Αυτή που κάνει τζιβιτζιλικια = σκέρτσα.

Έμπλεξες με τζιβιτζιλού που θα σου κάνει την ζωή σου ποδήλατο μέχρι να την ρίξεις σε κρεβάτι φουκαρά μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να χαρακτηριστεί μπαμπαδισμός και σεφερλισμός, πάντως ακουγόταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Προφανώς από το are you serious;

- Θέλω το αυτοκίνητό σου να πάω σε έναν γάμο στην Κόρινθο.
- Are you syrious or palestinious;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή γκροϊντάφ / γκρ’ντάφ.

Σύνθετο, ηχομιμητικό, φαντεζί -όπως κάθε πελοποννησιακή λεξιπλασία- επιφωνοειδές ουσιαστικό (αλλά και επίρρημα, μετοχή), εκ των γκρίνια και νταφ, όπου «νταφ» εννοείται ο κρότος (παρ. 5), η υπερβολή (παρ. 6), η έκπληξη (παρ.7), το χτύπημα (παρ.8).

Πολλαπλά λοιπόν τα νοήματα του «νταφ», λιγοστοί οι περιορισμοί, ρευστή η χρήση.

Κατά συνέπεια κι ως εκτουτού, «γκριντάφ» σημαίνει την υπερβολική γκρίνια, τη χτυπητή γκρίνια, που προκαλεί έκπληξη, που παράγει κρότο κλπ. Κοινή λοιπόν η παρανόηση. Το «νταφ» δεν είναι και «γκριντάφ».

Συντακτικά το «γκριντάφ» μπορεί να πάρει θέση υποκειμένου (παρ.1), αντικειμένου (παρ. 2), επιρρηματικού προσδιορισμού (παρ. 3), τροπικής μετοχής.

Δέον να σημειωθεί ότι η κατά τα πελοποννησιακά ειωθότα προσθήκη ελληνοπρεπούς κατάληξης στις λεξιπλασίες που λήγουν χειλοδοντουρανικόληκτα διευρύνει τη χρήση των (π.χ. γκρινταφ-ιάζω, γκρινταφ-ητό, γκρινταφ-ίαση κ.ο.κ).

  1. Το γκριντάφ πάει σύννεφο!

  2. Σταμάτα το γκριντάφ...

  3. Όλη τη νύχτα γκριντάφ...

  4. Τον πήγε γκριντάφ μέχρι τη Χαβάη.

(νταφ):
5. Εκεί που είχαμε πιει τα κρασhά μας, μερακλώgνει ο Αντωνόπ’λος, βγάνjει τη διμούτσουνjη στο τραπέζι του γάμου και Νταφ-κίχου, νταφ-κίχου, νταφ-κίχου. Μας κόπηκε η περίοδος. (όπου κίχου, η ηχώ της βοgλίδας στο καταρράχι)

  1. Τραβάει τελευταίο φύλλο και νταφ μ’απιθώνjει ένα «ρέστα» χεροπηχιάρικο. Τον κοιτάω, «γιατί ρε φούλ’ ρέστα;».. «έτσι μου καπίνjησε» μ’απαντάει. Του τραβάω κι εγώ ένα παλικαρίσhο νταφ «τα βλέπω» και δενjείχα μετά ούτε για να πάρω τσιγάρα»

  2. Αgνοίγω την πόρτα και νταφ! τι να ιδώ; Ο Κοζότ με τον Μυτίτσα μου έκαναν πάρτυ γενεθgλίων!

  3. χτύπημα: ντάφ στο κεφάλι, να. Ξερό το τσόgνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεία του, καβάλα σε καναπέδες, έχουν γράψει ιστορία πολλές παρέες, συχνότατα μπροστά σε τηλεοπτικές οθόνες όπου λαμβάνουν χώρα ποδοσφαιρικά κι άλλα πρωταθλήματα, διαγωνισμοί της Eurovision, εκλογικά αποτελέσματα, εγκληματικά αποκτημένες ταινίες αλλά κι όποτε άλλοτε κάτι φέρνει πιο κοντά.

Βολικό· δεν χρειάζεται να πλυθεί σχεδόν τίποτε μετά, αφού «η κότα, η πίτσα κι η γυναίκα θέλουν χέρι», συχνά ρεφενέ, με χρόνο προετοιμασίας ένα τηλέφωνο κι ένα μισάωρο, έχει μεν σχεδόν αντικαταστήσει πλήρως τον κοντινότερο στην παράδοση συνδυασμό ούζου – μεζέ, αλλά δίνει δουλειά σε πολλούς πιτσαδόρους που νιώθουν κάτω από παντελόνι και ..σκελέα πως το δίπλωμα δίτροχου είναι, φευ, αποδοτικότερο του μεταπτυχιακού.

Αν και δύναται να προσφέρει τεράστια γευστική ποικιλία ανάλογα με τα γούστα, σαφώς ο συνδυασμός χορτοφαγική με μοναστηριακή υπολείπεται τραγικά τού απ’ όλα με οποιαδήποτε ξανθιά.

Για την ώρα ελάχιστοι έχουν προβληματιστεί αν το περιεχόμενο λουκάνικο παλιά χλιμίντριζε.

Με μόνο σκοπό την πληρότητα ενός πικάντικου menu, να πληροφορήσω πως η αβέβαιη ετυμολογία της ιταλικής «pizza» από το ελληνικό «πίττα» έχει πολλά ερείσματα, ενώ η «μπύρα» μας ήρθε από το βενετσιάνικο «bira» κι αυτό απ’ το γερμανικό «Bier».

Σαφώς σπανιότερα σερβίρεται και το «πιτσόμπιρο».

1. Πώς σας αρέσει να παίρνετε μάτι τον Θρύλο; Άλλοι με πιτσόμπυρο, άλλοι με βουντού και μόνοι, άλλοι με παρέα γένους θηλυκού να τους σπάει τα παπάρια με το οφσάιντ, άλλοι να ασφαλίζουν το σπίτι κα να αυτοσυγκεντρώνονται...

2. Για να καταλάβεις μαντάμ ΑΚΡΙΒΩΣ τι πιστεύει για τη μόδα ο οπαδός, κάνε αυτό το πείραμα. Κουραστική μέρα στη δουλειά τέλος και γυρνάει το αρρωστάκι σπίτι το βράδυ. Παραγγέλνει τηλεφωνικά το πιτσόμπυρο, βάζει τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και βλέπει με το στόμα ανοιχτό το παιχνίδι μπάσκετ της ομαδάρας του. Εσύ περνάς μια, δυο, τρεις φορές μπροστά απ την τηλεόραση και στο τέλος κάθεσαι μπροστά της (κόβοντας τον Μπατίστ στο κάρφωμα) και του λες:
“Κοίτα αγάπη, αγόρασα αυτό το τζιν σήμερα στις εκπτώσεις. Απ τη «γραμμή» του μπορείς να καταλάβεις ότι είναι ARMANI;”
Σου κόβω στοίχημα μαντάμ, ότι θα στο σκίσει το ΑRΜΑΝΙ ο ΠΑΝΑΘΑΣ

3. Pro evolution πρωταθληματάκια με πιτσόμπιρο από 8 βράδυ μέχρι 8 το πρωί!! α, και το Ninja Gaiden στο χρονόμετρο του παιχνιδιού έχει γράψει 62 ώρες αλλά για να βγάλεις τα bosses σου έβγαινε η ψυχή . οπότε υπολογίζω να μου έχει φάει περίπου 90-100 ώρες καθαρού gaming.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από sstteffannoss, 23/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά, αυτός που έχει γαμημένη ψυχή, ψυχή γάμησέ τα, ή κάτι τέτοιο γουατέβα.

Από διαδικτυακές βρισιές:

  1. ποτὲ πιό μπουχεσόβλακας καὶ τέτοιο κλαψαρχῖδι δὲν ἐγεννήθηκε στὴ γὴ, ψόφησε ὁ γαμώψυχος

  2. χιλιες φορες να το κανεις παρα να εισαι γαμωψυχος και πουτανας γιος!!!!

  3. Σκατόμυαλος και γαμόψυχος!!!!! Τί έγινε καπνιστές;;Τον ήπιαμε;;

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κάνει πονηρές πουστιές. Πρόκειται για την μειωτική σημασία που έχει η πουστιά ως πονηριά και μπαμπεσιά, το οποίο δεν έχει να κάνει με το να είναι κανείς γκέι (τουλάχιστον όχι οπωσδήποτε). Βλ. και αλεπούστης.

  1. ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΞΕΦΟΡΤΩΘΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΛΕΗΛΑΤΗΣΕΙ ΤΟ ΧΩΡΟ Ο ΠΟΝΗΡΟΠΟΥΣΤΑΣ ΑΛΛΑ ΤΟΝ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΕΙ ΧΑΜΠΑΡΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΠΛΕΟΝ. (Εδώ).

  2. Μαλακιες του κακριδη ειναι αυτες.Το πολυ να του ειπαν οτι οι πνευματικοι προγονοι τους ηταν,οτι δηλαδη ολη μερα οι φραγκοι διαβαζαν τους αρχαιους και αυτος σαν πονηροπουστας να καταλαβε αυτο που ηθελε. (Εδώ).

  3. Πονηροπουστας. Ειναι & φοιτητης στο ανοιχτο πανεπηστμιο η μαιμου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Σου έκανα χάρη, σε τακτοποίησα, σου έδωσα δώρο / γκόμενα / θέση και γενικά οτιδήποτε καλό. Αναφέρεται κυρίως μεταξύ φίλων όταν ο ένας καβατζώνει τον άλλο.

  1. (Περίπτωση γκόμενας)
    - Πω ρε μαλάκα η κολλητή της δικιάς σου είναι κόλαση. Έχει μια κωλάαααρα... κανονίσαμε σινεμά την Κυριακή. Ψήθηκε άσχημα σου λέω.
    - Είδες που έπιασε το κονέ; Άντε, σ' έφτιαξα πάλι.

  2. (Περίπτωση δώρου)
    - Ω ρε πατέρα, Playstation 3 για τα γενέθλιά μου; Είσαι ο καλύτερος!
    - Είσαι τυχερός που βγήκε το εφάπαξ από την σύνταξη. Σε έφτιαξα καλά, πάω στη μάνα σου τώρα να μου τα ρουφήξει κι αυτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος γκόμενας που αποτελεί ποίημα πάντα κατά τις προσωπικές προτιμήσεις του καθενός. Άλλοι τον προτιμούνε τουρλωτό, άλλοι σφιχτό, οπότε εξυπακούεται το θέμα. Κυρίως όμως η έκφραση αναφέρεται στους ελαφρώς τουρλωτούς και ταυτόχρονα σφιχτούς κώλους, χωρίς κυτταρίτιδες, ραγάδες και τα συναφή.

Θυμάσαι ρε τη Μόνικα Μπελούτσ; Είχε μια κωλάρα στα νιάτα της... κι ακόμα κρατάει σκέψου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημείο νέτου άξιο θαυμασμού. Η λέξη προέρχεται από τα αντίστοιχα λογοτεχνικά ποιήματα τα οποία είναι επίσης άξια θαυμασμού.

- Γκομενάρα η καινούργια του Νικόλα, έτσι;
- Άσε μη μου τα θυμίζεις. Έχει μια βυζάρα ποίημα.

(από HardcoreGR, 23/03/13)wonderfull  (από perketis, 24/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη γκόμενα για την οποία δίνουμε ρέστα για να την χτυπήσουμε. Ο τίτλος μπαίνει πάντα ανάλογα με τα γούστα του καθενός. Π.χ. για κάποιον γκομενάρες μπορεί να είναι μόνο τα δεκάρια κι άλλοι να βολεύονται και με πιο κάτω βαθμολογίες.

- Πως έκοψες την Ειρήνη από το φροντιστήριο;
- Άσε ρε μαλάκα, η τύπισσα είναι γκομενάρα με τα όλα της. Έχεις δει τι χείλια και τι βυζάρες διαθέτει;

(από HardcoreGR, 23/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified