Παλιά λέξη για την ακριβή πόρνη πολυτελείας. Ο όρος καταγράφεται από τον Ηλία Πετρόπουλο στο βιβλίο Ο Κουραδοκόφτης (Αθήνα: εκδ. Νεφέλη, 2002, σ. 42) ως συνώνυμο της κομμώτριας. Επίσης αρχοντοπουτάνα. Η έκφραση χρησιμοποιείται και σήμερα, κυρίως για τουρίστριες και άλλες έσκορτς- συνοδούς με πληθώρα υπηρεσιών.

  1. πως γινετε να εχουμε τον μεγαλυτερο αριθμο εστιατοριων ,μπαρ κλπ,πως γινετε και τα χωνουμε στις ακριβοπουτανες;; (Από υπαρξιακή διερώτηση γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε σε μπουρδελοσάιτ).

  2. Οι εταίρες ήταν οι ακριβοπουτάνες της αρχαιότητας. (Από ιστορική αναδρομή σε μπουρδελοσάιτ).

  3. και θα πάρουν - ποιές ; οι ακριβοπουτάνες - ύφος, συμπόνοιας, μυξοπαρθένας! (Εδώ).

(από Khan, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω:

  1. Ακριβοπουτάνα πόρνη πολυτελείας για την οποία απαιτούνται πολλά χρήματα.

  2. Πόρνη που έχει άτιτιουντ και πχοιότητα αρχοντομούνας με την καυλή έννοια.

  3. Πόρνη προχωρημένης ηλικίας που όμως προσέχει την εμφάνισή της και βγάζει κάτι το αρχοντικό λόγω των εμπειριών της από την ζωή, οπότε την βλέπουμε ως μιλφοειδή μητρική μορφή, πάλι με την καυλή έννοια.

  4. Γενική βρισιά για πλούσια κυρία που μπορεί να μην είναι επαγγελματίας πόρνη, αλλά θεωρούμε ότι η συμπεριφορά της είναι πολύ χειρότερη.

Σε κάθε περίπτωση το εφέ του όρου προκαλείται από το ότι αποτελεί μια ελαφρά μορφή οξυμώρου, όπως λ.χ. και το νοικοκυροπουτάνα.

  1. Ιδού η σπείρα της διαφθοράς, η κόρη, η αρχοντοπουτάνα μητέρα και το απόλυτο πατημένο σκατό. (Από μπινελίκια για οικογένειες πολιτικών).

  2. μετα την καταθεση πηγα μια βολτα απο την αρχοντοπουτανα την αμαντα.η μαντα ειναι 40+ που ομως προσεχει πολυ την εμφανιση της. (Από μπουρδελοσάιτ).

  3. ΚΑΙ ΠΟΥ ΛΕΣ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ ΣΤΗ 10ΕΤΙΑ ΤΟΥ 70 ΠΟΥ ΠΡΩΤΟΔΑ ΤΑ ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΜΑΝΤΑΛΑΚΙΑ ….ΗΤΑΝ ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΑ ΞΥΛΙΝΑ ΤΑ ΓΚΑΓΚΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΜΟΥ ΑΡΕΣΑΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΑΓΟΡΑΣΕ Η ΜΑΜΑ ΗΜΟΥΝΑ ΠΟΛΥ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΓΙΑΥΤΑ… ΕΤΣΙ Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ Η ΜΠΟΥΓΑΔΑ ΗΤΑΝ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ.
    ΑΡΧΙΣΑΜΕ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΝΑ ΑΓΟΡΑΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΡΟΥΧΑ ΕΝΕΚΑ ΚΑΛΑ ΜΑΝΤΑΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΜΟΥ ΟΛΟ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΝΕ… ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΤΡΩΓΑΜΕ ΚΕΜΠΑΠ ΣΤΟΥ ΚΥΡ ΣΩΤΗΡΗ ….ΚΑΙ ΓΑΜΩ ΤΑ ΚΕΜΠΑΠ ΣΟΥ ΛΕΩ, ΑΡΜΕΝΗΣ ΕΝΕΚΑ ΗΞΕΡΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ. ΕΚΕΙ ΔΟΥΛΕΥΕ ΚΑΙ Η ΛΟΥΛΑ Η ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΤΑΝΑ … ΚΑΘΑΡΙΖΕ ΚΡΕΜΥΔΙΑ ΕΙΧΕ ΠΑΝΤΑ ΜΙΑ ΛΕΚΑΝΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΙΖΕ ΤΑ ΚΡΕΜΥΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΙΧΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΛΕΚΑΝΗ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ.. ΠΛΙΤΣ… ΕΚΑΝΑΝ ΑΥΤΑ ΚΑΘΩΣ ΕΠΕΦΤΑΝ ΚΑΙ ΠΙΤΣΙΛΑΓΑΝ ΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΗΣ ΣΚΕΛΙΑ….ΤΑΧΕ ΠΑΝΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΙΡΝΟΥΜΕ ΜΑΤΙ ΟΙ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΥΛΟΤΑ ΤΗΣ…..ΦΟΡΟΥΣΕ ΠΑΝΤΑ ΜΑΥΡΗ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΠΟΛΥ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΓΙΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΚΥΛΟΤΕΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΑΜΑ ΤΗΣ ΠΟΥ ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΕΛΕΓΕ ΟΤΑΝ ΕΙΧΕ ΚΕΦΙΑ….ΕΙΧΕ (ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΕΙ) ΠΟΛΟΥΣ ΛΕΒΕΝΤΕΣ ΣΤΑ ΝΙΑΤΑ ΤΟΥ…. [...] ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΓΙΑΤΙ ΣΤΑ ΛΕΩ ΟΛΑ ΑΥΤΑ…..;;;;;ΝΑ ΜΩΡΕ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΩ ΑΥΤΟ ΤΟ( ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΗΛΙΘΙΕ) ΚΑΙ ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ……..ΦΤΑΙΕΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ …;;;; ΤΑ ΜΑΝΤΑΛΑΚΙΑ…;;;; Η ΤΟ ΜΟΥΝΙ ΤΗΣ ΛΟΥΛΑΣ ΤΗΣ ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΤΑΝΑΣ …..;;;;;;;;;;;; (Εδώ).

kathigitria (από perketis, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμιστρώνας, γαμηστρώνας

Το μπουρδέλο, ή ακόμα και ανεπίσημο μέρος όπου ο κόσμος τείνει να αγαπιέται.

- Ρε φίλε, γιατί βγαίνουν συνέχεια ζευγαράκια από κείνο το ξενοδοχείο;
- Είναι γνωστός γαμιστρώνας, δεν τό 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρεσενταριστό φραπέ που χτυπάς μόνος σου, ή που σου σερβίρει κάποια πρόθυμη φραπεδιάρα ψυχή. Κρητικός ιδιωματισμός που έχει παρεισφρήσει για τα καλά και στην μπουρδελοσλάνγκ.

Πέραν του φραπουτσίνο, τα αλάνια επίσης αποκαλούν καταχτύπι...

1.
Το καταχτύπι παίζει πολύ στην Κρήτη, μην πω ότι είναι κρητικό και ακουστώ τοπικιστικιστικιστής (xalikoutis)

2.
- xalikoutis: την κα αρνού κι εγώ πολύ νάρα τη φαντάζομαι, φανταστείτε τριαντάρα γαλλίδα κρύσταλλο σεξουαλικά σχετικά αχρησιμοποίητη σε σημείο επιπολής στατικού ηλεκτρισμού και ηφαιστιακών υποσχέσεων... για πολύ καταχτύπι αν μου επιτρέπετε...
- Hank: ...κι εγώ είχα τραβήξει πολλές μαλακίες για πάρτη της, όταν ήμουν μικρός...

3.
Η μαλακία είναι θείο δώρο, ευγενές sport, δημιουργική απασχόληση, πράξη βαθιάς αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης, ενέργεια με πολυσήμαντο πολιτικό συμβολισμό. Συνίσταται να λαμβάνει χώρα μπροστά σε ολόσωμο καθπέπτη ώστε να μεγιστοποιούνται τα ωφέλη που προκύπτουν από το καταχτύπι (strongly recommented).

4.
Δακτυλάκι και εκεί, χωρίς το παραμικρό όχι ή μη, και καταχτύπι για άλλα 5-7 λεπτά. Μια και δεν με έβλεπα να τελειώνω έτσι, της ζήτησα να γυρίσουμε σε 69, όπου και ολοκλήρωσα μετά από έντονο γλύψιμο.

5.
Slayer - Silent Scream - Τελειωτικό καταχτύπι...Αν προλάβεις τον ντράμερ...

6.
Δεν είμαι ικανοποιημένος όμως. Το σασμάν θυμίζει Yamaha (πολύ καταχτύπι και τα σχετικά), ούτε το δούλεμα του κινητήρα μου αρέσει ειδικά στις μεσαίες στροφές και σαν να μου μυρίζει και καΐλα...:alien

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσατσά σε μπουρδέλο, σύμφωνα με κλασικότατη γαλλιά.

  1. Από βλόγιον:

- Εσείς μαντάμ, τι προσφέρετε στο «σπίτι» σας;
- Γιατί, ρε μάγκα, στ’ άλλα μπουρδέλα σού προσφέρουν και μπακλαβά (σ.ς.: back-love-ass) και ρωτάς; Τα καλύτερα κορίτσια της πιάτσας έχουμε!
- Εκτός απ’ τα συνηθισμένα κάνετε και τίποτ’ άλλο;
- Α, κάνα μπινελίκι ν’ ανάψουν τα αίματα, καμιά λωρίδα να σφίξουν οι κώλοι, τέτοια πράγματα! Βρε άντε πάγαινε από δω να μη σε βλέπω, που όποια διαστροφή σάς καπνίσει θέλετε να τη βγάλετε στις πουτάνες! Να πάτε στις γυναίκες σας, ρε μασκαράδες, να τα κάνετε αυτά! Αλλά ξέχασα! Είναι Παναγίες οι γυναίκες σας! Είναι οι μάνες των παιδιών σας! Έννοιας σας, ρε κερατάδες, και θα 'ρθει η μέρα που θα γαμήσουν εσάς οι «παρθένες» σας και τότε θα ψάχνετε να βρείτε αρχίδια! Έννοιας σας ρε κερατάδες …

  1. Πιανίστας σε μπουρδέλο:

Ο Στρατηγός Σκραπίδας (με Σ κεφαλαίο παρακαλώ) ήταν από τους παλαίμαχους του Ελ Αλαμέιν. Γύρισε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο με εφτά μετάλλια, ένα αυτί κουφό και την κρυφή λαχτάρα για μαύρες γυναίκες. [...] Ίσως να έφταιγε το θραύσμα της οβίδας που παρέμενε μέσα στο κεφάλι του, μετά από εκείνη την ενέδρα βαθειά μέσα στη Σαχάρα, που κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή. Ίσως να έφταιγε και η γεροντική άνοια. Την πρώτη, και μοναδική, φορά που ανταμώσανε ήταν στο μπουρδέλο της μαντάμ Φλώρας. Ο Ιάκωβος τελείωνε τη «Σονάτα υπό το σεληνόφως», όταν η πόρτα της κάμαρας βρόντηξε ανοιχτή. Στο άνοιγμα στεκόταν ο Στρατηγός Σκραπίδας. Ήταν αχτένιστος, το παντελόνι του ήταν ξεκούμπωτο και του τρέχαν τα σάλια από την αριστερή γωνία του στόματός του. Φαινόταν, πραγματικά, σαν να είχε πάθει εγκεφαλικό.

Μαντάμ Μέρκελ. (από Khan, 19/05/12)(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαντάμ, η τσατσά σε μπουρδέλο με σλανγκική αύξηση. Αν προαχθεί με το σπαθί της, λέγεται και μαντάμα σπαθί, κατά Γκάτσμαν.

Της μικρής η μαντάμα Ρόζα της έχει σγουρύνει τα μαλλιά και της έχει βάψει τα νύχια των χεριών και των ποδιών για να φαίνεται σαν ώριμο φρούτο, αλλά το μελένιο δέρμα της φαίνεται ταλαιπωρημένο. «Τα μικρά της στήθη έμοιαζαν με αγοριού, αλλά φαίνονται να ωθούνται προς τα έξω από μια μυστική ενέργεια, έτοιμα να σκάσουν». Είναι μουσκεμένη με έναν φωσφορίζοντα ιδρώτα παρά τον ανεμιστήρα που λειτουργεί στο φουλ. Ο γερο-δημοσιογράφος σκέφτεται: ένα ταυράκι για την ταυρομαχία... Θα τον κατανικήσει όμως όχι το πάθος του έρωτα αλλά ο πόθος της αγάπης. Σιγά σιγά ο 90χρονος θα αρχίσει να δένεται με τη 14χρονη παρθένα.

Από το αρρωστούργημα- ύμνο στην πουτανοκαψούρα «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.

- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα;
- Γιατί θες να γαμήσεις;
- Όχι μωρέ, για την πλάκα μας μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παλιά χρόνια, τότε που υπήρχαν ακόμη Αξίες και Ιδανικά στον τόπο αυτό, πριν εκχυδαϊστεί εντελώς το σύμπαν δηλαδή, ακόμη και στους οίκους ανοχής υπήρχε μία αξιοπρέπεια στον τρόπο με τον οποίο η τσατσά διαφήμιζε τις παρεχόμενες υπηρεσίες στους εν δυνάμει πελάτες.

Περιποίηση ήταν (και είναι ακόμα στα παραδοσιακά μπουρδέλα) το γνωστό, πολυαγαπημένο και χιλιοτραγουδισμένο τσιμπούκι. Την εποχή που ο όρος χρησιμοποιείτο κατά κόρον, το στοματικό σεξ ΔΕΝ ήταν στάνταρ στο μενού, οπότε υπήρχε η ανάγκη να διαφημισθεί με ιδιαίτερη αναφορά, ώστε ν' αποτελέσει τον καταλύτη για την καταφατική απάντηση του πελάτη στο τελικό ερώτημα της τσατσάς «θα περάσει κανείς;».

Η περιποίηση πήγαινε πακέτο με τον όρο «ελεύθερα πιασίματα». Χρήσιμη πληροφορία για τον εκλεκτό πελάτη διότι ελεύθερα πιασίματα σήμαινε ότι αν άπλωνε τα ξερά του να πιάσει κανα βυζάκι ή κανα μουνάκι πάνω στην τρελή γκάβλα, δεν θα 'πεφτε καμιά αδέσποτη σφαλιάρα.

Στην προαναφερθείσα εκθείαση των παρεχομένων υπηρεσιών υπήρχαν και υπάρχουν και άλλες στάνταρ εκφράσεις, οι οποίες παρατίθενται παρακάτω σε μία μικρή και σίγουρα μη εξαντλητική λίστα, αν και δεν συνιστούν σλανγκ, έτσι για την ιστορία:

  • Καθήστε, μη στέκεστε όρθιοι: Για κάποιο περίεργο λόγο, δεν υπάρχει τσατσά στην ελληνική επικράτεια η οποία να ανέχεται να στέκονται όρθιοι περιμένοντας την κοπέλα οι πελάτες. Στον αντίποδα, οι μπουρδελοτσαρκαδόροι θέλουν να είναι πάντα κοντά στην έξοδο διότι έτσι όταν έχει πολλή κίνηση η περιοχή τη βγαίνουν πιο μπροστά από άλλους συναδέλφους, κερδίζοντας καλύτερη θέα ή μικρότερο χρόνο αναμονής στην περίπτωση που τελικώς αποφασίσουν να ενδώσουν.
  • Η κοπέλα είναι... Είναι πολύ καλή στο δωμάτιο, δεν βιάζεται...: Η εν λόγω έκφραση συνήθως βρίθει ανακριβειών, γεγονός που εν μέρει γίνεται αντιληπτό διά γυμνού οφθαλμού και εν μέρει (και μετά από το μπετσάλεν) αφού μασήσει ο θύμας. Συνήθως ο όρος «κοπέλα» χρησιμοποιείται μάλλον υπό την ευρεία έννοια, ότι δηλαδή είναι γένους θηλυκού, αλλά ηλικιακά παίζει να είναι από θείτσα μέχρι γιαγιούμπα. «Πολύ καλή στο δωμάτιο»... Νταξ, ρώτα και τον θείο μου τον ψεύτη... «δεν βιάζεται»... Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο. Ιδανικά θέλουν ο πελάτης να τελειώσει πριν μπει στο δωμάτιο, ένοντας κάνει το 1.7% αυτών που η τσατσά υποσχέθηκε. Άστα να παν...
  • Περιποίηση, ελεύθερα πιασίματα, πισωκολλητό: Self explanatory - πλέον;)
  • Ποιός θα περάσει;: Εξελιγμένη μορφή του «θα περάσει κανείς» υπό την έννοια ότι δεν αφήνει περιθώρια για αρνητική απάντηση και δημιουργεί μία αίσθηση κάτσε-να-προλάβω-πριν-μπει-ο-μαλάκας (ευγενής συναγωνισμός).
  • Έχει ωραίο στήθος: Απάντηση στην ερώτηση «έχει μεγάλο στήθος η κοπέλα;», ενδεικτική της σκληρής δουλειάς και ενδελεχούς εκπαίδευσης που λαμβάνει χώρα στις σχετικές σχολές για τσατσάδες. Ρωτάει ο δύσμοιρος για να μην περιμένει τζαμπαντάν αν το φετίχ του είναι το μεγάλο στήθος για παράδειγμα και αντί για μία μονολεκτική απάντηση τύπου Ναι / Όχι παίρνει την προαναφερθείσα, η οποία τον καθηλώνει στον προθάλαμο για να μορφώσει ιδίαν απόψιν μόλις η κοπέλα βγει από το δωμάτιο.

DISCLAIMER
Το παρόν αποτελεί αποκλειστικά προϊόν (α) επιστημονικής έρευνας του γράφοντος στο διαδίκτυο και (β) προσωπικών συνεντεύξεων με θαμώνες των εν λόγω οίκων. Ο γράφων δηλώνει εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως ότι ουδεμία σχέση διατηρεί με οίκους ανοχής, διευθύντριες των οίκων αυτών, εργαζόμενες / εργαζόμενους των οίκων αυτών, μη σου πω ότι δεν έχει περάσει ούτε καν απ' έξω, το φελέκι μου μέσα.

Αυτό με κάνει και εμένα να απορώ. Υποθέτω ότι ήταν τόση η στέρηση πριν από 30 χρόνια ώστε μαζί με το σχετικό χαβαλέ υπήρχε και αρκετός ερεθισμός. Επειδή η πορνεία σαν θέμα με έχει απασχολήσει κατά καιρούς θα σου πω και μια ιστοριούλα: παλιά (25 και βάλε χρόνια πριν) οι πόρνες ήταν πολύ σεμνές. Ας πούμε ότι 30 ή 40 χρόνια πριν πήγαινες στο μπουρδέλο και η γυναίκα σήκωνε τη νυχτικιά να κάνεις τη δουλειά σου και να φύγεις. Δεν σου χάριζε πλήρη θέα του κορμιού της και ήταν δύσκολο να βρεις κάτι πιο πικάντικο από το κολπικό σεξ. Πρωκτικό και στοματικό ήταν σχεδόν ανήθικα και περιορισμένα.
Από την δεκαετία του 80 αρχίζει λοιπόν να αλλάζει το αγοραίο σεξ και από εκεί που αρχικά ήταν απλώς για εκτόνωση αρχίζει και απευθύνεται στην απόλαυση. Όλο και περισσότερες πόρνες έβαλαν στο στάνταρ την στοματική επαφή αλλά επειδή οι πελάτες στους οίκους ανοχής είχαν μπερδευτεί σχετικά με το ποια προσφέρει στοματικό και ποια όχι η τσατσά έλεγε πάντα την λέξη “περιποίηση” που σήμαινε στοματικό. Οι τακτικοί θαμώνες το ήξεραν αλλά οι ουρανοκατέβατοι γίνονταν ανέκδοτο γιατί πάνω στην κάβλα τους - με το συμπάθειο - άκουγαν την τσατσά να λέει “περιποίηση, ελεύθερα πιασίματα” και επειδή δεν άκουγαν αυτό που ήθελαν ρωτάγαν με αγωνία: “τσιμπουκάκι κάνει η κοπέλα;” Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified