί να φοράει καβαδούρα (όχι και το καλύτερο)..άντρας με ασχημάτιστο μπρατσάκι 12χονου..ποτέ :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στα ξυρισθέντα στον βωμό της τριχοφοβίας γυναικεία γουνάκια, σε ψαρομεζέδες, σε παίκτες-γούνες ή στα πεδία επίλυσης πολιτικών διαφορών δια της εκδοράς• αναφερόμεθα στις πομπώδεις γούνινες βάτες που φέρει η επίσημη στολή των ανωτάτων δικαστώνε.

Γουνάκια σε παράταξη full metal jacketΓουνάκια σε παράταξη full metal jacket

- Χωρίς… το λευκό χαρακτηριστικό γουνάκι γύρω από το λαιμό του, εμφανίστηκε σήμερα ο πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου Νικόλαος Πάσσος στην δίκη του Παπακωνσταντίνου, προκαλώντας την έκπληξη πολλών! (...) Φταίνε οι οικολόγοι; να φταίνε τα πρωτόκολλα; ή μήπως η πολλή ζέστη δεν επέτρεπε το... τριχωτό κολλάρο; Η απάντηση κρύβεται σε...λόγους αισθητικής. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ενδυμασία των δικαστών του Αρείου Πάγου και εκείνων του Συμβούλιου της Επικρατείας διαφέρει και ως εκ τούτου κρίθηκε σκόπιμο, όλοι τους να εμφανιστούν με κοστούμια, χωρίς διαφορετικούς τηβέννους και "σαλιάρες", ώστε να υπάρχει ομοιομορφία (εδώ)

Ο όρος πρωτοσλανγκίστηκε κατά τις δικαστικές περιπέτειες του Αντρίκο ντελ Πάσο για την υπόθεση Κοσκωτά το '91 υπό την προεδρία του Προέδρου του Αρείου Πάγου Βασίλη Κόκκινου, του επονομαζομένου από το σλανγκεπώνυμο πλήθος της εποχής και γουνάκια.

Ο "γουνάκιας" Βασίλης Κόκκινος μετά των γουνακίων τουΟ "γουνάκιας" Βασίλης Κόκκινος μετά των γουνακίων του

Τα γουνάκια στη συνέχεια αυτονομήθηκαν, για να περιγράφουν δικαστικές διώξεις per se:

- Έρχονται γουνάκια για τα σκάνδαλα (εδώ)

- "Κινδυνεύω, κύριε Χατζηνικολάου, να πάω στα γουνάκια, χωρίς να έχω κάνει τίποτα", είπε ο Βουλγαράκης απόψε στο δελτίο του ALTER. (εκεί)

- Ένα βήμα πριν από «τα γουνάκια» (παραπέρα)

Συχνά δε εκφέρονται σκωπτικά εις βάρος τηλεδικαστών και εισαγγελάτων:

- Χρόνια και χρόνια στο στρατοδικείο του δελτίου των 8, ο δικαστής Πρετεντέρης έχει αποκτήσει τεράστια πείρα δικών και καταδικών. Κανένας δεν ξέφυγε από τα γουνάκια του, δάσκαλοι, καθηγητές, πανεπιστημιακοί, διοικητικοί, φοιτητές, αγρότες, λιμενεργάτες, καθαρίστριες, συνδικαλιστές, διαδηλωτές, κόμματα, όλοι οι εχθροί των αφεντικών του Γιάννη -κι είχε πολλά αφεντικά, τρομάρα του- πατήθηκαν χάμω σαν τα σκουλήκια. Στόμωσε η πένα του Πρετεντέρη να υπογράφει καταδίκες, έγινε σαν το σπαθί του Μπότσαρη, που στόμωνε από αίμα στα γιουρούσια του 1821 (Αυγή, όχι η χρυσή, η άλλη)

Συνειρμικό σλανγκασίστ: το λήμμαν σαλιάρα του patsis.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των λέξεων "αστακός" και "δίχτυ", το δίχτυ για το ψάρεμα του αστακού. Το εν λόγω είναι δίχτυ βυθού, από χοντρό και γερό νήμα με μεγάλα μάτια, μανωμένο, χωρίς φελλομόλυβα κι αφού προορίζεται για συγκεκριμένο θήραμα, ανήκει στα λεγόμενα επιλεκτικά αλιευτικά εργαλεία.

Με δεδομένο δε ότι ο αστακός εξαιτίας του τραχέος κελύφους του, περαιτέρω της περιορισμένης κινήσεώς του επί του βυθού και τέλος της έλλειψης ευελιξίας του, αρκεί απλά να πλησιάσει στο δίχτυ για να συλληφθεί, γίνεται κατανοητό ότι το αστακόδιχτο κατά κανόνα δεν χρειάζεται (συνεπές)λέντισμα και νετάρισμα, πολλώ δε μάλλον μαντάρισμα.

Οι περισσότεροι ερασιτέχναι αλιείς άμα τω σαλπαρίσματι, το ξαναμολάρουν για την επόμενη καλάδα κι έτσι το δίχτυ βρίσκεται σε μόνιμη δραστηριότητα, πράγμα που είναι και λογικό και πρακτικό αφού η διάρκεια του συγκεκριμένου ψαρέματος (= παραμονής του διχτυού στο βυθό)ξεκινάει από τις δέκα ώρες και σε περιπτώσεις τρικυμίας μπορεί να φτάσει μέχρι και δύο μέρες.

Επειδή όμως μέχρις εδώ δεν διαφαίνεται η σλανγκική χρήση του αστακόδιχτου, πάμε στα ετρούσκικα:

Αστακόδιχτο είναι το κακοπαθημένο δίχτυ, το οποίο προοριζόταν για άλλη χρήση, αλλά το γαμήσανε οι φώκιες, τα υφαλοπιασίματα με τα επίμονα βιντζοτραβήγματα και κυρίως η βαρεμάρα (και η απογοήτευση) του ψαρά να ασχοληθεί σοβαρά με το εν γένει συγύρισμά/συντήρηση του διχτυού. Για να μην πεταχτεί και βέβαια για να μην αντικατασταθεί(κόστος που απαιτείται για 500 μέτρα νάιλον δίχτυ τη σήμερον Μάη του 2015, γύρω στα 700 ευρώ) ο ψαράς του τροποποιεί τη χρήση, το βαφτίζει αστακόδιχτο, το απογυμνώνει από φελλά- μολύβια (αν έχει)και το πετάει στη θάλασσα κι ό,τι βγάλει.

σ.σ: Προκειμένου να του πιάνει άχρηστο τόπο, καλύτερα να το ψαρεύει. Κι άμα βγάλει; Τότε είναι που δε θα πεταχτεί ποτέ. Οι αλιείς είναι φύσει προληπτικοί κι ότι τους βγάλει μια φορά μεροκάματο το αγαπάνε μέχρι θανάτου. Από βάρκες μέχρι αλιευτικά μέσα, μέχρι σημάδια (τόποι ψαρέματος) και καιρικές συνθήκες, οι εμμονές και η μυστικοπάθεια πάνε και σύννεφο και χέρι-χέρι.

Η καταγωγή του είναι νησιωτική από Χίο, βεβαίως, και φαντάζομαι όχι μόνον. Τα Ψαρρά μπορεί να έχουν τη χάρη της πληθώρας των αστακών, στα Καρδάμυλα όμως το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Νικόλα και τους συν αυτώ που έχουν βαλθεί να γεμίσουν τις αποθήκες των (αλλά και άλλων, μη τρεφόντων αγάπη εις το hoardıng) με κουρέλια.

Αντώνυμο μάλλον είναι το αψάρευτο δίχτυ, του κουτιού που λέμε.

Συνώνυμο το κουρέλι/κουρελόδιχτο.

Πλάτων καρδαμυλίτης αλιεύς: εδώ δε πως το κάμανε..να γαμήσω και τις χελώνες, να γαμήσω και τα δολφίνια..Τι 'α ράψεις απο έδεφτο το πράμα;

Γιώργος λαγκαδούσος παραγιός: 'Α το κάμεις αστακόδιχτο αφεντικό, όπως έκαμες και τα άλλα δύο που σου πεφτώσανε τα κήτη.

Πλάτων αλιεύς: αστακόδιχτο 'α κάμω το σώβρακό σου που το φορείς από πρόπερσυ...

Γλωσσίδιον:

- νήμα: προφ. το χρυσίζον κομμάτι του διχτυού. Μπορεί να είναι νάιλον, "πολύκλωνο κρυσταλιζέ" και μεταξωτό (για επιδέξια ψαρέματα). Αν και η σκέψη ότι οι Κινέζοι ως πρωτοπόροι στην εν λόγω μέθοδο (από το 2800 πΧ) τα φιάνανε από μετάξι είναι ρομαντικοτάτη, η μέχρι τούδε αλήθεια υποστηρίζει ότι τα πρώτα δίχτυα ήσαν φτιαγμένα μεταξύ άλλων από ήμερη κάνναβη. Οι δικοί μας που ήσαν πιο ξύπνιοι φτιάναν δίχτυα από την εύκαμπτη ιτιά - και τρώγανε τους σπόρους της κάνναβης για να ρίχνουν τα τριγλυκερίδια (αφού ως γνωστόν εμείς είχαμε από τότε χοληστερίνη).

- μάτια: τα ανοίγματα του διχτυού, [μετριέται και τεντωμένο και χαλαρό]. ενδεικτικά 7mm για την αθερίνα, 220mm για τον αστακό. Εξού και το επιλεκτικό του αλιευτικού εργαλείου, μόνο αστακός πιάνεται σε φτούνη τη χοάνη. Μάτι πάντως λένε οι μυημένοι στα αλιευτικά και το άνοιγμα του διχτυωτού καλσόν.

- μανωμένο : με περισσότερα του ενός φύλλα διχτυού (δύο-τρία). το "απλάδι" επί παραδείγματι είναι μονό φύλλο και κερδίζει σε (κατά νόμο)ύψος(έως 10μ αντί των έως 4μ του μανωμένου). "μανός": ο χαλαρός, αραιός βρόγχος που διευρύνει το πάχος του διχτυού και καλύπτει έτσι μεγαλύτερη επιφάνεια σε πλάτος στο βυθό.

- φελλά: φελλοί, τα σαν λουκουμάδες πορτοκαλοκόκκινα κοκκάλινα/από PVC μέρη, που περνώνται από το πάνω σκοινί των διχτυών. Εσχάτως αντικαθίστανται από φελλόσχοινο (σχοινί με καρδιά από φελλό) για να μην ζορίζονται τα δίχτυα στο σήκωμα και να μην κακοπαθαίνουν, όπως τα αστακόδιχτα, κακή ώρα.

- μολύβια: βαρίδια από μολύβι, συνήθως μακρόστενα κυλινδρικά, περνώνται στο κάτω σχοινί. Εσχάτως αντικαθίστανται από μολυβόσχοινο (σχοινί με βάρος έως και 500 γρ. ανά μέτρο) για τους ως άνω λόγους. Πάνω φελλοί και κάτω βαρίδια δια της άνωσης και της βαρύτητος εξασφαλίζουν την επιθυμητή υποθαλάσσια στήση, ναι,ναι στήση του διχτυού.

- Λέντισμα: το ξεμπέρδεμα των διχτυών μετά το μάζεμα. Σε άλλα μέρη (Μεσολόγγι κατά το νετ και Πορτοχέλι όπου μετέφεραν οι Μεσολογγίται την τεχνογνωσία των)το λέντισμα αναφέρεται ως ιδιότυπος τρόπος ψαρέματος που θυμίζει ένα συνδυασμό του ποταμίσhου"παρακλαδιού"(για τους Πελοποννησίους αναγνώστας) με "βολόδιχτο" (για τους μερακλήδες και ατρομήτους μεταμεσονυκτίους αλιείς).

- Νετάρισμα: το καθάρισμα από υπολείμματα οστρακοειδών, φυκιών κλπ. Οι Χίοι το χρησιμοποιούν στην καθομιλουμένη αρκετά:

1) Πα' νετάρω (τελειώσω-σπατσάρω- καθαρίσω) τις δουλειές μου

2) Νετάριζε (βγόδωνε, σάλευγε) να φεύγωμε

- σαλπάρισμα: μάζεμα του διχτυού εκ του ιταλ. salpare, πιθανολογώ ως παραλληλισμό με το σήκωμα της άγκυρας ως τελευταία πράξη των προς αναχώρηση πλοίων. Όποιος γνωρίζει, σχολιάζει.

- μολάρισμα: ρίξιμο των διχτυών εκ του ιταλ. mollare , να αμολάς, να αφήνεις, να χαλαρώνεις. ΟΧΙ εκ του ψωνίζω με τα μάτια στο δα μωλλ.

-Καλάδα: το σύνολο της ψαριάς, αντιδάνειο εκ του ιταλ. calare- να χαμηλώνεις (βυθίζεις) κι αυτό με τη σειρά του από το Χαλάω/Χαλαρώνω. Γενικώς γίνεται της καργιόλας με τη λέξη καλάρω. Άλλος τη χρησιμοποιεί για σηκώματα διχτυών, άλλος για ριξίματα κι άλλος για το σύνολο του ριξιμοσηκώματος.

- μαντάρισμα: ότι κάνουμε και στις τρούπιες κάρτσες.. με τη διαφορά ότι βλέπεις τον άλλο ολόκληρο γαϊδούρι κοκκινόσβερκο να κάθεται με τη σακοράφα στα βότσαλα αξυπόλητος με γυρισμένα τα μπατζάκια και δώστου σταυροβελονιά. Έχει κάτι το σουρεάλ η όλη σκηνή. Ειδικά όταν παρεμβαίνει σε κουβέντες που νομίζεις ότι δεν παρακολουθεί γιατί έχει δήθεν το μυαλό του στον αργαλειό. Μέγιστη αφορμή για κοπροσκύλιασμα μακριά απ' τη γυναίκα το μαντάρισμα..

Και δύο μπόνους που προκύπτουν από το γλωσσάρι αλά ινσέψιο:

βολόδιχτο:δίχτυ μικρού σχετικά μήκους (100-200 μ) με πυκνότατη πλέξη (πολύ μικρά ανοίγματα) με το οποίο κυκλώνεις την περιοχή ενδιαφέροντος, έπειτα προκαλείς θόρυβο χτυπώντας τα κουπιά στη βάρκα για να ωθήσεις τα ψάρια προς το δίχτυ και το μαζεύεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (άμα τη γραφή του κύκλου).

Παρακλάδι: Γαμώ τις φάσεις. Εκτροπή της ροής του ποταμού στα σημεία που διακλαδίζεται με πασσάλους και λοιπά σύνεργα(μουσαμάδες, κλαδιά κτλ) προκειμένου να διοχετευθεί όλο το νερό στο ελεύθερο κλαδί. Στη συνέχεια στερεύει το νερό στο ταμπουριασμένο κλαδί και καταλήγει εν είδει ρυακίου να φιλτράρεται όλο μαζί με τα εντός του ψάρια μέσα από ένα συρμάτινο χωνί ("καλαμωτή") στρατηγικά τοποθετημένο. Μετά από τρεις ώρες δουλειάς δέκα ατόμων βγάζεις κάνα κιλό ψαράκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με δονήσεις ξεκινά μια συλλογική-συνεργατική δουλεια με τον Donmhtsos πάνω στη ναυτική ορολογία βαπορίσια γλώσσα. Κι ο δρόμος είναι μακρύς...

" Άμα βραχεί ο κώλος σου με θάλασσα δε στεγνώνει ποτέ!" μου είπε ο γραμματικός (υποπλοίαρχος) την πρώτη μερα στο βαπόρι.

Λοιπόν!

Βαϊμπρέσιο (απο το αγγλικό vibration) κατά λέξη σημαίνει δόνηση, κραδασμός. Αναφέρεται στους κραδασμούς του πλοίου που προκαλούνται από την μηχανή του επειδή είναι παλινδρομική (δευτερευόντως κι από την προπέλα). Την αισθάνεσαι σαν ένα συνεχές τρέμουλο στις πατούσες κι ένα τρίξιμο στα χαλαρωμένα μέρη του πλοίου. Η ένταση (το πλάτος της ταλάντωσης) εξαρτάται από τη σχεδίαση, την ηλικία, τη συντήρηση τόσο της μηχανής (αν και έχουν αντικραδασμικούς μηχανισμούς τουλάχιστο τα νεώτερα) όσο και του σκάφους.

-Γιώργο, Γιώργο το τραπεζάκι τρίζει. Σεισμός!!

- Κοιμήσου μωρή! Το βαϊμπρέσιο του βαποριού είναι. (Κι έβλεπα όνειρο πως μπαρκάρησα για τη Λατίνα...)

Παλιότερα στις θαλαμηγούς έβαζαν ατμομηχανές που οδηγούσαν στρόβιλο και αργότερα στροβιλοκινητήρες (τουρμπίνες) επειδή ακριβώς δεν είχαν βαϊμπρέσιο που ενοχλούσε τους επιβαίνοντες. (Οι περιστροφικοί κινητήρες δεν έχουν κραδασμούς).

Στο φάσμα στροφών της κύριας μηχανής, ανάμεσα στο half ahead (πρόσω ημιταχώς) και το full ahead (πρόσω ολοταχώς) υπάρχει μια μικρή περιοχή στροφών (πχ από 62 ως 65 σ.α.λ.- οι αριθμοί τυχαίοι) το λεγόμενο critical point όπου το πλοίο συντονίζεται και τρέμει σύγκορμο και το οποίο οι πρώτοι (μηχανικοί) φροντίζουν να το προσπερνούν το συντομότερο γιατί το πλοίο υφίσταται επικίνδυνη καταπόνηση αν παραμείνουν οι στροφές στην περιοχή αυτή. Στα επιβατηγά το πέρασμα από το critical point το αισθάνεσαι λίγο μετά τον απόπλου όπου για πολύ λίγο το πλοίο τρέμει όλο μαζί να σπάσει και μετά ησυχάζει (δηλαδή το βαϊμπρέσιο επανέρχεται στο φυσιολογικό ).

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει οΓιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιλάι και ιβιλάι (από το αγγλικό heaving line = σκοινί ανύψωσης) ελληνιστί ορμίδιο. (Συνεκδοχικά στο βαπόρι λένε έτσι και όλα τα λεπτά σκοινιά) Πρόκειται για ένα λεπτό σχοινί αρκετού μήκους (10 – 30μ ανάλογα) που στη μια άκρη του υπάρχει ένα βάρος για να το πετάνε μακριά και στην άλλη μπορεί να προσδεθεί κάτι που πρέπει να ρυμουλκηθεί, ανυψωθεί κλπ όπως (το συνηθέστερο) η θηλιά (γάσα) του κάβου, από ένα πλοίο στη στεριά, σ’ ένα άλλο πλοίο κ.ο.κ. (ΕΙΚ 1)

Το χαρακτηριστικό του είναι η μπαλίτσα από σχοινί (τώρα και έτοιμες από διάφορα υλικά) που φτιάχνεται με ένα ιδιαίτερο κόμπο (ΕΙΚ 2) και που μπορεί να είναι μόνο σκοινί ή να περιέχει ένα πυρήνα από κάτι βαρύ πχ ένα μεγάλο παξιμάδι για μεγαλύτερο βάρος.

Το σκοινί είναι τυλιγμένο σε ίσους κύκλους για να ξετυλίγεται μόνο του. Το διαιρούμε στα δύο με μερικές θηλιές στη μεριά του βαριδιού και τις υπόλοιπες στο άλλο χέρι (ΕΙΚ 3) ή κάτω με την ελεύθερη άκρη ήδη προσδεμένη στο αντικείμενο που θα ρυμουλκηθεί ή κάπου σταθερά ( ώστε αν αστοχήσουμε να μην καταλήξει όλο στη θάλασσα).

-Σκοινί σου γύρεψα ρε, να μποτσάρουμε τα ξύλα στο τρέιλερ, σκοινι κι εσύ μού 'φερες βιλάι;

-Μή φωναζεις καπταΚωσταντή, θα σου φέρω το πιό χοντρό (παναγκασμά σε κωλόγερε αμπως [=απο τοτε που] βγήκες στη σύνταξη όλα σου φταίνε)

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified