Further tags

Αργκό της τηλεόρασης για την ηλεκτρονική παραποίηση:

  1. Χαρακτηριστικών συνεντευξιαζομένου μάρτυρα που καταθέτει είτε για άλλον είτε για τον εαυτό του, προς απόκρυψη χαρακτηριστικών και διασφάλιση της ανωνυμίας του (δίκην witness protection),

  2. Φυσιογνωμίας συλληφθέντος κατηγορουμένου, προ αμετακλήτου καταδίκης του, προκειμένου να μην προσβάλλεται η προσωπικότητά του (πάλι καλά),

  3. Επιμάχων σημείων εντόνου περιεχομένου (π.χ. βίαιη σκηνή, κανα τσιμπουκάκι κλπ).

Θυμίζει την ηθικώτατη κάλυψη των καυτών λεπτομερειών στα «προσεχώς» ταινιών σεξ και βίας των παλιών σινεμάδων (π.χ. παλιά έβαζαν με πινέζες παπαζωτό ή συνασπισμούς στα στήθη και το γυονί της πορνοστάρ ή ακόμα και στα όπλα των καουμπόηδων).

Η προληπτική αυτολογοκρισία γίνεται για να μην εκτίθεται ο εικονιζόμενος (π.χ. να μην διασύρεται ο κατηγορούμενος, να μη φάνε λάχανο τον καρφή, να μην σκανδαλίζεται ο κοσμάκης και κυρίως για να μη φάει καμιά μηνυσούμπα το κανάλι, αν και ταυτόχρονα υποδηλώνεται τεκμήριο αληθοφάνειας της είδησης = λαυράκι = τηλεθέαση = λεφτά.

Η ηθελημένη μείωση της ποιότητας ανάλυσης της εικόνας του εμφανιζομένου (και άλλες γενικές), κάνει τη φάτσα του να μοιάζει με το παρδαλό μωσαϊκό που είχε το πάτωμα των παλιών σπιτιών μέχρι και το ’80 περίπου (μετά κυριάρχησε το πλακάκι).

Ειδικότερα, όταν κάποιος θέλει να κάνει μια βαρύγδουπη αποκάλυψη (π.χ. υπάλληλος που γνωρίζει κύκλωμα λαδωμένων υπηρεσιών, μπάτσος που «δεν εγκρίνει τις πρακτικές συναδέλφων του» κλπ) ή από «πρώτο χέρι» καταγγελία (π.χ. «περίοικος που ζει την ζοφερή καθημερινότητα» των οίκων ανοχής κλπ), ή μια τηλε-ομολογία (π.χ. μετανοημένος πρεζάκιας που εξηγεί τα αίτια που τον ώθησαν στην τοξικομανία «για να βοηθήσει τα νέα παιδιά που δεν ξέρουν πού μπλέκουν», μάνα ρέηβερ που βιώνει την απόγνωση της συγκατοίκησης με τζαζεμένο παιδί κλπ), αλλοιώνεται με τεχνικά μέσα το πρόσωπό του ή καμιά φορά και η φωνή του ή κάθεται ανάποδα σε μια πολυθρόνα και μετά τα ξερνάει όλα.

Συνήθως, τα μωσαϊκά προοιωνίζουν ένα εντελώς τετριμμένο (πια) παραμύθι (π.χ. ρεμούλες στο Δημόσιο, ναρκωτικά, αντιεξουσιαστές, παραθρησκευτικές οργανώσεις, οικογενειακά δράματα κλπ), που ελάχιστα καθηλώνει την έσχατη επαρχιακή θείτσα.

Όπως εύστοχα παρατηρούν τα Ημισκούμπρια για τα αυξημένα νούμερα τηλεθέασης που σημειώνει μια αληθινή «κατάθεση ψυχούλας»:

[i]…Θ’ ακούσετε ιστορίες από σβέρκους κι από πλάτες, ηρωινομανείς, ορειβάτες, ζευγολάτες…
Μιζέρια-δυστυχία και πόνος τραγικός, όλα σας τα προσφέρουμε στο πακέτο του ενός! [/i]

Το μωσαϊκό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε εκπομπές «αβάσταχτης αλήθειας», που ξεκίνησαν με τη Μονογενή με συνταρακτικούς τίτλους σε στυλ «Φάκελλος Σατανισμός» κλπ (όπως και άλλες ομώνυμες φακελο -εκπομπές, που έτσι προδίδουν την πηγή των πληροφοριών τους), έπειτα μας πήρε από το χέρι ο Παπαρδέλλας να γνωρίσουμε τα άγνωστα παιδιά μας (είχαμε-δεν είχαμε), μετά μας ήρθε κι εκείνο το κουνάβι που ξετρυπώνει τους εξαφανισμένους (θένε-δε θένε), συνεχίσαμε με Γρανίτα και καταλήξαμε στη ρηαλητεία.

Οι μουσικές καταδίωξης, τα επιβλητικά headlines και τα τεχνικά τερτίπια των εκπομπών (χρώμα-ήχος-εφέ), έπειθαν την κυρα-Περμαθούλα να ψελλίσει «τιπεστώρα» και το μπάρμπα-Μπρίλιο ν’ ανακλαδιστεί «τσ-τσ τι γίνεται στον κόσμο», πριν κάνουν το σταυρό τους και πάνε για ύπνο. Αλλά μπαφιάσαμε πια…

Τη σήμερον ημέρα ελάχιστοι ψευτοχορταίνουν με μωσαϊκά και φορμάικες και το λαϊκό αίτημα είναι για όλο και περισσότερο ωμή «αλήθεια» (εννοείται μόνον η σκοτεινή πλευρά της που πουλάει, αφού υπάρχουν και θετικές πλευρές της πραγματικότητας, που θάβονται γι’ αυτό το λόγο), που θυμίζει τους Ρωμαίους θεατές της αρένας που επιζητούσαν ατόφια βία (π.χ. καταργώντας την δεξιοτεχνία των μονομάχων χάριν ενός πρωτόγονου πετσοκόμματος με μπρούτα εργαλεία), κατά την περίοδο της παρακμής της αυτοκρατορίας.

Έτσι, όλο και συχνότερα απαιτείται για να ψηθεί το φιλοτηλεθεάμον κοινό, να κατατίθενται τα «εν οίκω» στο Δήμο, για αποκομιδή (μαζί με τ' άλλα απορρίμματα).

Το σύγχρονο πέρασμα σε ολοένα και πιο εξευτελιστικές εκπομπές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παίρνοντας γραμμή από το αγγλο-αμερικάνικο πρότυπο του ξεκωλιάσματος για τα φράγκα είναι ενδεικτικό της εποχής (π.χ. έρχομαι στο σπίτι / μαγαζί σου και σου τη λέω στεγνά, όλοι το βλέπουν κι εσύ κάνεις διαφήμιση ή παίρνεις κάποιο δώρο = βγάζεις λεφτά, έρχομαι να σε βοηθήσω ως «οικονομικός σύμβουλος» και σε κάνω ρόμπα δημοσίως για να ξελασπώσεις = βγάζεις λεφτά, παίζουμε παιχνίδι γνώσεων και σε ξεμπροστιάζω ότι είσαι ασχετίλα = βγάζεις λεφτά, «επαΐοντες» ξεφτιλίζουν νέα παιδάκια λαϊκής καταγωγής σε «διαγωνισμούς ταλέντων», που πάνε μπας και ξεφύγουν από τη μιζέρια νομίζοντας μαλακωδώς ότι θα μπουν στο πάνθεον της αναγνωρισιμότητας = βγάζεις λεφτά κλπ-κλπ). Μόνο που τώρα, η διαπόμπευση είναι face on αφού ο Μωσαϊκός Νόμος μας τελείωσε (καμπανάκι και μαλακίες δεν έχει)…

Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι το δάκρυ του ξεφτίλα πρωταγωνιστή, που όχι μόνο δεν τονε σώζει κανένα μωσαϊκό πια, ίσα-ίσα η κάμερα θα σπεύσει να ζουμάρει αδιάκριτα να τσακώσει τη γυαλάδα. No pain no gain…

Τα μαλακισμένα αντεπιχειρήματα της Υπερασπίσεως π.χ. άμα δε γουστάρεις ρε μάγκα άλλαξε κανάλι / σβήστη τη ρημάδα / αυτά θέλει ο κόσμος / ενήλικες είναι κι έχουν δώσει την συγκατάθεσή τους στην κατρακύλα- τί σε κόφτει; / οι χαζοί καλά περνάνε / κοίτα τη δουλειά σου κτλ, εξοβελίζουν τον διαμαρτυρόμενο στην (περαιτέρω) απομόνωση και την εξορία της γραφικότητας, καίτοι όλοι αυτοί (θύτες-θύματα) ψηφίζουν στις εκλογές.

Έχουμε οράμματα για τη σούφρα πολλών τέτοιων, αλλά δεν είναι της παρούσης…

  1. - Ρε συ, έχει αφιέρωμα για ουσίες στην Πλατεία! Αυτός που μιλάει ο Αρντανιάν είναι;
    - Δε μπορώ να καταλάβω, με το μωσαϊκό που του’ χουν βάλει στη μάπα
    - Απ’ τη φωνή μοιάζει κάπως, δε νομίζεις;
    - Σάμπως και τον έχω ακούσει ποτέ να μιλάει; Μόνο μουγκρίζει…

  2. - Κοίτα τι γίνεται στον Άγιο Παντελεήμονα βρε παιδί μου, ντροπή τελοσπάντων! Μα να βαράνε αλλοδαπούς κάτω απ’ τη μύτη της αστυνομίας;
    - Καλά ρε μάνα εσύ τα μωσαϊκά περίμενες, για να πάρεις χαμπάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.

Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διαδικτυακό σεντόνι, που καλύπτει τουλάστιχον μία οθόνη υπολογιστή.

Αντώνυμο: το σλανγκίζειν εστί φιλοσοφείν.

Στο σάιτ μας οθονιές (με την καλή έννοια) εκ συστήματος γράφουν οι χρήστες GATZMAN, Mes, Hank, Pirate Jenny και συχνά οι Vrastaman, Poniroskylo κ.ά.

Αντώνυμο: Dirty Talking.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαιγνιώδης παραφθορά του κλιματιστικού air-condition. Πιο συνηθισμένο είναι το αρκουδίσιον ή και απλούστερα αρκούδι με τη λογική ότι αν το βάλεις κάνει κρύο σαν να είσαι στο δάσος με τις αρκούδες ή στον Αρκτικό Κύκλο με πολικές αρκούδες ξερωγώ. Το αρχοντίσιον από την άλλη μάλλον πρέπει να κατανοηθεί στη συνάφεια της ένδοξης εϊτίλας περίπου, ή όποτε τέσπα εισήχθησαν κάπως πιο μαζικά τα κλιματιστικά στην Ελλάδα, όπου το να έχεις κλιματιστικό ήταν σημάδι ότι είσαι κάπως πιο ευκατάστατος και μπορείς να προσφέρεις στον εαυτό σου και τους γύρω σου κάποιες περισσότερες ανέσεις. Ή, σε κάθε περίπτωση, το λολοπαίγνιο δηλώνει ότι όταν γύρω γύρω έχει καύσωνα και στη μέση κλιματισμό, γιατί μπορείς, ε τότε είσαι Άρχοντας με όλες τις συνδηλώσεις του όρου, και δεν χρειάζεται να χολοσκάς για την έξω κατάσταση και μπορείς να έχεις και την αρχοντομούνα σου δίπλα χωρίς να δυσανασχετεί. Εβέντσουαλι βεβαίως πήρε και ο κάθε αρχοντόβλαχος αρχοντοχωριάτης αρχοντόγυφτος κι από ένα αρχοντίσιον και μπήκαμε σε έναν καύλο κύκλο ψυχραναγκασμού που επιδεινώνει το κλίμα του άστεως και καταστρέφει και το όζον.

Δέον τέλος να σημειωθεί ότι σαν έκφραση έχει ένα βυζαντινοτέτοιο ζενεσεκουά, και με το τελικό νι, και με την κατάληξη εις -ίσιον (θα μπορούσε να γραφτεί και αρχοντήσιον ακόμη πιο βυζαντινοπρεπώς), αλλά και το ίδιο το άρχοντας, που παραπέμπει ξερωγώ σε Άρχοντες του Οικουμενικού Θρόνου ή σε αρχονταρίκι μοναστηριού. (Ινσέψιο: Το αρχονταρίκι Μονής με αρχοντήσιον). Προσφάτως το αρχοντήσιον εντάχθηκε και στο εικονογραφικό πρόγραμμα ιερού ναού, δίνοντας αφορμή να γίνει λόγος για τον Άγιον Αρχοντήσιον σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης.

Άγιον Αρχοντήσιον

  1. για την ημέρα του περιβάλλοντος : ανάψτε όλοι τα αρχοντίσιον. Τα φώτα του σπιτιού και οι θερμοσίφωνες στο φουλ, κάντε παντού σκουπίδια, ναι σε πλαστικά σε θάλασσες και ακτές, ρίξτε ό,τι παλιά λάδια και χημικά έχετε στο έδαφος , σπάστε της ΑΦΗΣ τις στήλες με τις μπαταρίες, λερώστε -χέστε - φτύστε παντού, όλα τα τσιγάρα έξω απ'το παράθυρο, ότι σπρέι έχετε που γαμούνε το όζον καταλύστε τα... (Εδώ).
  2. Άρχοντας με αρχοντίσιον πλέον! (Εκτός κι αν τουρτουρίζεις σε ψύχος πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο, οπότε πράγματι αρκουδίσιον!). (Στου κυρ-Σαράντ).
  3. έχει κρυώσει και το δωμάτιο από το αρχοντίσιον, κρύωσαν και τα υποσυστήματα εν τω μεταξύ, καθάρισα και ό,τι σκόνη υπήρχε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένεκα που η ανάπτυξη της τεχνολογίας έθεσε τέλος σε πολλά πράγματα και καταστάσεις, έτσι και η έλευση του βίντεο αρχικά και των ντιβιντί αργότερα, καθώς και η ραγδαία πώληση πορνοταινιών στα περίπτερα (έναντι του κλασικού καλυμμένου χώρου των βίντεοκλαμπ) οδήγησε τα παραδοσιακά τσοντάδικα του ορισμού σε παρακμή, αλλά δημιούργησε την εξής διεύρυνση του όρου: Αντί για τους παραδοσιακούς κινηματογράφους πορνοταινιών, τσοντάδικα πλέον αποκαλούνται τα εξειδικευμένα βίντεοκλαμπ που πουλάνε (πλέον και ενοικιάζουν όπως και τα παραδοσιακά βιντεοκλάμπ) πορνοταινίες, ήτοι τσόντες, για όλα τα γούστα και διαθέσεις.

Η τωρινή έννοια του τσοντάδικου δεν κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στο κατάστημα με σταθερή έδρα και σε αυτό που δραστηριοποιείται εμπορικά μέσω του διαδικτύου. Και τα δύο είναι εξίσου τσοντάδικα, εφόσον η πραμάτεια τους αφορά προϊόντα του συγκεκριμένου κλάδου. Επίσης, δεν έχει σημασία αν τα ίδια τα καταστήματα αυτοπροσδιόριζονται ως sex shop, καθότι το μεγαλύτερο μέρος των εμπορευμάτων τους αφορά ταινιακό υλικό (στην Ελλάδα πάντα, στο εξωτερικό δεν είναι ο κανόνας -για την ακρίβεια, εκεί συχνά υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των καταστημάτων που πωλούν ερωτικά αξεσουάρ και εξαρτήματα, και αυτών που δραστηριοποιούνται στις ταινίες και το έντυπο υλικό), άρα στην συνείδηση του ευρύ κοινού παραμένουν τσοντάδικα.

Ενίοτε δε, τσοντάδικα αποκαλούνται και απλά οι ιστοσελίδες πορνογραφικού ή αισθησιακού περιεχομένου, δείγμα της συγχρονίας του όρου με τις τωρινές εξελίξεις.

Βλ.επίσης τσόντα.

  1. Εμ δεν έχω forum για blogs, τσοντάδικο έχω. Πώς αλλιώς να εξηγήσω τον τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων που έρχονται στο forum για το μοναδικό ουσιαστικά blog που υπάρχει με θέμα το sex;

Το τελευταίο διάστημα 9 από τα 10 top keywords που έψαχνε ο κόσμος ήταν σχετικά με sex. Το δέκατο είχε σχέση με χρήματα.

Αξιοσημείωτη όμως είναι η πρώτη τριάδα που έχει ως εξής:

  1. ερωτικες ιστοριες
  2. ερωτικεσ ιστοριεσ
  3. ερωτικές ιστορίες

Για να είναι περισσότερο ολοκληρωμένη η φράση, να προσθέσω ότι το keyword “ερωτικές ιστοριες” καταλάμβανε την έβδομη θέση, ενώ το keyword “ερωτικες ιστορίες” την δέκατη.

Όπως παρατηρούμε λοιπόν, η αναζήτηση της φράσης με σωστή ορθογραφία πήρε την τρίτη θέση, ενώ η ίδια φράση χωρίς τόνους είχε τον τριπλάσιο αριθμό ατόμων.

Τι είπαμε πως ψάχνουν οι Έλληνες στο internet; (Από εδώ)

  1. Απ' το μεσημέρι ψάχνω τη Visa μου.
    Ήμαρτον. Και θέλω να πληρώσω τη συνδρομή στο τσοντάδικο. (Εκεί)

  2. Το Τσοντάδικο κανονικά τον λένε βιντεο κλαμπ Έβδομη Τέχνη. Αλλά επειδή, εκτός από μερικά μπιμούβια για ξεκάρφωμα βασικά έχει τσόντες το λέμε έτσι. Μιλάμε για πολύ τσόντα. Ό,τι ανωμαλία θες ο Ίγκι το 'χει ή θα σ' το βρει. Που κανονικά δεν τον λένε Ίγκι άλλα Μπίλι αλλά επείδη είναι σαν τον Ίγκι Ποπ στα νιάτα του τον λέμε έτσι. Εκεί που λες μαζέυονται διάφοροι μαλάκες να δουν τι καινουριο παίζει στο χώρο του πορνό κι άμα είσαι καλός πελάτης ο Ίγκι ξηγιέται ουισκάκι. Άρχιδια μέρος για να πάω αλλά μόνο εκεί μπορούσα να πιω κάτι τζάμπα. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης ηλεκτρονικού καταστήματος (e-shop). Συνήθως διατηρεί παράλληλα και κλασσικό κατάστημα αλλά διείδε νέες ευκαιρίες στο ιντερνέι και άνοιξε και ηλεκτρονικό.

Μέχρι και ο κυρ-Μήτσος με τις παντόφλες την έχει δει σοπάς και μετέτρεψε το μαγαζί του σε αποθήκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύμμειγμα (αγγλιστί, portmanteau word) από το σεντόνι και - διαλέγετε και παίρνετε - την Ιλιάδα, την Αινειάδα, την Ιερεμιάδα, κάτι όχι μικρό, τέλος πάντων.

(Για τον όρο portmanteau word και την απόδοση του στα Ελληνικά δείτε εδώ κάποια σχόλια στο translatum.gr)

Σύμφωνα με το λεξικό του Ιδρ. Τριανταφυλλίδη, σεντόνι, πέραν του προφανούς, σημαίνει και «κείμενο εξαιρετικά εκτεταμένο (ανακοίνωση, άρθρο κτλ.) σε εφημερίδα ή σε περιοδικό». Ο συμφυρμός ενός σεντονιού, που ήδη μακρηγορεί ως μη έδει, με, ας πούμε, την Ιλιάδα των 15.000 αράδων παράγει τον όρο σεντονιάδα.

Είναι ένας χαρακτηρισμός πολύ παραστατικός και πολύ καυστικός. Το απλό σεντόνι αναφέρεται σε ένα κείμενο μεγάλο, με διάθεση ελαφρά σκωπτική. Η σεντονιάδα, όμως, είναι ένα γραπτό που δοκιμάζει την ανθρώπινη αντοχή όχι μόνο με την έκτασή του αλλά και με την κακοτεχνία, την περιττολογία και την ανιαρότητα του. Αλλά, επιπλέον, είναι και ένα γραπτό όπου αποτυπώνεται ανάγλυφα η μεγάλη ιδέα που έχει ο συγγράψας για τον εαυτό του και το πόνημά του - και αυτό το κάνει ακόμη πιο ενοχλητικό.

Οι όροι σεντόνι και σεντονιάδα προέρχονται, όπως λέει και το λεξικό, από τον χώρο του Τύπου. Ήταν σε χρήση, σίγουρα, από την δεκαετία του '70 και είναι πιθανώς πολύ παλαιότεροι. Στις εφημερίδες τους μεταχειρίζονταν (και μεταχειρίζονται) οι δημοσιογράφοι, με την γνωστή αβρότητα με την οποίαν σχολιάζουν την δουλειά των συναδέλφων, και επίσης, στάζοντας ακόμη περισσότερο δηλητήριο, οι διορθωτές και οι υλατζήδες που τρώνε λούκι για να σουλουπώσουν τα ασουλούπωτα.

Για το πώς προέκυψε η παρομοίωση με το σεντόνι (του κρεβατιού), έχω ακούσει δυο εκδοχές:

  • Το σαλόνι μιας μεγάλου σχήματος εφημερίδας απλωμένο στο φουλ πλησιάζει σε διαστάσεις το σεντόνι - λέμε τώρα. Ένα άρθρο που πιάνει όλο το σαλόνι είναι σεντόνι.
  • Σεντόνι λεγόταν το ρολό στα τηλέτυπα καθώς ξετυλιγόταν - στην προ φαξ εποχή στα τηλέτυπα ερχόνταν οι ατελείωτες ανταποκρίσεις των πρακτορείων, οι ανακοινώσεις τύπου κλπ.

Προκρίνω την πρώτη ως προγενέστερη.

Σχετική με τη δεύτερη είναι και η χρήση που αναφέρει ο στέφανος εδώ και που αναφέρεται, νομίζω, στα πάκα διάτρητου χαρτιού που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί εκτυπωτές.

Ο όρος σεντονιάδα χρησιμοποιείται πλέον εκτεταμένα και για ηλεκτρονικά κείμενα. Δυο-τρεις οθονιές μίνιμουμ, θα 'λεγα.

Όταν η σεντονιάδα είναι δική μας, είθισται να συντάσσεται με τη λέξη «συγνώμη».

  1. Φιλική συμβουλή προς όλους: Προσπαθήστε να εκφρασθείτε όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Χίλιες λέξεις δεν είναι λίγες. Στο κάτω κάτω, το μεγάλο κοινό δύσκολα διαβάζει μια σεντονιάδα. Είναι ο μόνος όρος που θέτουμε, για να υπάρξει χώρος και για άλλους αρθρογράφους. (Παραινέσεις προς επίδοξους αρθρογράφους, από την Ελευθεροτυπία, φύλλο της 21/2/2001, εδώ - το κειμενάκι έχει πλάκα).

  2. Ηθελα πάρα πολύ να ανοίξουμε το μπλογκ με μια σεντονιάδα όλων των νυχτερινών περπατημάτων ενός καυτού καλοκαιριού που μας λείπει ήδη. (Από εδώ - το μπλογκ λέγεται τα Σεντόνια της Αφροδίτης).

  3. Αγαπητέ Shadow , κατ αρχάς συγνώμη για την σεντονιάδα, δεν το έκανα για να αποκρύψω οτιδήποτε αλλά στη παρούσα φάση όπως εξελίχθηκε το τοπίκιο δεν μπορούσα ούτε να το μικρύνω ούτε να το μεγαλώσω και άλλο. (Από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε έχει να κάνει με video games.

Ορισμός που χρησιμοποιούνταν ευρέως τις δεκαετίες των '80s (αναφερόμενοι στο Nintendo Entertainment System ακα NES) και στις αρχές των '90s (αναφερόμενοι στο Game Boy). Με την επαναφορά του video gaming στη μόδα, αλλά και με την επικράτηση του Nintendo Wii στην μάχη της κονσόλας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας που πέρασε ('00s), ο ορισμός συνεχίζει να χρησιμοποιείται ορθώς και σε αυτή την δεκαετία που μόλις ξεκίνησε.

Διάφορα για την Νintendo: Όποιος είχε NES από το '85 και μετά εθεωρείτο cool, ενώ πλέον το Nintendo Wii είναι μουνομαγνήτης.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ Σαββάτου στο σπίτι: - Παιδιά, λέω να αράξουμε με την παρέα εδώ, να παίξουμε Nintendo. - Έγινε, χώσε Wii Sports.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified