Further tags

Αν και η ονομασία περισσότερο μας παραπέμπει προς την έννοια του ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής ή του Putzinstitut, αναφέρεται σε πραγματικό ινστιτούτο. Τα Ινστιτούτα Καυλί έχουν δημιουργηθεί από το περίφημο Ίδρυμα Kavli (Καυλί Foundation), το οποίο είχε ιδρυθεί από τον διάσημο φυσικό Fred Kavli. Τα παραρτήματα αυτά είναι διασκορπισμένα σε πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών όπως το Harvard, το Yale, το Cornell κ.τ.λ. και σε ένα πανεπιστήμιο στην Νορβηγία.

Στην αργκό, χρησιμοποιείται μεταξύ μελλοντικών επιστημόνων (τρομάρα τους) όσον αφορά τους επαγγελματικούς τους ορίζοντες και για ενθάρρυνση.

Επίσης ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση προκαλεί η απονομή των ομωνύμων βραβείων, τα διεθνούς κύρους Βραβεία Kavli, η οποία δίνει λαβή για ακόμα περισσότερα λογοπαίγνια («θα μείνω με το Kavli στο χέρι»).

- Πάλι δε μου βγήκε το πείραμα και δεν έχω τι να γράψω μέσα στη διπλωματική. Καρφί για Kavli με βλέπω.

Το λογότυπο του Ιδρύματος Kavli (από The Gray Jedi, 29/01/09)Ο περίφημος Fred Kavli (από The Gray Jedi, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαϊδευτικό της Λίλιαν. Λίλιαν- Λιλιανάρα- (μουνάρα)- νάρα.

-Και ποιοι θα είναι στο μπαράκι;
-Ο Μήτσος, ο Κίτσος, ο Λάκης, ο Μάκης, ο Τάκης, ο Σάκης και η Νάρα.
-Ποια Νάρα;
-Η Λιλιανάρα!
-Α, κατάλαβα! Θα είναι πάλι η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα!

Η Λίλιαν συστήνεται σε νέο ψαρωμένο θαυμαστή: Με λένε Λίλιαν. Οι φίλοι με φωνάζουν Νάρα. Εσύ μπορείς να με λες δεσποινίδα Ευαγγελία Μηνιάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίκτης του χρηματιστηρίου ο οποίος επιδίδεται στο σορτ σέλλινγκ, δηλαδή δανείζεται μετοχές σε μια τιμή πληρώνοντας κάποια προμήθεια, τις πουλάει ακριβότερα, τις γυρίζει πίσω, κρατάει την διαφορά.

Αυτή η άνοδος του χρηματιστηρίου οφείλεται στους σορτάκηδες.

Από το αγγλικό short selling, που γενικότερα αναφέρεται στην πώληση αγαθού από κάποιον, χωρίς αυτός να κατέχει το αγαθό τη στιγμή της πώλησης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αφοπλιστικό επιχείρημα.

Παλαιότερα και ο γεωργικός ελκυστήρας (απαρχαιωμένο).

- Αυτό που ζητάς δε γίνεται ρε παιδί μου!
- Θες να σου παραθέσω 200 τρακτέρ;
- Νταξναούμ ρε μαγκίτη! Τσάκω 500 μύρια!

(από pavleas, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουζούκι είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο, με ρίζες από την Αρχαία Ελλάδα (θεωρείται απόγονος της πανδούρας –πληροφορίες εδώ) και πολλά ερεθίσματα από την ανατολή (κυρίως από την περίοδο της τουρκοκρατίας). Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι το συγκεκριμένο λήμμα δεν αναφέρεται στο όργανο αυτό στον πληθυντικό αριθμό.

Κι αυτό γιατί, η λέξη αυτή ζει ανάμεσά μας για να περιγράψει λιτά, λακωνικά και εύστοχα τα νυχτερινά κέντρα στα οποία –και όσον αφορά τα μουσικά όργανα– κύριος πρωταγωνιστής είναι το μπουζούκι.

Κάθε κλασσικός Ελληναράς (καθώς και e-λληνάρας ή e-λληναράς τολμώ να πω, εφόσον κάποια πράγματα είναι αναλλοίωτα στο πέρασμα των ετών), που σέβεται τον εαυτό του, επισκέπτεται αυτού του είδους μουσικές στέγες προκειμένου, αφενός να διασκεδάσει (όχι τόσο με τα μουσικά ακούσματα, όσο με το τρίπτυχο ποτό-γυναίκες-χαβαλές) και αφεδύο για να πουλήσει μούρη στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του.

Από την λέξη αυτή προκύπτουν αρκετοί παράγωγοι slang όροι, όπως οι παρακάτω ήδη υπάρχοντες ορισμοί: μπουζουκλερί, μπουζουκοδάνειο, μπουζουκομάγαζα, μπουζουκομούνι κ.ά.

Σε καμία περίπτωση ο παραπάνω ορισμός δεν υποτιμά το μπουζούκι ως όργανο. Είναι δεδομένο ότι είναι ένα από τα πλέον εκφραστικά όργανα και μία κύρια πηγή έμπνευσης και ψυχισμού των Ελλήνων. Είδη όπως το γνήσιο λαϊκό και το ρεμπέτικο (που χρησιμοποιείται κυρίως αυτό το όργανο) είναι κάτι παραπάνω από αξιοσέβαστα για όλους μας.

Επίσης, όπως τόνισα και παραπάνω, το μπουζούκι είναι ναι μεν το πρώτο από τα όργανα σε τέτοιου είδους κέντρα, αλλά σε καμία περίπτωση ο κεντρικός πρωταγωνιστής. Γιατί πολύ απλά, βασικός πρωταγωνιστής ή πρωταγωνίστρια για να γίνω πιο συγκεκριμένος, είναι η τουλάχιστον μία αοιδός (τις περισσότερες φορές και πολλές περισσότερες) που έχουν από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα. Οι συγκεκριμένες αποτελούν πόλο έλξης για μεγάλο αριθμό των ανδρών παρευρισκομένων σε τέτοια κέντρα. (Βλέπε φώτος).

  1. Από συνεργάτες του υπουργού επισημαίνεται ότι τα σχετικά δημοσιεύματα και η διάδοση της πληροφορίας για την παρουσία του στα μπουζούκια προέρχονται από οργανωμένη προβοκάτσια, που ως στόχο έχει να βλάψει την πολιτική εικόνα του υπουργού, ιδιαίτερα τώρα που το υπουργείο του βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων. (εδώ)

  2. Τα μαγαζιά που φιλοξενούν “τα μπουζούκια” έχουν γίνει για να “τα οικονομίσουν χοντρά” κάποιοι, μαγαζάτορες της νύχτας ή “καλλιτέχνες” και όχι για να διασκεδάσουν τον κόσμο με την προσφορά πραγματικά λαϊκής μουσικής. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με τα Μακ, αλλά συγχρόνως ψωνισμένος, υποκουλτουριάρης, με περίσσια δηθενιά, που τό' χει το εργαλείο όχι επειδή το χρειάζεται, αλλά γιατί έτσι.

- Πάλι δεν μπορείς να παίξεις;
- Ασταδγιάλα, με τις εφαρμογές για τους μακάκηδες που δεν κάνουν για τα πισιά, το κέρατό μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.

Αδερφέ έναν έλεγχο κάνω στην εργασία, την τυπώνω και σπατσάραμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό αρκτικόλεξο SOS και την εμφατική κατάληξη -αρα, η σοσάρα είναι το πάρα πολύ σημαντικό. Συνήθως λέγεται για θέματα, που είναι πιθανό να πέσουν σε εξετάσεις.

Υπερθετικός: σούπερ-σοσάρα, καρασοσάρα.

-Από την ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ περιμένεις ρε καημένε να σου πουν τις σοσάρες των εξετάσεων; Αφού το έχουν μυριστεί οι καθηγητές τι παίζει και βάζουν τα αντίθετα από τις σοσάρες που υποδεικνύουν οι παρατάξεις.
-Ναι, αλλά μερικές φορές βαριούνται και βάζουν κάθε χρόνο τα ίδια.

βλ. και αντισός, σος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είναι εδώδιμη σαρκώδης ρίζα φυτών. Ορισμένες φορές μοιάζει εξαιρετικά, είναι φτυστό μιλάμε, με τον γνωστό μας μπαργαλάτσο. Οπότε λειτουργεί και ως συνώνυμό του. Το θέμα αυτό απασχόλησε ένα ολόκληρο επεισόδιο της σειράς «Black Adder»- «Μαύρη Οχιά» με τον Rowan Atkinson.

  2. Όσοι αρχαιόκαυλοι θεωρούν πολύ βαρβαρικό να χρησιμοποιήσουν το ρήμα «γκουγκλάρω» για να σημάνουν την διαδικτυακή αναζήτηση στο google, έχουν εφεύρει τεχνητά ρήματα, όπως «γουγλίζω» και «γογγυλίζω», ενώ το google το λένε «γογγύλι». Αν ληφθούν υπ' όψη και οι δύο σλανγκικές σημασίες του γογγυλιού, έχουμε αποτελέσματα, όπως στο παράδειγμα.

-Ρε παιδιά, τι τριφασική μουνάρα είναι αυτή η Βερόνικα Ζεμάνοβα!
-Φίλε, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στην κατηγορία αμαρτωλό είναι η Μπάρμπορα Μίνκσοβα!
-Ποια είναι αυτή η... πώς την είπες;
-Μπάρμπορα Μίνκσοβα. Γκούγκλαρέ το στραβάδι!

(Ύστερα από λίγο):
-Τι έγινε; Γογγύλισες την Μπάρμπορα;
-Ναι, εγογγυλίσθη η Μπάρμπορα και διαπίστωσα ιδίοις πούτσασι ότι είναι βίαια!
-Ιδίοις πούτσασι ή ιδίοις e-πούτσασι;
-Το γογγύλι νάν' καλά!

Got a better definition? Add it!

Published