Further tags

  1. Ο Λαρισαίος.

  2. Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.

Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.

  1. - Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
    - Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.

  2. - Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
    - Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.

Βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόγαλο, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό μέσα στο οποίο συντηρείται η φέτα (τυρί) και λέγεται πού αλλού; Στη Λάρ'σα!

- Θεία, τί να την κάνω 5 κιλά φέτα που μου έφερες; Θα μου χαλάσει.
- Βάλ' το στο γάρο κορτσούλι μ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδί. Η λέξη είναι τουρκικής προελεύσεως, Küçük, που σημαίνει μικρός. Απαντάται συχνά στη Θεσσαλία ως κούτσκο.

Πού 'ν τα κούτσκα, έρνται ή τα χς χαμένα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαίικος διάλογος. Ακούγεται: πλιτς-πλατς. Από ανέκδοτο: είναι στο μπαράκι μια γκόμενα και δίπλα της ένας τύπος. Και οι δυο είναι μόνοι. Για να του πιάσει κουβέντα αυτή, τον ρωτάει:
- Πλήτ'ς (=Πλήττεις);
και αυτός απαντάει:
- Π'λάτ'ς (=Πελάτης).
χα, χα, χα, χα, χα.
Είναι από τα ανόητα ανέκδοτα του στυλ δεκατισάρ', σιμπιζάκι, κλπ.

- Τι έγινε ρε φίλε, πλιτς;
- Πλατς.
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!
- ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!

... και λοιπά (ε, τα παιδιά έχουν πιει ένα καλό γαράκι και γελάνε μέχρι πρωίας με τη μαλακία αυτή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(αλλιώς τυρόγαλο): λέγεται ο Λαρισαίος, -α.

- Τι έγινε ρε φίλε με την γκόμενα χτες;
- Άσε ρε, τι να μας πει το τυρί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ρήμα escape. Σημαίνει ότι έχει ξεφύγει το μυαλό κάποιου, οι τρόποι του κτλ.

Το άκουσα στον Βόλο!!

Πάει αυτή... Σκαπέτησε από την ζέστη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η πόλη Τρίκαλα, υπονοώντας ότι οι κάτοικοί της είναι τυρόβλαχοι, τύροι, ή τυρόλδοι (βλ. και ντιρόλο). Βέβαια, συνήθως οι παρόμοιες εκφράσεις χαρακτηρίζουν τους Λαρισαίους, πρβλ. τυρί, τυρέμπορας, τυρόγαλο, αλλά πιάνει η μπάλα και τους Τρικαλινούς.

- Πώς το βλέπεις το Μαράκι; Νταξ, είναι από τα Τυρίκαλα, αλλά από όταν πήγε Εράσμους στην Μπαρτσελόνα έχει κάνει στροφή στην πχοιότητα!
- Καλό το Τρίκαλο! Τι λέω; Τι καλό; Τρίκαλο και βάλε.

(από Khan, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιφνίδια απάντηση στην ερώτηση:

- Και τώρα;

Προφέρεται αργόσυρτα, ανακόπτοντας την όποια συνέχεια της συζήτησης.

Άνθισε στον λαρισαϊκό κάμπο στα 80s.

— Έφερα το τρακτέρ με την πλατφόρμα. Βούλιαξα στον δρόμο. Ήρθε ο Άρης και μ' έβγαλε. Αλλά άργησα.
— Καλά. ...
— Και τώρα;
Σαν και τ' από τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το παρατσούκλι-σήμα κατατεθέν του Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου****ΙΣΤ', κατά κόσμον Joseph Ratzinger. Προκύπτει από την συγχώνευση του «Πάπας» και της αρχής του «Ράτσινγκερ», που είναι το επίθετό του.

  2. To «παραπάτησε» στα λαρισαίικα. Από μακάβριο ανέκδοτο για τον θάνατο της Νταϊάνα.

Trivia: Ο ορίτζιναλ όρος προέρχεται από το όνομα paparazzo, που έφερε ένας φωτορεπόρτερ στην ταινία του Federico Fellini «Dolce Vita» το 1960. Πρόκειται ίσως για την πρώτη ταινία που ασχολείται τόσο εκτεταμένα με το φαινόμενο των παπαράτσι, κι έτσι ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης καθιέρωσε τον όρο με τον τσαμπουκά του! (Το όνομα το άντλησε από ένα βιβλίο του Γκήσινγκ).

  1. I love PapaRatzi! Προπαγανδιστικά μπλουζάκια για το νέο Πάπα, κυκλοφόρησαν πολύ και στην Γερμανία με την εναλλαγή «Deutschland liebt PapaRatzi!».

  2. (Διάλογος Λαρισαίων πριν μια δεκαετία και κάτι)
    - Και πούς πέθανη η Νταϊάνα;
    - Δην τά μαθης; Παραπάτση! (πώς οι Λαρισαίοι κατάλαβαν το «παπαράτσι»).

I love PapaRatzi! (από Hank, 05/01/09)Οι πρώτοι paparazzi απ\' την ταινία Dolce Vita του Fellini (από Hank, 05/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική Θεσσαλιώτικη έκφραση, που ειπώθηκε σε τοπικό κανάλι της Λάρισας μεταξύ δύο ποδοσφαιριστών της ΑΕΛ, κατά τη διάρκεια ζωντανής συνέντευξης μετά το τέλος του αγώνα. Το ρήμα τηράω, -ω είναι το αρχαιοελληνικό κοιτάω, ενώ ο μούτος παραπέμπει στο αγγλικό mute, δηλαδή βουβός.

- Η ομάδα πραγματουποίησε μία αξιόλογ' εμφάνισ'...
(ψυθιρίζοντας στον συμπαίκτη που στέκεται δίπλα χάσκοντας)
Τήρα ρε μούτε, μάς παίρνουν τα βίντηα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified