Στον Στρατό (και μάλλον Αεροπορία, Ναυτικό) γριά είναι ο Ανθυπασπιστής. Επειδή κατά κανόνα είναι διευθυντής κάποιου γραφείου και δεν κάνει τίποτα άλλο όλη μέρα από το να γκρινιάζει και να μετράει τα χρήματα που παίρνει και τα επιδόματα (όπως συνηθίζουν οι πραγματικές γριές), γι αυτό λέγεται «γριά». Το ότι δεν κάνει τίποτα όλη μέρα το επιβεβαιώνει και το Δ στο διακριτικό του, που μεταφράζεται ως «Δεν δουλεύω».

Πήγα στον Λοχαγό να ζητήσω άδεια διανυκτέρευσης για το Σ-Κ και μπαίνοντας άκουσα την Γριά να σχολιάζει τις νέες περικοπές στους μισθούς τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ νέας κοπής παραλλαγή του κομπλέ ή του κομπλέντερ, πιο αρχαιοπρεπίζουσα μάλλον, ένεκα η κατάληξη -δόν (βαθμηδόν, σωρηδόν κλπ).

ωραιος καλυτερη ποιοτητα να ειχε και θα ηταν κομπλεδον
(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο εργένης, ο μπεκιάρης. Από το ιταλικό solo (= μόνος) και το τεκνό.

Τ’ αδέρφια μου, μεγαλύτερα, δύο αγόρια. Ο Άγης, ένας παίδαρος, θεολάτσα, οικοδόμος, πήγαινε στη Γερμανία, μάζευε λίγα μπερντέ, ερχόταν πίσω στην πατρίδα, τα έτρωγε με τις γκόμενες, γιατί ήταν μπουτ μουτζοτός, μπουτ μουνάκιας, πάλι καβαλούσε το τρένο και γύριζε πίσω εμιγκρές. Δος του καυλομαξίλαρο και πάρ’ του την ψυχή. Μια δόση έβγαλε καλά φράγκα και μου πήγε στον Μουτζότοπο να τα γλεντήσει, τα ξόδεψε στις σαρμούτες και στις καρακαλτάκες κι έμεινε στο φινάλε ταπί και ψύχραιμος. Οι σούπερ αντρουά λατσεύονται τον Μουτζότοπο κι εμείς οι καραλουμπίνες τον Τζιναβότοπο, το Αδερφοχώρι. Καλόψυχο πλάσμα ο Άγης μας αλλά απότομος χαρακτήρας. Ούτε για στεφάνι έκανε, γέρασε κι ακόμη μπεκιάρης κάθεται, σολότεκνο. Ήτανε μπερδεμένος και με την Αριστερά, με τους λαϊκούς αγώνες. (Αποκατέ).

(από Khan, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συσσωρευμένο λίπος στο κάτω μέρος του μπράτσου μιας μεσήλικης και εύσωμης γυναίκας.

Προέρχεται από την εικόνα της εν λόγω κυρίας στην παραλία να φωνάζει στον γιο της τον Γιαννάκη να μην πάει στα βαθιά, και να του κουνάει το χέρι με αποτέλεσμα το λίπος να πηγαίνει δεξιά αριστερά.

Κοίτα έναν γιαννάκη που έχει αυτή η θειά. Είναι τεράστιος!

(από ironick, 06/12/12)(από ironick, 07/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή σλανγκ: ο ξαναμμένος, ο ευρισκόμενος σε σεξουαλική διέγερση.

- Κάτσε καλά... πάλι σ' έπιασε ο πυρόκωλος;

- Μόλις τη βλέπισα μ' έπιασε ο πυρόκωλος!

- Να δω εγιώ τα Παπαδοπουλλούθκια τζιαί τα Κωλοκασούθκια να τα πιάνει ο πυρόκωλος.

(από peregrine, 05/12/12)

Βλ. και πύρκαυλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλί που δίνεις έχοντας στα χείλη σου μεγάλη δόση από πραλίνα-σοκολάτα μερέντα. Προσφέρει απόλυτη ευχαρίστηση και ηδονή και υπάρχει ο κίνδυνος ζάχαρου σε μεγάλες ποσότητες.

Μπορείτε άπλα να το δοκιμάσετε.

Η κάποτε αθώα διαφήμιση της Hershey που άρχισε τους βρώμικους συνειρμούς. (από Khan, 05/12/12)Μέρεντα με Kavli (από Vrastaman, 05/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται (κυρίως) από άνδρες ως χαϊδευτικό/ψευδώνυμο για το ματζαφλάρι τους, παρόμοια με τα παλαιότερα και αγαπημένα Μπάμπης, Φώντας, Μήτσος, Θρασύβουλας, Γιαγκούλας, Μέγας Αλέξανδρος (Βόρεια Ελλάδα) κλπ.

Εκτός του ότι διαδηλώνει το μεγάλο μέγεθος του οργάνου, χαρακτηρίζοντας το μεγαλοπρεπές, γνωστοποιεί και τον τίτλο του σπρώκτωρα που κατέχει ο χρήστης, καθότι στο ελληνικό συλλογικό υποσυνείδητο οι Οθωμανοί έχουν συνδεθεί με την πρακτική του γάμα σούφρα.

(βλέπε και οθωμανικό δίκαιο).

- Καλώς τον λιλιπούτσειο! Aχαχά!
- Καλά, άμα βγάλω τον σουλεϊμάν τον μεγαλοπρεπή δεν θα ξέρετε που να κρυφτείτε.
- Ίσα μωρή κυρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για μια απολύτως αποτυχημένη συνεννόηση, που είναι τελείως άλλα αντ' άλλα της Παρασκευής το γάλα, καθώς άλλα λέει ο ένας, άλλα καταλαβαίνει ο άλλος και η επικοινωνία ναυαγεί πλήρως. Συναφής έκφραση το συνεννόηση κλαρίνο, όπου και μια σειρά από συνώνυμα.

Σημειωτέον ότι κατά την μάλλον επικρατούσα εκδοχή το μπουζούκι (δες εδώ) «ετυμολογείται από την τουρκική λέξη bozuk που σημαίνει χαλασμένος, ακατάστατος, ίσως επειδή χρειαζόταν να αλλάζει συχνά κούρδισμα» (χωρίς να υπονοούμε ότι από αυτήν την τουρκική σημασία προέρχεται η ελληνική έκφραση συνεννόηση μπουζούκι). Δες και τα σχόλια στο μπουζουκοκέφαλος.

Πάσα: Allivegp.

  1. Η ωριμότητα είναι καθαρά θέμα ατόμου. Αλλά μια 20άρα δύσκολα θα έχει κοινά με έναν 35άρη. Όχι ότι είναι θέσφατο αλλά συνήθως εκείνη θα νοιάζεται να περάσει το μάθημα και να πάει το Σάββατο στον Μαζωνάκη κι εσύ να βγάλεις τον μήνα και να πληρώσεις τα χαράτσια. Θα σου λέει για κλάμπινκγ και εσύ θα της λες για το ωραίο ταβερνάκι στην ακρογιαλιά. Συνεννόηση μπουζούκι δηλαδή. (Εδώ).

  2. CIPA-ΚΕΒΕ: Συνεννόηση μπουζούκι… κινέζικο. Όσο παράδοξο και αστείο και αν ακούγεται, τη Δευτέρα 30 Μαϊου πραγματοποιήθηκαν δύο διαφορετικές παρουσιάσεις για την Κύπρο στη Σανγκάη της Κίνας σε ξενοδοχεία που απέχουν μεταξύ τους μερικά λεπτά! [...] Τίθεται ξεκάθαρα θέμα ασυνεννοησίας και ελλειπούς οργάνωσης. Ειδικά για τον CIPA που λειτουργεί με κρατικούς πόρους εύκολα μπορεί να διερωτηθεί κάποιος γιατί δεν έγινε μία διευθέτηση τα δύο συνέδρια να πραγματοποιηθούν μαζί. Και για εξοικονόμηση πόρων αλλά και για διευκόλυνση τυχόν ενδιαφερόμενων επενδυτών. (Εδώ).

  3. Οι σχέσεις σήμερα. Συνεννόηση μπουζούκι. (Δες εδώ το παράδειγμα).

(από Khan, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή μεσσηνιακή ρήση που τη χρησιμοποιούμε όταν απαντάμε καταφατικά σε (προφανή και ενίοτε ειρωνική) ερώτηση - διαπίστωση του συνομιλητή μας.

Με αυτή τη φράση επιβεβαιώνουμε την ερώτηση - διαπίστωση χωρίς να αφήνουμε περιθώρια για το αντίθετο, και ταυτόχρονα προσπερνάμε το ειρωνικό ύφος της ερώτησης απαντώντας σε ανάλογο τόνο.

  1. ...επιστρέφοντας ο Σταύρος από την εκκλησία το μεγάλο Σάββατο της Αναστάσεως, κουβαλώντας το χαρμόσυνο μήνυμα, περνάει και από το καφενείο του χωριού όπου τα «αλάνια» πίνουν το κρασάκι τους αμέριμνοι.

    - Τι έγινε ρε Σταύρο; Αναστήθηκε;
    - Αλλά, τι έκανε κανέ μου;

  2. - Τι θα γίνει με σένα ρε ξάδερφε; Κάθε 3 μέρες είσαι ταξιδάκι στο εξωτερικό....
    - Τι να κάνω ρε ξάδερφε, ταξιδευω όσο μπορώ...
    - Ταξιδιώτη του μήνα θα σε κάνει η Aegean!
    - Αλλά, τι κάνω κανέ μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστική προσβολή που εστιάζει στην χαμηλή ευφυΐα ή/και στις περιορισμένες τεχνοπρακτικές ικανότητες του δέκτη.

Προφανούσλυ, προέρχεται από το αρτικόλεξο Α.Μ.Ε.Α. (άτομα με ειδικές ανάγκες). Καθότι όμως το Α.Μ.Ε.Α. καταλήγει σε Α, παραπέμποντας σε μπληθυντικό, σλαγκίζεται στην μορφή αμέο για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου.

Χρησιμοποιείται παρόμοια και αποτελεί (πολιτικάλυ ινκορέκτ) συνώνυμο λέξεων όπως γιωτάς , Κατέλης, τούβλο, κρέας.

  1. Καλά ρε αμέο, σου έπεσε το κινητό στην τουαλέτα;

  2. - Ρεσύ, ο Γιάννης βγήκε με τη Λίλιαν και κατά λάθος άδειασε πάνω της έναν γκαϊφέ.
    - Αφού ο ανθρώπας είναι αμέο, πώς θέλει να ζμπρώξει ;

(από Kilerakias, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified