Selected tags

Further tags

Δημώδης έκφραση, την οποία άκουσα στην Ήπειρο, αν και νομίζω ότι πολλές πόλεις θα ερίσουσι... Η σημασία καταφανής, στο πνεύμα των όσων έγραψε κι ο Μαθιός (7:1-3):

«Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;

... και γενικότερα ο αναμάρτητος πρώτος χορεύει μπαλέτο.

Η εθελοτυφλία έναντι της ιδίας αμαρτίας στο μεν προσωπικό επίπεδο είναι υποκρισία, στο δε κοινωνικό είναι ιδεολογία, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον φορέα της (όχι και πολλά σε τούτο τον κόσμο, σ΄αυτήν την κοινωνία).

Η φράση, η οποία είναι γιαγιαδίστικη αλλά πολύ ντούρη, δε σημαίνει κάτι παραπάνω από το «δεν κοιτάς τα μούτρα σου», είναι όμως τιραμισουρεαλιστική μιας και τον κώλο σου που χέζει υπό Κ.Σ. δεν τον βλέπεις. Αλλά μάλλον αυτό ακριβώς θέλει να πει: πόση λιγότερη ματαιοδοξία θα υπήρχε στον κόσμο αν βλέπαμε τον κώλο μας όταν χέζαμε, Νίκο Τσιαμτσίκα;

- Πήγε ο μαλάκας κι έγλειψε και πήρε ειδικότητα που ήθελε, ουρολογία...
- Γιατρέ μου τους άλλους τους βλέπεις, τον κώλο σου που χέζει δεν τον βλέπεις;

(από xalikoutis, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιστορικών διαστάσεων κρίση διάρροιας που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη του παθόντος όπως αποτυπώθηκε στο συλλογικό θυμικό το πυρηνικό ατύχημα στην πόλη, τότε Σοβιετική νυν Ουκρανική, Τσερνομπίλ το 1986.

Τσερλομπίλ έχουμε στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  1. Όταν η οξύτητα και η επιμονή της πεπτικής διαταραχής προκαλούν συνεχόμενες, ασταμάτητες, πολύωρες εκκενώσεις που οδηγούν εν τέλει στο φαινόμενο της ασθμαίνουσας κωλοτρυπίδας, εκεί που πλέον δεν έχει μείνει ούτε ίχνος κοπράνων αλλά ούτε και γαστρικών υγρών, οπότε η ταλαίπωρος οπή απλώς αφρίζει στο ρυθμό της αναπνοής του κατάκοπου χεσμένου.

  2. Όταν η κρίση διάρροιας συμβαίνει σε μια εντελώς ακατάλληλη στιγμή και σε δημόσιο χώρο π.χ. εξετάσεις, δικαστήριο, πολύωρο ταξίδι με ΚΤΕΛ σε επαρχιώτικο ερημικό δρόμο, έτσι που η ανάγκη για ανακούφιση να είναι δυσχερής ή αδύνατη ή να οδηγεί τον παθόντα στα όρια του δημόσιου εξευτελισμού ή να υπονομεύει την εκτέλεση σοβαρής υποχρέωσης.

  3. Όταν η ορμή του αρχικού κύματος διάρροιας είναι τέτοια που οι κοπρανικές σταγόνες αναπηδούν πάνω στα τοιχώματα του εσωτερικού της τουαλέτας για να επιστρέψουν και να σοβατίσουν τα κωλομάγουλα σε όλο τους το πλάτος και το ύψος μέχρι τον κόκκυγα, έτσι που λόγοι στοιχειώδους υγιεινής να επιβάλλουν πλέον χλιαρό ντους και όχι «πασαλείμματα».

  4. Όταν η ένταση της διάρροιας και η απόσταση της τουαλέτας ή ο τύπος των ενδυμάτων λ.χ παντελόνι με κουμπιά και ζώνη δεν επιτρέπει το έγκαιρο και εύστοχο ξεφούρνισμα της ευκοίλιας εντός του στομίου της τουαλέτας με τον σφιγκτήρα να ενδίδει στην πίεση λίγα δέκατα του δευτερολέπτου πριν την θέση του κώλου επί της τουαλέτας και την καταιγίζουσα διάρροια να δημιουργεί στο χείλος, το καπάκι και την πλάτη της τουαλέτας, ίσως και στο δάπεδο ή τον τοίχο ανάλογα τη διασπορά, έργα αφηρημένου εξπρεσιονισμού αντάξια ενός Τζάκσον Πόλλοκ.

  5. Μεταφορικά για τη μεγάλη τρομάρα.

-Ρε συ, θυμάσαι που δίναμε έκθεση στις πανελλήνιες και είχες πάει 10 φορές τουαλέτα;
-Πωω τί ήταν κι εκείνο ρε φίλε. Πραγματικό τσερλομπίλ. Έχασα την Ιατρική απ'αυτό.

-Πού χάθηκες δυο μέρες εσύ;
-Θυμάσαι που πήραμε κάτι καλτσόνε απ'τα Έβερεστ προχτές το βράδυ;
-Ε τί, σ'έκοψε;
-Τί μ'έκοψε ρε μεγάλε. Ξεκωλιάστηκα μιλάμε. Έχεσα κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές. Κι έχεζα, κι έχεζα, κι έχεζα...έχασα το μέτρημα. Ξέρναγε αίμα ο κώλος μου στο τέλος.
-Τσερλομπίλ πραγματικό ρε καημένε.

-Πώς πήγε η εκδρομή;
-Αυτό που έπαθα φίλε, δεν περιγράφεται. Δεν περιγράφεται! Ήθελα και Μέτσοβο. Με πιάνει μια ευκοίλια μέσα στο λεωφορείο, έλεγα θα τα κάνω απάνω μου. Πάω να μπω στο τουαλετάκι, μου λέει ο οδηγός «μη είναι βουλωμένη». Πάω και του λέω στ'αυτί ότι δεν αντέχω και θα τα αμολήσω εκεί επί τόπου. Κόβει δεξιά και με στέλνει σε κάτι δέντρα μέσα.
-Χαχα, και πήγες;
-Τί να κάνω; Ρόμπα έγινα. Με κοίταζε όλο το λεωφορείο και γέλαγε. Αυτό ήταν το τσερλομπίλ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σημάδι από κόπρανα στο σώβρακο, που μοιάζει με ροδιά στο δρόμο μετά από φρενάρισμα.

- Και πάω στην τουαλέτα του για κατούρημα και βλέπω πάνω-πάνω στο σωρό με τ' άπλυτα ένα άσπρο σώβρακο μ' ένα φρενάρισμα να!

(από jesus, 14/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομερά βρωμερό / αηδιαστικό χέσιμο. Τόσο, που ο επόμενος δεν μπορεί να πλησιάσει το μπάνιο για αρκετή ώρα. Τις περισσότερες φορές, συμβαίνει λόγω κακής ποιότητας τροφής, δηλητηρίασης ή απλά πολύ πικάντικου/καυτερού φαγητού.

Ο όρος φυσικά προέρχεται από το κόμμα / παραμιλιταριστική /τ ρομοκρατική οργάνωση του Λιβάνου, λόγω της προφανής ηχητικής ομοιότητας της λέξης και ταυτόχρονα της τρομερής επικινδυνότητας των δύο εννοιών. Για το λόγο αυτό, αυτού του είδους το χέσιμο διατηρεί το θηλυκό γένος του όρου (βλ. παράδειγμα).

- Ωραία τα μεξικάνικα χτες, αλλά το πρωί αμόλησα μια χεζμπολάχ που γκρίνιαζε όλη η γειτονιά από τη βρώμα.

- Ρε μαλάκες, ποιος εξαπέλυσε τη χεζμπολάχ μέσα στο μπάνιο μου; Πώς θα κάνω μπάνιο τώρα;

(από Vrastaman, 23/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έντονη επιθυμία για αφόδευση ( < πολύσημο χυδ. ελλην. ρημ. χέζω ). Προσοχή όμως, δεν μιλάμε για τη γνωστή κυριλέ, άνετη φάση στο σπιτάκι μας, στην προσφιλή μας χέστρα με τα περιοδικά, το αρωματισμένο κωλόχαρτο και τον πάλλευκο τι-έχουν-δει-τα-μάτια-του μπιντέ. Όχι αγαπητοί, το χεζουριό είναι ανελέητη τρέχα-πατριώτη-τη-χάνουμε-τη-δίκη κωλοπηλάλα, συνδεόμενη συνήθως με ισχυρό τρόμο ή και άλλες αιτίες, όπως μας λέει το γ' παράδειγμα.

Ο φίλτατος σύσσλανγκος dryhammer εδώ μας πληροφορεί ότι έχει υπ' όψιν του τη λέξη με την έννοια της τουαλέτας. Όθεν, παρακαλείται / προσκαλείται (αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος), εφόσον έχει στοιχεία να τα καταθέσει στα σχόλια ώστε το λήμμα να γίνει τελείως κώλος. Τη σκαταθέσεως περατωθείσης ο απαραίτητος υγειονομικός χάρτης θα είναι ευγενής προσφορά του καταστήματος.

  1. φιλε μου πεσμου οτι εχεις καμια ταινια με μεταφυσικα με φαντασματα και τετοια αλλα να ειναι χεζουριο,να τα κανεις πανω σου ομως ;P καθήστε

  2. Η ειδικη με την Αθανασια εχει κοπει μερες τωρα, λογω ακαταλληλοτητας και υψηλης μεσης ωριαιας, μπαλκονιων και γενικως οπως λεει και ο πατηρ σου θα μαζευε πολυ χεζουριο αν γινοταν, ευκοιλια δηλαδη, ειδικα στις κατηφορες. χαλαρώστε

  3. Η Ντενίζ είχε χωθεί στον καμπινέ κι έχεζε με τις ώρες. Άμα αργούσε να πάρει την πρέζα του τον έπιανε χεζουριό! Η Λουτσία είχε χωθεί στην αιώρα, είχε κουλουριαστεί, έσφιγγε το στομάχι του και μούγκριζε.

Θόδωρος Σαραντόπουλος "300 τρόποι θανάτου" (εκδ. Υάκινθος, 1983).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποπατώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι αυτή η έννοια που θα μας απασχολήσει απόψε.

Η λέξη - που, αντίθετα από το αποπατώ, είναι μεταβατική: χέζω κάποιον - σημαίνει ενίοτε και «κατσαδιάζω, κατακεραυνώνω». Παραδόξως, σ' αυτή τη σημασία είναι ταυτόσημη με το ξεχέζω, ενώ θα ανέμενε κανείς το αντίθετο.

Γενικά, το ξεχέζω λέγεται συχνότερα από το χέζω. Tο χέσιμο, όμως, και το ξέχεσμα - αμφότερα εδώδιμα: έφαγα ένα ξέχεσμα αλλά και έφαγα ένα χέσιμο - χρησιμοποιούνται περίπου εξίσου συχνά με τη σημασία της κατσάδας, της ρομπατσίνας.

Τι ώρα πήγε πάλι ρε πούστη! Πάω σπίτι, θα με χέσει η μάνα μου.

Βλ. και χεσίδι, κωλόχερο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιότερα, στο ευζωνικό σώμα, την στολή του κάθε εύζωνα την έδινε το κράτος, ενώ όσοι κατατάσσονταν στον στρατό (και δεν ήταν εύζωνες), τη στολή την έραβαν μόνοι τους. Λόγω αυτής της κατάστασης, κάποτε δύο φίλοι πήγαν να καταταχθούν στο ευζωνικό σώμα και τελικά απορρίφθηκαν. Ο ένας εκ των δύο ονομαζόταν Πολυχρόνης. Και του λέει ο άλλος: «Χέσε μέσα, Πολυχρόνη, που δεν γίναμε ευζώνοι». Ορισμός από εμφανιζόμενο κείμενο συνδέσμου "socialsecurity [τελεία] gr"

- Ρε συ πάνω που λέγαμε ότι βρέθηκε το εμβόλιο, ο κορωνοϊός έκανε μετάλλαξη. Πότε θα πιούμε κανα τσίπουρο; - Ποιο τσίπουρο ρε; Εδώ πάμε για τρίτο κύμα! Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι!

Got a better definition? Add it!

Published

  • Μονάδα μέτρησης του όγκου μιας αφοδευτικής εκκένωσης

- Πάω να ρίξω μια χεσιά και επιστρέφω.
- Καλό βόλι.

  • Μικρό οικόπεδο, περιοχή ή χώρα ("μια χεσιά τόπος")

Κάτι δηλαδής κομμάτι μεγαλύτερο από μια κουτσουλιά (ma non troppo).

- Να μην έχουμε προβλέψει, σε μια ολόκληρη Αρκαδία, να μην έχουμε προβλέψει για μια χεσιά τόπο, εδώ και χρόνια, για να εναποθέτουμε τα σκουπίδια μας…· αλλά να μην τα δεχόμαστε ούτε και τώρα να τα εναποθέσουμε κάπου… και να είμαστε υποχρεωμένοι να τα ταξιδεύουμε στην Κοζάνη, η οποία και με το δίκιο της -αν τα δεχθεί- θα μας παίρνει 25 € τον τόνο... (εδώ)

- Πήρε κι αυτός προίκα μια χεσιά χωράφι... (Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013).

- Πόσο σωστό το “Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δε έχει”! Μια χεσιά τόπος και κάναμε μπουρδέλο ολόκληρο πλανήτη! (εκεί)

  • Μονάδα μέτρησης μικρής απόσταση ("μια χεσιά απόσταση")

Ένα τσιγάρο δρόμος, ένα πράμα.

- Φεύγει ο Αθηναίος τίγκα στη βενζίνη και στα όνειρα για τους τροπικούς των Αντικυθήρων ας πούμε, και ξεχνά ότι το νησί και οι ξέρες είναι μια χεσιά απόσταση από τους κρητικούς, νόμιμους και παράνομους. (παραπέρα)

- Ουσιαστικά οι γειτονιές μας μια χεσιά απόσταση η μια από την άλλη. Είναι δυνατόν να μη γνωριζόμαστε; (παραδίπλα)

Εκ του χέζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Yπερβολικά κουρασμένος, λιωμένος από αλκοόλ ή ναρκωτικά.

«Mαλάκες είμαι χέσμα, δε θα βγω σήμερα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτική ατάκα που τονίζει την έλλειψη ουσίας και την ηλιθιότητα που χαρακτηρίζει την κατάσταση. Ετυμολογικά αν το πάρεις το ζήτημα, χέζεις και υποστηρίζεις ότι η βάρκα γέρνει, λες και είσαι κάνας ελέφαντας να χέσεις 25 κιλά σκατά. Συνώνυμα αυτής της έκφρασης είναι «τ' αρχίδια μου κουνιούνται δεξιά και αριστερά», «χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι».

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified