Selected tags

Further tags

Λέξη της ναυτικής σλανγκ.

Η ξαφνική καταιγίδα που ξεσπάει βίαια, συνήθως μικρής διάρκειας.

Μου θυμίζει το αγγλικό rage (=οργή). Στα γαλλικά πάντως, ouragan είναι η θύελλα.

Εκφράσεις: είναι ραγάνι, κατεβάζει ραγάνι, πετάει ραγάνι.

  1. Ο καιρός έδινε 8αρι τραμουντάνα, αλλά εδώ την νύχτα είχε φτάσει 9άρι γραίγο με το κύμα να μπαίνει ζωντανό στον Εύδηλο και να λούζει το λιμάνι ενώ ο αέρας ήταν ραγάνι. Από εδώ (καταχώριση Νο 6).

  2. Άσχετα το ότι είναι Ιταλός ο πλοίαρχος, αξίζει να αναφέρουμε ότι ένας τέτοιος όγκος σε πρυμοδέτηση είναι πολύ δύσκολο να ασφαλίσει ιδιαίτερα στην Ηγουμενίτσα σε ένα λιμάνι που από το πουθενά μπορεί να πετάξει ραγάνι, ή να γίνεται χαμός άμα έχει κακοκαιρία. Από εδώ (καταχώριση Νο 16)

  3. «Θα το βγάλω ραγάνι, που θέλει να πει, καταιγίδα σφοδρά μα μικρής διάρκειας. Κι άμποτε Θε μου, το τελευταίο να΄ναι στη ζωή μου. Καλοπέρασα με την πρώτη, τον τυφώνα, στα νιάτα μου, μ΄ακόμα πιο πολύ, χίλιες φορές πιο πολύ, με τούτη, το ραγάνι,** τώρα που μπαίνω στα γεράματά μου. Φτάνει πια.»
    Από το μυθιστόρημα του Βασίλη Λούλη, «Τη λέγανε Μαρία» (1948).

(από Mr. Cadmus, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Παγετός. Όταν οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας, ερχόμενοι σε επαφή με επιφάνειες με θερμοκρασία μικρότερη του μηδενός, περνούν κατευθείαν στην στερεή κατάσταση (δεν μεσολαβεί η υγρή κατάσταση), παγώνουν οι χυμοί των φυτών, καταστρέφονται οι σοδειές και κλείνουν τους δρόμους με τα τρακτέρ οι αγρότες. Στο πιο λάιτ το τσάφι αναφέρεται στην γνωστή πάχνη, που έχει εμπνεύσει και ποιητές. Λαμβάνοντας υπόψη τους προλαλήσαντες, αυτό που στην Αττική το 'χουμε ακούσει ως τσάφι, στην Βόνιτσα το λένε τσαφ.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα πέφτω και ρίχνω.
Παραδείγματα 1, 2, 3.

2. Δυνατή παγωνιά, κρύο που ξυρίζει, συνήθως με φορέα παγωμένο αέρα, ειδικά όταν στέκεσαι σε σημείο που «μπάζει» (ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει).

Με αυτή την έννοια δεν πρόκειται για κείνο το κρύο που νοιώθεις να σε περονιάζει η υγρασία μέχρι τα κόκαλα – το τσάφι είναι εκείνο το κρύο που το νοιώθεις ξηρό, που μπορεί να μην σε διαπερνά, όμως σου παγώνει την επιδερμίδα σε σημείο πλήρους αναισθησίας. Τσάφι είναι το κρύο που παγώνει τις μύτες και τα αυτιά και τα ξεραίνει μέχρι της αίσθησης ότι θα ακολουθήσει αποκόλληση και πτώση, εντελώς ανώδυνη πάντως, γιατί ήδη αναμένεται να έχει προηγηθεί η νέκρωση των ιστών.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα κόβω, θερίζω, ξυρίζω, κουρεύω και συνώνυμα. Παράδειγμα 4.

3. Παραλία στην Λέσβο. Δήμος Γέρας, δημοτικό διαμέρισμα Σκοπέλου, παραλίτσα Τσάφι.

4. Κύριο όνομα κυρίως αμερικάνικης υπηκοότητας – έχουμε κάμποσους, σαν να λέμε σε γούγλε γούγλε (μη εξαντλητική αναφορά): Έχει σε γερουσιαστή Λ. Τσάφι, από το Ρόουντ Αϊλαντ (2006), έχει και σε αστροναύτη Ρ. Τσάφι του Απόλλων 1 που σκοτώθηκε τον Γενάρη του 1967, έχει και σε Τ. Τσάφι, μέλος της μυστικής οργάνωσης του Γέιλ Κρανίο και Οστά (λέει).

Πάσα: την πήρα μόνη μου από τον Ιησού στο τσαφωμένη, κατόπιν προτροπής του μπούμπη.

Παράδειγμα 1 - εδώ (η πρόγνωση του καιρού):
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: 1-31 Ξερόχιονο (καθαρό χιόνι που στρώνεται άμεσα) όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, βαρυχειμωνιά και γιαλοπάγιο, δηλαδή δυνατή παγωνιά (τσάφι).

Παράδειγμα 2 - εδώ:
Δύο άστεγοι απλώνουν τα χαρτόνια τους. Οδός Αθηνάς κοντά στην Ομόνοια, είκοσι μέτρα πριν το δημαρχείο. Αίφνης, το τσάφι της νύχτας ραγίζει από μία κραυγή […] (σ.ς. έχουμε εδώ λοιπόν μια περίπτωση όπου ο πάγος έχει πέσει μονομπλόκ στο μυαλό του ποιητή, εξαιρετικό παράδειγμα για την έννοια τσάφι / πάγος).

Παράδειγμα 3 - εδώ:
Ενα τέτοιο πρωί γιορτινής αργίας, με το που βγήκα απ' την εξώπορτα τα 'χασα και είπα να κάνω πάλι πίσω στη γνώριμη θαλπωρή του σπιτιού. […] Είχε ρίξει τσάφι αποβραδίς, πάγωσαν τα νερά κι η πάχνη περιπλανιόταν χαμηλά• σαν να 'μουνα πάνω απ' τα σύννεφα εγώ, και να 'βλεπα έναν μικρούλη κόσμο κάτω.

Παράδειγμα 4 – (πραγματικό περιστατικό, το οποίον ενέπνευσε τον ορισμό):
Γενάρης, μπαλκόνι, μπάζει, φωνή:
-Πωωω κορίτσια, πα να μπούμε μέσα ρε, κόβει το τσάφι εδώ έξω, θα μας θερίσει! -Άντε μωρή βλαμένη, αμ μας έσκασες μύτη με το τιραντέ πρωτοχρονιάτικο, αμ δε μας αφήνεις να κάνουμε τσιγάρο με την ησυχία μας, πού να μπούμε ηλίθια, είναι τα μωρά μέσα...
-Εχμ.
-Έμπα μόνη σου, εγώ θα το κάνω μέχρι τελευταία τζούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βροχάρα, ή η χοντρή βροχοσταλίδα που σκάει κατάχαμα σαν ροχάλα.

  1. Σαν πω για να έρθω, χιόνια και βροχάλες. Σαν πω να γυρίσω, ήλιος καλοκαίρι (εδώ)

  2. Διάβασα στις ειδήσεις για τις βροχάλες στα μέρη σας. Στα δικά μας, ο ήλιος καίει ακόμη πέτρες (εκεί)

  3. Εχτές επαιδευόμουνα να φκιάξω μια χαρχάλα κι όπως στα τζάμια χτύπαγεν αγέρας και βροχάλα σκεφτόμουνα: «Ρε Άντριου, τι έκανες ρε βλάκα; Ξέχασες τα καρύδια σου που λιάζονταν στην πλάκα!!» (παραπέρα)

Παίζει κι ως φτηνό λολοπαίγνιο εκ της βρόχας και τση ροχάλας.

La brochâle

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτέθηκα σε συνθήκες πολικού ψύχους. Σε τέτοιες καταστάσεις, πραγματοποιείται σύσπαση των μασητήρων μυών και σύγκλειση του οδοντικού φραγμού, κάτι που σε όλους μας αναδύει συνειρμικά τον μύχιο, αρχέτυπο φόβο του ευνουχισμού δια δαγκώματος της βαλάνου κατά τη διάρκεια της πεολειχίας.

Πάλι 2-4 με έβαλε σκοπέτο ο κοντοπούτανος και παίζανε κλακέτες τα σαγόνια μου απ΄το κρύο. Μιλάμε, δάγκωσα το καβλί μου.

(από iwn, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουτσόκρυο αλλά σε πιο ευγενικιά μορφή για να μη μας καταλάβει και καλά κανένας.

[μπαει λου+βαλου]

- Ποο φίλε κάνει τσόκρυο, το έχω δαγκώσει το καυλί.

GATZόμυδο! (από Vrastaman, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυώνω πάρα πολύ, τουρτουρίζω.

Άναψε το καλοριφέρ, γιατί θα γίνουμε αρχαίοι εδώ μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει την νεροποντή, την πολύ δυνατή βροχή. Η έκφραση έχει την εξήγησή της στην οφθαλμαπάτη που κάνει τις σταγόνες βροχές να εμφανίζονται ως μακριές κάθετες υδάτινες ράβδους, αντί του ορθού σχήματος πεπλατυσμένης σταγόνας. Η απάτη αυτή οφείλεται στο μετείκασμα, το οποίο είναι η ανικανότητα του ματιού να παρακολουθήσει άμεσα τις αλλαγές που συμβαίνουν στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Στην ίδια οφθαλμαπάτη οφείλουμε και την ύπαρξη του κινηματογράφου.

Επειδή, λοιπόν, η κάθε σταγόνα βροχής ακολουθεί κατακόρυφη πορεία και το μάτι δεν μπορεί να ακολουθήσει «κατά πόδας» την τροχιά της σταγόνας, εμφανίζεται μια ενιαία «εικόνα» κατά μήκος της τροχιάς αυτής δίνοντας την αίσθηση ότι η σταγόνα έχει ραβδοειδές κατακόρυφο σχήμα, ενώ αυτό δεν συμβαίνει, όπως είπαμε και παραπάνω.

Ανάλογα με την ένταση της καταιγίδας μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και διαβαθμίσεις λέγοντας «ρίχνει καρέκλες», ή «ρίχνει μπουγαδοκόφινα» κλπ. Ειδικά για τις χιονονιφάδες συνηθίζεται και η έκφραση «ρίχνει πατσαβούρες».

  1. -Πάμε Όλυμπο το Σαββατοκύριακο;
    -Τι λες, ρε μαλάκα, δεν άκουσες τον Αρναούτογλου; Είπε ότι όλο το τριήμερο θα ρίχνει καρέκλες.

  2. Πω, ρε συ, τι γίνεται έξω; Καρεκλοπόδαρα ρίχνει!

  3. Ο BuBis μπαρκάρισε χθες, αλλά δεν μπορέσουμε να του κουνήσουμε το μαντήλι· έριχνε καρεκλοπόδαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα αφρισμένα κύματα της θάλασσας έτσι όπως φαίνονται από μακριά, σαν κοπάδι πρόβατα που βόσκουν στον θαλασσινό ορίζοντα.

  2. Η παλιά μέθοδος κατά της αϋπνίας, η οποία κττμγ δεν αποδίδει: αν δεν μας πιάνει ο ύπνος, προσπαθούμε να φανταστούμε έναν φράχτη από τον οποίον πηδάνε ένα-ένα τα πρόβατα ενός κοπαδιού. Και λέμε: «ένα προβατάκι πηδάει τον φράχτη, δύο προβατάκια πηδάνε τον φράχτη, τρία προβατάκια πηδάνε τον φράχτη» -κοκ μέχρι να μας πάρει, από τη μονοτονία του πράγματος, ο ύπνος.

  1. - Έρχεται αέρας, κλείσε τα παράθυρα!
    - Τελέρε μαλάκα, χαρά θεού είναι, θα σκάσουμε!
    - Άκου τι σου λέω, σήκωσε μπουρίνι, δεν βλέπεις στο βάθος τα προβατάκια; Κοντά εφτάρι βαράει και έρχεται γαμιώντας!

  2. - Πάλι δεν είχα ύπνο χθες...
    - Ε κάνε και συ προβατάκια μια φορά...
    - Αμ δεν έκανα; Δεν πέτυχε όμως... Μετά το όγδοο προβατάκι πλακώσαν όλα μαζί κι έχασα το μέτρημα...
    - Ε δεν ξανάρχιζες από την αρχή;
    - Το έκανα, και πάλι τα ίδια. Στο τέλος σηκώθηκα και άναψα την τηλεόραση και έβλεπα τελεμάρκετινγκ μέχρι τα ξημερώματα.

Γιατί ρε συ δεν αποδίδει; (από Galadriel, 08/10/12)

για το 2., βλ. και κωλοχαρτομετρία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινός όρος για υπερσυγκέντρωση ιδρωμένων γυναικών σε παραλίες, κλαμπ και μπαράκια. Από το κουφόβραση, καύσωνα δηλαδή με συννεφιασμένο ουρανό.

Αν φυσήσει λίγο αεράκι και δροσίσει λέγεται και μουνοθύελλα.

Αν η παραλία είναι σε κατηφοριά λέγεται και μουνοπλαγιά.

- Πω ρε μάγκα! Τι μουνόβραση γίνεται εδώ μέσα! Ίδρωσε το μάτι μου!
- Kαι τι άρωμα όμως, ε;

βράζει γενικώς! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified