Αρνητικό συναίσθημα που οφείλεται στην μακρά αποχή απο το σεξ. Δυσφορία και κακή διάθεση είναι τα βασικά συμπτώματα. Σύνθετος όρος, συνιστώμενος λέξης που περιγράφει την έντονη ερωτική έξαψη και του «αγκομαχώ».

Δ: Τι έπαθε ο Τάκης και είναι σκυθρωπός;
Σ: Άστον αυτόν. Από τότε που χώρισε με την Κασσάνδρα, προ εξαμήνου, δεν έχει ξαναγαμήσει και όλο καυλομαχάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πιο εμφατικός τύπος του κουλό ή κουλά, το οποίο προέρχεται από τα καλιαρντά, και όπως έδειξε το Πονηρόσκυλο ετυμολογείται από τη ρομανί, όπου khul είναι το σκατό. Ο Ηλίας Πετρόπουλος γράφει για την έκφραση «κουλά ντε Παρί» ότι κυριολεκτικά σημαίνει σκατά των Παρισίων, οπότε είναι κατ' αυτόν ένας «νεότερος, παραπλανητικός και πιο διακοσμημένος τύπος του κουλά». Σημαίνει γενικά και αυτό που λέμε σκατά, μούτι, δηλαδή μια κατάσταση σκατά κι απόσκατα, αλλά και αυτό που λέμε «τρίχες», δηλαδή κάτι το ευτελές και ανυπόστατο ή άκυρο στο οποίο δεν αξίζει να δίνει κανείς σημασία.

Η έκφραση φαίνεται πάντως να έχει βγει από το στενό καλιαρντό πλαίσιο, όπως γενικά το κουλά, το οποίο άλλωστε παρετυμολογείται συχνά από το κουλός, σε σημείο να το βρίσκουμε σήμερα και σε παιδικό τραγουδάκι, το Λιοντάρι των Mazoo & the Zoo. (Σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας Νίκο Τσιαμτσίκα;)

  1. φωνάζει το Φαγάνα στο σχολείο
    του λέει πως ο γιός του δεν ανοίγει βιβλίο
    τα τετράδιά του μες τη μουντζούρα
    όλη η τάξη τον φωνάζει κουμπούρα
    δεν ξέρει πόσο κάνουν τρία και τρία
    και ότι ο Αχιλλέας πήγε στην Τροία
    για αραλίκι όλο ψάχνει αφορμή
    και το μυαλό του όλο το' χει στην εκδρομή
    στη μονοήμερη στην πενταήμερη
    και στα μαθήματα κουλά ντε Παρί
    (Παιδικό καλιαρντοτράγουδο).

2. και άλλα τέτοια κουλά ντε λα Παρί βασανίζουν το μυαλό σου. Σκέψεις χωρίς υπόσταση.

3. τιποτα κλωτσιες μπουνιες κλπ...με μεγαλη μου χαρα,το παραμυθι λαμογια τελειωσε! κατι κουλα ντε παρι του τυπου...βλεπουμε φως στην ακρη του τουννελ, οτι το 2012 ξαναμπαινουμε στις αγορες που ελεγε η αλλη η μουνιτσα και η αναπτυξη που ηρθε και ολα τα ανηθικα ψεμματα που ξεστομιζουν ολα αυτα τα καθικια-προδοτες-οσφυοκαμπτες,δεν περνανε πια !

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.

  1. Θα πάρω τηλέφωνο τον Γιώργο Παπανδρέου και θα του πω να ξαναφτιάξουμε το συγκρότημα που είχαμε στη Μασαχουσέτη. Για να μην ψάχνουμε για τα άλλα δύο μέλη, που μπορεί και να τα έχουν τινάξει, θα πάρουμε για μπασίστα τον Χρύσανθο Λαζαρίδη και για τραγουδιστή τον Σίμο Κεδίκογλου, που είναι πουροτεκνό και θα κάνει θραύση στις πενηντάρες. (Από το Κατὰ Πιτσιρίκον Ημερολόγιο του Αντώνη Σαμαρά στο Unfollow 29, Μάιος 2014, σ. 35-36).

2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..

3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη

(από Khan, 22/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα βγαλμένη από τις σκοτεινότερες γωνίες των ανά την επικράτεια χριστιανικών ναών. Απευθύνεται σε παιδάκια, κυρίως τα ανυπάκουα.

Επίτροπος ναού: Τα χαϊβάνια ρίξαν τη μπάλα μες την εκκλησία και έφτασε μες την Ωραία Πύλη, γκρέμισε μανουάλια, γκρέμισε εικόνες, τα γκρέμισαν όλα, να τ'ς παρ' ο διάολος την κούνια...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πρεζέμπορος, -ας, -όρι

Από το πρέζα (ναρκωτικό) και το έμπορος. Σημαίνει αυτος που πουλάει ναρκωτικά ή και ο ναρκομανής (ή τοξικομανης).

Στην τάξη του φροντιστηρίου μου έχω ένα πρεζέμπορα, το παιδί σνιφάρει μαρκαδόρους εν ώρα μαθήματος σου λέω.

Στο σκοτεινό και αφανές πίσω μέρος του λυκείου πέφτει πολύ πρεζεμπορία και είναι όλα δωρεάν απλά τα ανταλλάζουν με κάτι άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που, απ' όσο ξέρω, δεν χρησιμοποιείται πιά στον καθημερινό λόγο, αλλά βλέπω πως ψιλοεπιβιώνει στο ίντερνετ. Παναπεί : ισχυρό πίσω-μωρή-κουφάλες πλήγμα που καταφέρεται σε αντίπαλο. Στη λογοτεχνία μας αφορά συνήθως κάποια μάχη εκ παρατάξεως. Κανείς κερατάς δεν έχει την ετυμολογία, αν και φέρνει σε ιταλοτέτοιο, το οποίο, παρά τις διάφορες εικασίες μου, δυστυχώς δεν μπόρεσα να εντοπίσω με βεβαιότητα. Δεν ξέρω αν έχεις χέσει με τη (λατινογενή κατά Μπάμπη και Τριαντά) σφαλιάρα.

  1. Αί! νάχαμε τότε τουφέκια οπισθογεμή, τι θα γινότανε ! Αλλά και το σισανεδάκι εδούλεψε περίφημα. Πολλά γιουρούσια κάμανε, αλλά τους δίδαμε σπαλιώρα και γύριζαν πίσω.
    (Ι. Κονδυλάκης «Σκούρα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.)

  2. Εδώ κανονικά θα έμπαινε κάτι από Τσιφόρο, ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη αρκετές φορές. Αλλά με χωρίζουν κάτι χιλιόμετρα από τα βιβλία του και έχω κι άλλες δουλειές ξέρετε...

  3. [...] οι Ελληνες, ησαν ηδη ανεπτυγμενοι στο θεατρο και μπορουσε ο Λυμπερης να δωση μια μικρη σπαλιορα στην δυτικη Ιμια κατα το καμποϋκο αξιωμα «πυροβολα και μετα κανεις ερωτησεις».
    (εδώ)

  4. Τωρα που φαγε τη σπαλιορα απο σενα,θα βρει κανενα αλλο να του πρηζει τα....καταλαβες.
    (αντρειωμένος με ενθουσιώδες κοινό εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό απορρυπαντικό πιάτων στην στρατιωτική αργκό.

Προέλευση: άγνωστη, προφανώς κάποιος κάπου κάποια στιγμή το αποκάλεσε έτσι και πέρασε από στόμα σε στόμα δίχως να φιλτραριστεί, κλασικός ΕΣ δηλαδή.

(φαντάρος πλένει δίσκους στα μαγειρεία και τον πλησιάζει άλλος φαντάρος)

- Σειρά! ρίξε μου λίγο φάρμακο να πλύνω τα χέρια!
- Σκύψε ψηλέ να σου το βάλω υπόθετο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεταχειρισμένο· ως ιδιότητα κάποιου αντικειμένου, ιδίως σε συμφραζόμενα συναλλαγής (αγοραπωλησίας αυτού).

Κάπως δύσχρηστο στις λοιπές κλίσεις πλην ονομαστικής ενικού.

  1. Από εδώ:

Στον αγώνα έβαλα Michelin Pilot exalto 2 V δείκτη ταχύητας επίσης μεταχείρα αλλά άστριφτα τα οποία όσο απίστευτο και αν ακούγεται,δε σαπούνιασαν και στον αγώνα δεν τα ακουσα να σκούζουν.

  1. Από εδώ:

Το δεύτερο ειναι quartz. Τιμή καινουριου γυρω στα 2.400 και το βρίσκω μεταχείρα με εγγύηση απο κατάστημα, κοντά στα 1.800

  1. Από εδώ:

και μεις έχουμε μια αντίστοιχη λογική πάντως μεταχείρας-χιλιομέτρων και μην λεπτομεριάσω κιάλλο...

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τύπος έλληνα οδηγού

ο Τάσος οδηγεί με το χέρι του ταρίφα να κρέμεται έξω από το παράθυρο συνήθως κρατώντας τσιγάρο, το αμάξι του είναι πάντοτε πλυμένο και ελάχιστα πειραγμένο (διαφορά με κάγκουρα), φοράει γυαλί ηλίου χειμώνα-καλοκαίρι και κάνει συχνά περάσματα από μπουρνάζι για να κοζάρει καταστάσεις (ομοιότητα με κάγκουρα), εκείνο που τον διακρίνει είναι η ώριμη οδηγική του ικανότητα δεν θα κάνει υπερβολές όμως θα το ανοίξει εκεί που πρέπει (διαφορά με κάγκουρα), περνάει το όχημα από το μάτι της βελόνας ελισσόμενος με χαρακτηριστική άνεση ενώ την ίδια στιγμή αστειεύεται για το δύσκολο της μανούβρας που όμως για τον ίδιο είναι πις οφ κέικ αλλά ποτέ δεν θα το παραδεχτεί γιατί αυτός είναι ο Τάσος.

Τέλος, ο ορίτζιναλ Τάσος έχει μαλλί με χαίτη από τα 80's (διαφορά με κάγκουρα)

- Έλα ρε περνάω να σε πάρω με τ'αμάξι
- Όχι ρε άσ' το έχει κλείσει το κέντρο λόγω πορείας.
- Αγόρι μου...θα περάσω μέσα από την πορεία και θα νιώσουν μόνο το αεράκι στα μαλλιά τους...
- Όπα ρε Τάσο!

Σχετικοάσχετο (από Khan, 25/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βίντεο. Αρχικά γραφόταν έτσι κατά λάθος (κακέκτυπο του video) λόγω κεκτημένης ταχύτητας στο chat, από όσους ξεχνιούνται ότι έχουν γυρίσει το keyboard στα ελληνικά. Σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται εν συντομία για να γλιτώσουμε τον ένα χαρακτήρα, αλλά και να το παίξουμε μούρη.

Είδες το νέο βίδεο απ' τη Μύκονο που ανέβασε στο Φουμπού η καριόλα; Μας χώρισε και τώρα γλεντάει με τις φίλες της.

(από HardcoreGR, 21/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified