Further tags

Θεσσαλονικιώτικη έκφραση, η οποία υποδηλώνει για το άτομο που τη λέει ότι έφαγε χυλόπιτα.

Την έστειλα μύνημα να βγούμε και δε με απάντησε! Άσε μεγάλη τόνγκα έφαγα!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λιβάδια, τα βοσκοτόπια. Επίπεδες εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση από χόρτα και θάμνους.

Από το τούρκικο cayir που σημαίνει το ίδιο - cayir στα Τούρκικα μπορεί να δηλώνει επιπλέον και τη σαβάνα και τα αμερικάνικα prairies.

«Πάω στα τσαΐρια» σημαίνει περιπλανώμαι σε τόπο αφιλόξενο, στην ερημιά. «Για τα τσαΐρια» όταν λέμε σημαίνει ότι κάτι ή κάποιος δεν είναι για κόσμο - τουλάχιστον, για κόσμο πολιτισμένο, για τα σαλόνια.

Παράγωγη είναι και η λέξη τσαϊράδα που σημαίνει εκδρομή στην εξοχή άλλα σε μέρη μάλλον άγρια ή κι έναν άσκοπο περίπατο στα χωράφια. Η λέξη τσαϊράδα έχει εξασφαλίσει την αθανασία χάρη στο ομώνυμο ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Η λέξη τσαΐρια επιβιώνει και σε διάφορα τοπωνύμια - π.χ. ήξερα περιοχές που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «τα Τσαΐρια» στην Επανομή και στον Άγιο Μάμα της Χαλκιδικής.

Παράβαλε και το λήμμα μπαΐρια.

  1. - Είχε δηλαδή πολύ κυνήγι εκείνα τα χρόνια;
    «Τι πολύ, για τους λαγούς σας είπα, οι πέρδικες έμπαιναν μέσα στο χωριό, που λέει ο λόγος. Έβγαινες το πρωί έξω από το χωριό στα τσαϊρια, που είχαμε τα αλώνια κι άκουγες τις πέρδικες να κελαηδάνε. (Από το περιοδικό Κυνηγεσία και Κυνοφιλία, αναδημοσίευση στο www.alfa-omega.gr)

  2. Το παράδειγμα είναι στα Ποντιακά από το http://pontosandaristera.wordpress.com:

Τα τσαΐρια όντα ετρανίναν επένανε με τα κερεντίδες και εθέριζανε και εποίνανε τα χορτάρια δέματα για να είχαν το χειμονκόν τροφήν για τα ζα τουνα.

Και η μετάφραση στην Κοινή

Καθώς μεγάλωναν τα λιβάδια, τα θέριζαν με τις κόσες και έκαναν τα χόρτα δέματα για να τα χρησιμοποιήσουν ως τροφή για τα ζωντανά τους, το χειμώνα.

  1. Τσαϊράδα (Ντίνος Χριστιανόπουλος, 1960)

Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε.
Τ' αγκάθια τσιμπούν και τα τριβόλια κολνούν και προδίνουν.
Το λασπωμένο ρέμα, όλο κουνούπι και κακό,
δε μοιάζει τα ολοκάθαρα ρυάκια του χωριού σου.

Εδώ δεν είναι τόπος να ξανάρθουμε.
Έχτισαν κι άλλο σπίτι, βλέπω φως στο παράθυρο.
Ο χωματόδρομος περνάει σχεδόν δίπλα μας.
Ζευγάρια επιστρέφουν με το μοτοσακό.

Εδώ δεν είναι τόπος να ησυχάσουμε.
Αυτό το ρεμπέτικο μού χάλασε όλο το κέφι.
Βουρκώνει το μέσα μου καθώς σ' αγκαλιάζω.
Μου κάνει κακό ν' ακούω για ξενιτεμούς.

Εδώ δεν είναι τόπος για μάς.
Ακόμα κι η εξοχή έχει τον τρόπο της να μας πληγώνει.

Να προσεχθεί, παρακαλώ, το μπλουζάκι του δικού μας - είναι από την T.O. Επανομής του slang.gr (από poniroskylo, 06/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ξερά χόρτα.

- Ήμουν με το μηχανάκι κι έπεσα σε κάτι τσαλιά και μάτωσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλιτζάνα, η κούπα. Από το σλάβικο/ρωσσικό чашка (προφέρεται το ίδιο). Σε χρήση σε πολλά μέρη της Ελλάδας: χωριά του νομού Δράμας, χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, στα Ψαρά, στην Ιθάκη, Πιθανών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Μάλλον δάνειο από τα σλαβομακεδόνικα ή τα βουλγάρικα που πέρασε στα ελληνικά στη βόρεια Ελλάδα. Στα Ψαρά πιθανών ήρθε από τους έποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα που τα εποίκισαν κατά το μεσαίωνα. Μοιάζει επίσης με το ουγγρικό csésze (προφέρετε τσίσε με μακρόσυρτο το δεύτερο "σ") που σημαίνει κύπελο (όχι το αθλητικό).

-Να στον κάνω διπλό στη τσάσκα τον καφέ;

-Όχι, μονό. Στο φλιτζάνι.

Επίσης εδώ και εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Με μεγαλύτερη προσήλωση στους κανόνες της Γραμματικής, γράφεται «Τ'ς έντ'σαν τ'ς άλλοι» και σημαίνει «Τους έντυσαν και τους άλλους», που πάει να πει τους στράτευσαν, τους πήραν φαντάρους. Η προέλευση της φράσης ανάγεται στο μακρινό Σουρδιστάν (περιφέρεια Κοζάνης) και οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των πρώτων ΕΣΣΟ του ΕΣ.

Στο παράδειγμα που ακολουθεί, αναγράφονται και οι δύο τύποι φωνημικής γραφής, καθώς και η απόδοση του σουρδο-διαλόγου στην καθομιλουμένη.

- Σεν τσαν; (Σ΄έντ'σαν; - Σε έντυσαν;)
- Μεν τσαν (Μ΄έντ'σαν - Με έντυσαν)
- Τσάλι τσεν τσαν; (Τ'ς άλλοι τ'ς έντ'σαν; - Τους άλλους τους έντυσαν;)
- Τσεν τσαν τσάλι (Τ΄ς έντ΄σαν τ΄ς άλλοι - Τους έντυσαν (και) τους άλλους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περιοχή στην Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη.

  2. Αναφέρεται όταν κάποιος είναι ντυμένος κυριλέ, σένια, αλλά με γύφτικο τρόπο. Βασικά, η λέξη είναι slang της δεκαετίας του '70 κυρίως (κάτι σαν τον κάγκουρα των seventies).

...ήμασταν έξω απ'τη disco κι έσκασε ένα τσινάρι. Καλά, πού πήγαινε να μπει έτσι στο μαγαζί;

...κι έρχεται ένα τσινάρι κοστουμάτο, τσοσμπά* πρέπει να 'τανε.... (Ζόρζ Πιλαλί)

  • τσοσμπά = μπάτσος στα ποδανά

Καφέ-ουζερί "Τσινάρι" στο Τσινάρι (από poniroskylo, 19/11/10)Η ταμπέλα του παραπλεύρως (από poniroskylo, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη τσουμπλέκια αναφέρεται σε πράγματα και αντικείμενα. Στη λέξη τσουμπλέκια αντιστοιχούν διάφορες και αρκετές έννοιες αντικειμένων τα οποία χρησιμοποιούνται σε μια διαδικασία την οποία επιτελούμε ή πλαισιώνουν το κύριο αντικείμενο που περιγράφουμε και δεν θέλουμε να δώσουμε έμφαση σε αυτά ή απλά δεν μπορούμε, όπως θα διαπιστώσουμε από τα παραδείγματα που θα αναφερθούν. Στα αντικείμενα που περιγράφονται από τη λέξη τσουμπλέκια μπορούμε να διακρίνουμε κάποια κύρια κοινά χαρακτηριστικά:

  • συνήθως είναι πολλά
  • η χρηστικότητα και η πρακτικότητα των αντικειμένων που περιγράφονται έτσι τις περισσότερες φορές είναι τουλάχιστον θολή και απροσδιόριστη
  • η λέξη αυτή ενδείκνυται προς χρήση ακριβώς και όταν συντρέχουν οι 2 παραπάνω προϋποθέσεις αλλά και πιο συγκεκριμένα για να περιγράψουν πλήθος περίπλοκων εξαρτημάτων ή εργαλείων (κουζίνας, μηχανολογικού εξοπλισμού κ.ο.κ.), τα οποία δυσκολευόμαστε να περιγράψουμε επακριβώς (βλ. ποκοψόψαρα και ψιψιψίνια /ενίοτε ψιψιψόνια), ή απλά βαριόμαστε να τα αναφέρουμε λεπτομερειακά. Επίσης η λέξη χρησιμοποιείται και για δυσπερίγραπτα εξαρτήματα καλλωπισμού.

    Ετυμολογικά, είναι δύσκολο κάποιος να βρει ρίζες της λέξης στα ελληνικά (νέα ή αρχαία), καθώς αυτή αρχίζει από τον δίφθογγο «τσ», ο οποίος μας παραπέμπει μάλλον σε γλωσσικό δάνειο από τούρκικες, σλαβικές ή βλάχικες διαλέκτους.

Πληροφοριακά τσομπλέκι αναφέρεται και ένα φαγητό της Β. Ελλάδας. Παρά ταύτα, το θέμα «τσουμπλεκ-» συναντάται και ως πρώτα συνθετικό σε κάποια ελληνικά επώνυμα.

Κάποιοι (πιο προωθημένα μυαλά;;) ανιχνεύουν την προέλευση της λέξης στην κορεάτικη cublek (tsuble'k), η οποία και χρησιμοποιείται στο «αμπεμπαμπλομ» της Βόρειας Κορέας γνωστό και ως Cublek cublek suweng! Πάντως, ύστερα από πρόσφατη επικοινωνία μου με το σύντροφο Κιμ-Γιονγκ-Ιλ, ο τελευταίος δεν παραδέχτηκε ανοιχτά την εμπλοκή αρχαίων Ελλήνων κατά τον πρώτο εποικισμό της Κορέας (Βόρειας ή Νότιας)... (παρατίθεται και σχετικό μουσικό video για τους άπιστους Θωμάδες όπου επαληθεύεται η ύπαρξη αυτού του τραγουδιού).

α) (...)Πηνελόπη, τέλεια η μπουγατσομηλόπιτα!(..)Κώστα, η λέξη είναι «τσουμπλέκια» και «τσουμπλέκια» σημαίνει «τζάτζαλα» και «τζάτζαλα» σημαίνει πολλά κατσαρολικά για πλύσιμο. Τώρα αν υπάρχει στο επίσημο λεξικό του Μπαμπινιώτη θα σε γελάσω, αλλά την έλεγαν η γιαγιά και η μάνα μου(..) [hungryforhungry.blogspot.com]

β) (..)Είμαι γνωστή «άρρωστη» με τα τσουμπλέκια της κουζίνας. Τρελαίνομαι να μπαίνω σε σχετικά μαγαζιά και να χαζεύω, να ανακαλύπτω διάφορα χρήσιμα (λέμε τώρα) σκεύη και γκατζετάκια, να γεμίζω συρτάρια, ντουλάπια και ντουλαπάκια και τελικά να χρησιμοποιώ ελάχιστα απ’ όλα τούτα(..) [hungryforhungry.blogspot.com]

γ) (..)Προσπαθώ εδώ και ώρες να ξεκινήσω τη διαδικασία για downgrade από Σβίστα σε ΧΡ σε ένα μηχανάκι. Το @@@@μένο είχε έρθει με προεγκατεστημένο το OS διάφορα τσουμπλέκια από την HP (recovery, utils, κλπ)(..) [www.4tforum.gr]

δ) (..)Ξεκινάμε ένα Σαββάτο, όλοι στη γραμμή με τσανάκια και τσουμπλέκια για την εκδρομή.(..) -> στίχοι αγνώστου τους οποίους μελοποίησε ο Μανισαλης [www.stixoi.info]

ε) Καλα μωρή τι τα φόρεσες όλα αυτά τα χαϊμαλιά και τα τσουμπλέκια; Θα σε κράξουν άμα βγεις έτσι έξω..!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χωριάτισσα, η επαρχιώτισσα, όχι τόσο ως προς την καταγωγή, όσο ως προς την νοοτροπία.

Ετυμολογικά από το τσουράπι, πλεκτή κάλτσα που αποτελεί μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς πολλών περιοχών της Μακεδονίας, όπου και συναντάται πολύ η λέξη.

Μπορεί να τρέχει απ' τον Δαναό στο Μέγαρο κάθε μέρα, αλλά είναι μια τσουράπω τέταρτης γενιάς η δικιά σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πισινός, κώλος.

Αυτή η γκόμενα έχει και γαμώ τους τσούφκους.

Λέξη του ιδιώματος της Καστοριάς.

Βλ. και τσούφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοινή Φέτα, την οποία όλοι γνωρίζουμε με αυτό το όνομα, στην Β. Ελλάδα αποκαλείται αποκλειστικώς τυρί.

- Τι να έχει το τόστ;
- Εεεε... τυρί, γαλοπούλα... εεε... όχι φέτα... τυρί είπα!
- Ε τυρί έβαλα ρε φίλε!
- Φέτα είναι αυτό.
- Αυτό είναι τυρί. Το άλλο το κίτρινο είναι κασέρι. Λέγε τι θες;
- Να πάω στη μαμά μου που με καταλαβαίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified