Επιθετικός προσδιορισμός ελασσονίτικης προελεύσεως, τριγενής (μακαμπώνης, μακαμπώνω, μακαμπώνικο) που μεταφράζεται ως πονηρός ή υποχθόνιος. Συνήθως γίνεται σύντμηση (ο μακαμπών'ς, το μακαμπών'κο). Η ετυμολογία του όρου μού είναι άγνωστη, προτάσεις καλοδεχούμενες.

- Αυτό είν' το πιδί τ' Γιάνν'.
- Καλό είναι αυτό; Ο μπαμπάς τ' είναι μεγάλος μακαμπών'ς, είχε επεχείρηση με τ' Νικ' τν αδερφό και τον έφαγε τα λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουμελιώτικη λέξη που σημαίνει κρυψίνους και ύπουλος, σιγανοπαπαδιά και σιγανό ποταμάκι με την καλή έννοια, δηλαδή με την κακή.

Παρατηρήσεις.
1. Εντελώς πανσπάνιο, αν όχι μοναδικό, το σύλμπεγμα συφμώνων -σκφ-, ε;
2. Ετυμολογία κανείς/καμιά; Πορτοκαλισμοί καλοδεχούμενοι...

  1. Ζητωντας και τα ρεστα απο το σαιτ λες και χρειαζεται πολυ μυαλο να καταλαβεις οτι δεν γουσταρω τα ερποντα , φασιζοντα και εξαρτωμενα σαιτ και αποπρυπτωντας επι σκοπο του σκοπου που σκοπευει μουσκφος και κακοριζικος ον , την ΑΛΗΘΕΙΑ καθοτι ειδες το δενδρο και οχι το δασος. Ομως η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΝΙΚΑ και η ιστορια και ο χρονος θα δικαιωνει οσους που, μπορει να εχασαν τις εκλογες , ειπαν την ΑΛΗΘΕΙΑ, οσους δεν χαιδεψαν αυτια...
    ΠΗΓΗ: http://pelasgia.blogspot.gr/2011/09/in-out.html

  2. ένταξει... δεν μπορείς να τον μισήσεις εύκολα... δεν είναι Άδωνις. είναι κρυφοπληγίτσα, σιγανό ποταμάκι, μουσκφός.
    ΠΗΓΗ: http://www.hiphop.gr/forum_topic/689547/2

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πελοπόννησος ή Στερεά): βλαμμένος, χαζός, αφηρημένος, κουλός και άχρηστος (υποτιμητικό).

Μάλλον προέρχεται από τους «νεραϊδοπαρμένους» / αλλοπαρμένους που χαζεύανε, όταν αντικρύζανε στις πηγές τις νηριΐδες (βλ. σου πήρε τη μιλιά / το αμίλητο νερό κ.τ.λ.).

Χρησιμοποιείται κυρίως, όταν ανατίθεται σε κάποιον να κρατήσει ή να στηρίξει κάτι και του πέφτει κάτω. (Κατά το ιταλικό mani di mozzarella, το ισπανικό torpe και το εγγλέζικο butterfingers = κουλοχέρης / άγαρμπος). Βλ. και Παρμενίων, Παρμενίδης.

-Κράτα 'κει χάμου το τραπέζι να το τραβήξουμε κατά 'δώθε.
-Ωχ! Μου 'πεσε μπαρμπούλη!
-Ω ρε, μπίτι παρμένο είσαι;

Βλ. και παράλjυτος, μανταλάκιας, μανταλάκια, άταρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική λέξη από χωριό της Αρκαδίας. Χρησιμοποιείται για αυτούς που ξυπνούν αργά και πάνε στη δουλειά τους όποτε τους καβλώνει, κατά το μεσημεράκι δηλαδή.

- Τι ώρα πήγε ρε;
- 12.30.
- Ο μαλάκας ο Γιώργος πού είναι;
- Έλα μωρέ αφού τον ξέρεις... Καβλομεσημέρης είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νογάς, β' ενικό πρόσωπο.

Ρήμα που χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανικανότητα του συνομιλητή να κατανοήσει, πραγματοποιήσει, ανταποκριθεί στις παρούσες προσδοκίες της περιστάσεως.

  1. Ρε φίλε,σου λέω 2 κουβέντες και συ δε νογάς!

  2. - Έλα μαν, παίχτηκε σκηνικό με Σίσσυ τελικά; - Είναι κολλημένη ρε, δε νογάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται ο άντρας που την πέφτει στις γυναίκες, που είναι γενικά ενεργητικός, που δεν μασάει. Οι πράξεις του αυτές, λέγονται ματσκαριλίκια.

Κατά την Παρδαλή Λέξη, ματσκάς είναι στα αντιχασιώτικα ο θηριώδης άντρας.

  1. - Ήρθε ο Γιώργος ο ματσκάς, τον πούστη χθες βράδυ σε 5 κορίτσια κόλλησε μέσα σε 20 λεπτά!

  2. - Βγήκαμε χθες με τον Γιώργο κι άρχισε τα ματσκαριλίκια, συνέχεια πάει και μιλάει αυτό το παιδί ρε, δεν κολλάει καθόλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αδερφούλης, ειδικά χρησιμοποιείται στην περιοχή του Αγρινίου, κατά το κολλητός, αδέρφι, bro.

Πού εισαι φουλη μ'; Τι φτια'ν'ς;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνήσιος, αυτόχθων Αθηναίος.

- Από πού κατάγεται ο κ. Αγησίλαος:
- Είναι γνήσιος Αθηναίος, γκάγκαρος, γενεές δεκατέσσερις!

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάτοικος του Ορχομενού, λόγω της ενασχόλησής τους με την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών.

Πήγε κι έμπλεξε με βλασταρά.

Got a better definition? Add it!

Published