Περιποιούμαι, κανακεύω. Άλλη μια λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα, όπως το θυμάμαι, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '50.

Μπας και δε τόνε βγαγιολίζω; Μα 'κείνος μου βαρεί.

Η γερόντισσα, που έλεγε το παράπονό της, για κακομεταχείριση από το γέρο της, μιλούσε τα "παλιά" θερμιώτικα. Αν και μικρό παιδί, τότε, μου έκαναν τέτοια εντύπωση, που τα θυμάμαι ακόμα. Χαρακτηριστική η εκφορά του "γ" μετά το "β": βγαγιολίζω αντί βαγιολίζω. Αυτό το άκουγα τότε κι από άλλους ηλικιωμένους που έλεγαν Βγαγγέλη αντί Βαγγέλη. Αν δεν απατώμαι αυτό συμβαίνει και σε άλλα νησιά.

Επίσης χαρακτηριστική είναι η σύνταξη "μου βαρεί" (με γενική).

Νομίζω πως τα παραπάνω χρειάζονται σχολιασμό και συμπλήρωση από τους γνωρίζοντες.

Όσον αφορά στην ετυμολογία από μια σύντομη έρευνα βρήκα:

βαγιλίζω
και βαγιουλίζω και βαϊλίζω και βαγιολίζω (Μ βαγιλίζω)
περιποιούμαι, φροντίζω
νεοελλ.
1. νανουρίζω
2. κολακεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαγιλίζω < ουσ. βάγιλος, το δε βαϊλίζω < ουσ. βαΐλας, ενώ το βαγιολίζω < βάγιο, παρετυμολογικά]

Από εδώ

Επίσης εδώ βρήκα πως υπάρχει, με την ίδια έννοια, στη ντοπιολαλιά της (διπλανής) Σύρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά της μπιντιεσεμικής κοινότητας για να δηλωθεί η τάση άπειρων κυρίως κι ανώριμων μελών της, να ξεπερνούν τα όρια του σωματικού -επί το πλείστον- πόνου και βίας.
Η λέξη χρησιμοποιείται περιορισμένα προς το παρόν, αν και -λόγω της ουδέτερης φύσης της- θα μπορούσε να έχει ευρύτερη διάδοση.

Όταν λοιπόν μιλώ για όρια, σαφώς και καταθέτω προσωπική άποψη και όποιος θέλει συμφωνεί κι αν όχι, καλή καρδιά...Όμως όταν μιλώ για όρια στο BDSM, δεν μιλώ για όρια υπέρβασης πόνου, κομμάτι που ανήκει στην topping και bottoming γκάμα των μπιντιεσεμικών δραστηριοτήτων, όπως φαίνεται και από τους ορισμούς που πολύ καλά κάνεις και μας τους θυμίζεις. Το D/s ουδέποτε αναφέρεται σε πόνο, σε έλεγχο μόνο αναφέρεται. Κατ’ εμέ, οι πλέον ψαγμένοι του χώρου, δεν μετρούν την κυριαρχία τους με βουρδουλιές. Κάτι μικρά κοριτσάκια μόνο, άβγαλτα, που ονειρεύονται βιασμούς και κελάρια ανήλιαγα, πιστεύουν ότι η ορίων ξεπερασμανία είναι ότι πιο σικάτο στα καθ’ ημάς. Ουδόλως. (εδώ)

(...) διάβασα εκ νέου τα νήματα που επανέφερες, βρήκα και ένα πολύ ενδιαφέρον ποστ που μου είχε διαφύγει, για τους λιμπερτίνους. Ώστε εκεί κολλάει η ορίων ξεπερασμανία... Είπα κι εγώ... (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιο-μαγκιόρικη παραλλαγή της έκφρασης "καλύτερα να το ντύνεις, παρά να το το ταΐζεις". Όπως και η ορίτζιναλ, η εκδοχή αυτή χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα πολύ φαγανιάρικα παιδάκια που τρώνε τον αγλέορα και χορτασμό δεν έχουνε.

Η αρχική φράση έχει το νόημα ότι στην περίπτωση των παιδακιών* που είναι σβόλια και τρώνε τον πατέρα τους και τη μάνα τους, η συνήθης σχέση ανάμεσα στο κόστος των παιδικών ρούχων (υψηλό) και στο κόστος του φαγητού των παιδιών (υποτίθεται υποφερτό) αντιστρέφεται, με το δεύτερο να κοστίζει περισσότερο**.

Η πιο μπρουτάλ και αντι-παιδαγωγική εκδοχή την οποία καταγράφω, δεν πετυχαίνει την έμφαση μέσα από την υπερβολή μιας κανονικής σχέσης που αντιστρέφεται, αλλά (α) μέσω περιττολογίας, γιατί προφάνουσλυ από την άποψη κόστους είναι καλύτερα, δηλαδή φτηνότερο, να χαστουκίζεις το παιδί παρά να το ταΐζεις (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα). Υπό αυτήν την έννοια, της περιττολογίας, θυμίζει και την έκφραση "καλύτερα πλούσιος και υγιής παρά φτωχός και άρρωστος". (β) μέσω σκανδάλου, του να χαστουκίζεις ένα παιδί που ζητάει φαγητό. (γ) του συνδυασμού (α) και (β).

(Στο καφενείο, στου Ψυρρή, στη λιακάδα, παππούς παίζει τάβλι με έτερο παππού, του οποίου ο 4χρονος εγγονός παρίσταται).

Παππούς 1: (στα ζάρια) Καλώσ' τα!
Εγγονός: Παππού, ζαμπόν!
Παππούς 2: Τώρα θα πούμε στην κυρά - Μαρία να φέρει κι άλλο.
Εγγονός: Παππού, ψωμί.
Παππούς 1: Τι είναι τούτος ρε συ, καλύτερα να του δίνεις χαστούκια, παρά να τον ταΐζεις.
Παππούς 2: Άιντε παίζε τώρα.
Παππούς 1: Μα νηστικό σ' αφηνει ο παππούς λεβέντη μου.


*διαλεκτικός γραμματικός τύπος: ο συγγραφέας του ορισμού είναι από τα Χανιά της Κρήτης, όπου τα υποκοριστικά του ουδετέρου έχουν γενική, π.χ. παιδάκι - παιδακιού, παιδάκια - παιδακιών.

**Βέβαια, αυτό είναι μάλλον το κανονικό και μάλιστα για όλα τα παιδιά, αφού τα παιδιά θέλουν κάθε μέρα φαΐ, και πάντα έκανα εικασίες ότι αυτή η παροιμιώδης φράση είτε εκφράζει την οπτική γωνία του νονού, για τον οποίο τα ρούχα του παιδιού κοστίζουν περισσότερο από το φαγητό τους, εφόσον αυτό δεν είναι υποχρεωμένος να τους το παρέχει, ή ότι ίσως προέρχεται από μια εποχή τέτοιας φτώχειας και ένδειας όπου το κόστος των ρούχων ήταν εξωφρενικά μεγαλύτερο από το κόστος του φαγητού, επειδή τα ρούχα γενικά ήταν κάτι σαν είδος πολυτελείας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με τον αόριστο κιότεψα (ρ. κιοτεύω) και την λέξη κότα. Και οι δυο λέξεις σημαίνουν δειλία, έλλειψη θάρρους. Το αποτέλεσμα είναι οτι, με την χρήση της λέξης 'κότα' μεταφορικά, οπτικοποιείται η έννοια της 'δειλίας' στην οποία παραπέμπει το ρήμα, κυριολεκτικά.
Δηλαδή βγάζοντας ένα ι απ' το κιότεψα, είσαι και φαίνεσαι κότα λειράτη.

Χρήση γίνεται μόνο στον αόριστο.
Αντώνυμο είναι το κότησα (ρ. κοτάω), που θα πει τόλμησα.

Σημείωση: Για την πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση των λέξεων κότα, κοτάω, κλπ, διάβασε τα σχόλια του Hank στο λήμμα κοτάω.

  • Πάλι κότεψες; Λογικό. Είναι άλλωστε αυτό που σε διακρίνει αληταράς, λαμόγιο αλλά και κοτούλα! (εδώ)

  • Κότεψα και ούτε ένα ρημάδι σεσκέφτομαι δεν μπορώ να γράψω. (εδώ)

  • Ευτυχώς που δεν ξέρω το σαβουάρ βιβρ του καμακιού σε σούπερ μάρκετ και κότεψα, αλλιώς θα'τρωγα ξύλο από το γκόμενό της στο διπλανό διάδρομο.

Βλ. και κοτεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμη ένας τρόπος για να δηλώσεις πως αισθάνεσαι τόσο πολύ άβολα με κάτι ώστε να ανθρωπομορφοποιήσεις τμήμα των γεννητικών οργάνων σου για να νιώθουν ζαλάδα. Από τη μια ευχάριστο η σλανγκ να εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες λέξεις από την άλλη δυσάρεστο να έχουν τέτοιο νόημα.

- Κι έτσι που λες φίλε ο μαλάκας.
- Ποιος μαλάκας;
- Τι ποιος μαλάκας ρε Τάκη; Τι σου λέω εδώ και 204 συνεχόμενα λεπτά; Το αφεντικό μου! Δες εδώ, μου έχει ζαλίσει τα αρχίδια.
- Όχι εσύ δες εδώ για να καταλάβεις ότι η ζαλαρχίδα είναι μεταδοτική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καυλερός, γκαβλερός

Είναι ο γαμάτος, ο καυλιάρης, με μια πρόσθετη αίσθηση ανθηρότητας, στιβαρότητας, θαλερότητας, γαμιστερότητας εν τέλει.

  • Χαλάστηκε η ΝΔ για την Κωνσταντοπούλου γιατί είναι κομματική. Ενώ ο Μεϋμαράκης ο Κένταυρος, ο ΟΝΝΕΔίτης ο καυλερός ήταν πρόσκοπος.

  • Αμα δεν προτεινετε κανενα καυλερό ακαουντ να αυτοπροταθω να τελειωνουμε (εδώ)

  • -τι έγινε, βρε Βάλια? Άκουσες να λέω υπόθετο και τρέμουνε τα χέρια σου απ'τις γκάβλες?
    -ναι είμαι πολυ γκαβλερή με την αρρώστια (εδώ)

"Δεν θυμάμαι να έχει βγει πιο καυλερό γκρουβ τα τελευταία είκοσι (τουλάχιστον) χρόνια"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γουαναμπεί, γουαναβγεί

Λογοπαίγνιο με το αγγλικό wanna be -που έχει ελληνοποιηθεί προ πολλού και κάνει καριέρα ως γουαναμπή(ς)- και το ομόηχο στο "be" απαρέμφατο (του ρ. μπαίνω), "μπει".
Μετά, ήταν ένα τσιγάρο δρόμος για να εφευρεθεί το γουαναβγεί, αλλά και το ευφυές let it μπει.
Χρησιμοποιείται κυρίως για πιο σοφτ αναπαράσταση της σεκσουαλικής πράκσης.

Σλανγκασίστ, έμπνευση και έναυσμα τα εξής σφυρίΒραστα σχόλjα:

Αναπόφευκτη ερώτηση: τι θα μπορούσε να είναι ο *γουαναβγής; Ίσως το άτομο που συχνά προαναγγέλλει με δραματικές τυμπανοκρουσίες την αποχώρησή του από κάποιο φλώρουμ αλλά τελικά παραμένει. Μη πάει ο νους σας στο κακό, δεν φωτογραφίζω κάποιον κι ετς, χρόνια τώρα προσπαθούσα να σκαρφιστώ λεξιπλασία το σύνηθες φαινόμενο αυτούνο!*

Vrasta, στον γουαναμπή
Ως γουαναβγεί καπνιστές που είναι, κλέβουν θεριακλήδικες λέξεις τ. ντουμάνι (...)

Σφυ, στο ατμίζω

wannabee, wannabi, wannaγκρί

  • Όσο μπάζα είναι οι κλασσικές αριστερές, στην πλειοψηφία τους πολιτικά-ιδεολογικά ημιμαθείς, με επαναστατική σκέψη που σταματάει στο αν θα τις πάρει τελικά ο Μπάμπης, με κουμπάρο και δήμαρχο (ή παπά), άλλο τόσο
    μπάζα είναι και το σχετικά νέο είδος της Γουοναμπεί (πότε θα μπει;) Αντιγόνης, εθνικίστριας, νιμπελούγκεν, κνόμπλαουχ μιτ πίνκελβύρτσχεν, και ξαφνικά εξιδανικεύσαμε τα πάντα, ζούμε με μεγαλόστομες μαλακίες, και για ναξεκαρφωθούμε στη συνείδησή μας (βαρειά η καλογερική να έχεις τη ρετσινιά του ναζιστή), βάζουμε και λίγο Ρίτσο, λίγο αριστερίζουσα συναισθηματική βιτρίνα και έχει ο Θεός. Συμπέρασμα: Οι γυναίκες που πορώνονται με την πολιτική είναι μπάζα, εκτός και αν είναι λαμόγια που πάνε για εξουσία, οπότε είναι γαμώ τις τσιμπούκες και καυλέ. (από δω)

Απ' το τουίτερ

  • γουαναμπί γουαναβγεί, γουαναμπί γουαναβγεί, γουαναμπεί γουαναβγει.. μη με διακόπτεις ρε παιδάκι μου πάνω στο καλύτερο, τελειώνω σε λίγο.. (εδώ)

  • Εξ ορισμου οι αντρες ειναι wanna μπει βγει & φυγει-φυγει!

  • Αν δε σας κάθεται η γκόμενα να κάνετε σεξ τραγουδήστε της το λετ ιτ μπει λετ ιτ μπει!

  • Μια κατουρλίτσα εδώ δίπλα τραγουδάει με μπρίο i wanna scream n shout n let it out. Στο ποτ πουρί ακολουθεί το let it μπει.

  • Nαι οκ ολοι wannaμπει ειστε αλλα ναστε και λιγο wannaβγει, μη γινετε wannadie σε οκτω μηνες.

  • Η άλλη είναι wannabe μοντέλο, ο άλλος wanna μπει σ αυτήν.. Να πως χτίζονται οι καριέρες

  • Μην είστε πολύ wanna be. Wanna μπει είναι κι ο πουτσος μου.

  • -Ο Κώστας τη θέλει τη Μαρία? Είναι wannabe γκόμενός της?
    -Βασικά σκέτο wanna-μπει είναι, δεν την βλέπει σοβαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.

.

Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στην δόκιμη εξέλιξη (της ικανότητας, της επιστήμης, του ανθρωπίνου είδους, κτλ.) αλλά στην ηλεκτρονική διαδικασία μεταμόρφωσης ενός Pokémon σε διαφορετικό είδος. Πρόκειται για νεόκοπη σλανγκιά που φοριέται σχεδόν αποκλειστικά από αγοράκια του δημοτικού και σκάρτα του γυμνασίου:

- Με το που πιάσω Haunter ή εξελίξω Gastly σας θα χρειαστώ κάποιον για ανταλλαγή και πίσω για να πάρω το αγαπημένο μου pokemon. Δεν θα βγεί από την εξάδα ποτέ <3 (εδώ)

- κατέβασα τι white k έχω το εξής πρόβλημα (όχι ακόμα δηλαδή αλλα για το μέλλον το χρειάζομαι)πως γίνετε να εξελίξω ένα πόκεμον που χρειάζεται (παραπέρα) trade?? (εκεί)

- μόλις πάρω την White απο τον αδερφό μου αν μπορείς θέλω να με βοηθήσεις να εξελίξω κάποια pokemon.

Εξέλιξη της Ιβοσαυρίνας σε ΑφροδιτοσαυρίναΕξέλιξη της Ιβοσαυρίνας σε Αφροδιτοσαυρίνα (εδώ)

Στην παιδική αργκό η εξέλιξη εξελίχτηκε στο να περιλαμβάνει και μοντιφιές / καγκουροποιήσεις "αναλογικών" παιχνιδιώνε τ. Τρανσφόρμερς, Σελωνονιντζάτσια, Lego, κ.ά.

Ακραία εξέλιξη Transformers made in ChinaΑκραία εξέλιξη Transformers made in China

Τέλος, στην Ἑσπερία κυκλοφορούν και αρκετά μιμήδια με εξελίξεις σελεμπριτονίωνε:

Εκ του Pokémon Evolution < Ιαπωνικού 進化 (εξέλιξη). Σλανγκασίστ: Βρασταμπόι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο, το πέος στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Η χρήση της ακόμα και στη δεκαετία του '50 ήταν σχετικά περιορισμένη. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν τις πιο συνηθισμένες πανελληνίως ψωλή και πούτσος.

Αγνώστου (σε μένα) ετυμολογίας. Κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη ως συνήθως. Προτείνω (ως αφετηρία προβληματισμού περισσότερο) δύο εκδοχές:

  1. Μια "δυτική": το ισπανικό cabeza ή το πορτογαλικό cabeça, που σημαίνουν κεφάλι.
  2. Μια "ανατολική": το τουρκικό kabak που σημαίνει κολοκύθι, φλασκί.

Όπως φαίνεται και στην από κάτω φωτογραφία, το σχήμα τους θα μπορούσε να δικαιολογήσει την σχετική παρομοίωση.

κολοκύθα (φλασκί)

"Ήτανε, που λες, τύφλα στο μεθύσι, είχε βγάλει τη καμπέκα του και κατουρούσε μες στη μέση του δρόμου!"

Κάποιοι αποκαλούσαν έτσι κοροϊδευτικά γυναίκες που εξακολουθούσαν να τις αποκαλούν "Μπεμπέκα" παρά την (προχωρημένη) ηλικία τους. (Συνήθως ήταν "ξενόφερτες" νύφες ή "ξενάρες", όπως αποκαλούνταν εκείνες, που δεν ήταν από το νησί).

"Τά 'μαθες Ερήνη μου; Ξενάρα πήρε κι ο Νικολός τση Ρηνιώς! Και ξέρεις ήντα τηνε λένε; Μπεμπέκα! Μωρέ Καμπέκα θα τηνε λέω εγώ κι οποιανού τ'αρέσει!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified