Selected tags

Further tags

Εργαλείο τιμωρίας δια μαστιγώσεως, εργαλείο ή σύμβολο απειλής. Συνήθως χρησιμοποιείται μετωνυμικά, ως σύμβολο δηλαδή.

Κρέμασε μια γαϊδαρόπουτσα στην πόρτα, και τον περίμενε.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και τον έκανε με τα κρομμυδάκια.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και πού σε πονεί και πού σε σφάζει.

Καλοκαιρινή καρτ-ποστάλ (από Khan, 02/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που έχει συνδεθεί με σεξουαλική δραστηριότητα (τον παίρνεις τον πέοντα). Όποτε και αναφερθεί σε συζήτηση με άλλη σημασία, τα πρόστυχα παρευρισκόμενα μυαλά αλαλιάζουν ή αναστατώνονται γενικότερα.

Συνήθως χρησιμοποιείται στο δεύτερο πρόσωπο και συνοδεύεται από τα εξής: από πίσω κι από μπρος, και γέρνεις, ολότελα, από πίσω κ.α.

Εκτός από την κυριολεκτική έννοια που δεν την απαντάμε συχνά, τον παίρνεις είναι γνωστή γείωση, ή, στην ερωτηματική μορφή, χρησιμοποιείται για να κομπλάρουμε, να προσβάλλουμε ή να χρεώσουμε κάποιον.

Παράλληλα, εκτός από την πρόστυχη έννοια, αναφέρεται από νυσταγμένους που «πάνε να πάρουν έναν υπνάκο» .

Βέβαια υπάρχει και το γνωστό άσμα «Πότε τον παίρνεις, πότε τον τρως, λίγος είναι ο μισθός» του Μπουγά.

  1. Ουυυυυααααααργγκχχχχ... Θα πάω να τον πάρω λιγάκι.

  2. - Καυλό η Ντίνα που σου γνώρισα ε;;
    - Α, καλά, εσύ αγόρι μου τον παίρνεις...

  3. συγκάτοικοι:
    -Τα 'παιξα λάθος και πρέπει να μου 'φυγε ένα πενηντάρικο παραπάνω στη ΔΕΗ.
    -Καλά ρε μαλά, τον παίρνεις; Τι θα τρώμε; Τρέχα γύρευε τώρα να σ' το δώσουν πίσω.

(από Khan, 30/04/14)

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτουργεί, δουλεύει.

...
-Δηλαδή αν τρίψω αβοκάντο στις μασχάλες μου δεν θα ιδρώνουν;
-Ναι ρε! Το 'χω δοκιμάσει, πιάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δημιουργία νεόκοπων άκλιτων ουσιαστικών μέσω της άμεσης ουσιαστικοποίησης κάποιου ρήματος. Η «ουσιαστικοποίηση» αυτή γίνεται με την προσθήκη ενός άρθρου μπροστά από το πρώτο ενικό του ρήματος (ενεστώτα κυρίως, αυτού που λειτουργεί περίπου ως απαρέμφατο), με νοηματικό αποτέλεσμα την απόδοση σε κάποιο πρόσωπο της ενέργειας του ρήματος ως ιδιότητας σε ακραίο βαθμό. Αυτός ο ακραίος βαθμός συνήθως εμπεριέχει μια ειρωνεία ως προς το πρόσωπο που αφορά.

Η αμεσότητα της «ουσιαστικοποίησης» αφορά στο ότι το νέο ουσιαστικό δεν αποκτά αυτούσια (και κλινόμενη) μορφή, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες (π.χ. διώκτης<διώκω) αλλά διατηρεί αυτή του ρήματος, άκλιτη.

Πρόκειται για συχνό φαινόμενο στην καθομιλουμένη λόγω και του εύχρηστου μηχανισμού του, ο οποίος επιτρέπει τη δυναμική δημιουργία και άλλων, μη παγιωμένων ακόμα τέτοιων ουσιαστικών, εν τη ρύμη και προς εξυπηρέτηση του λόγου.

Υφιστάμενα παραδείγματα: ο γαμάω, ο σκοτώνω, ο σκοτώνω και δεν πληρώνω, ο μπορώ, ο γαμάω και δέρνω, ο δεν κόβομαι, ο πεινάω.

Παραπλήσια και μάλλον σπανιότερα φαινόμενα είναι τόσο η ουσιαστικοποίηση επιρρήματος (π.χ. ο μάλλον), όσο και η δημιουργία ουσιαστικού από συγκεκριμένη έκφραση, με τα μέρη του λόγου περίπου να συνενώνονται (π.χ. άκλιτα: ο στ' αρχίδια μου, ή ο σας-γράφω-όλους-στον-κώλο-μου, κλινόμενα: τασπάος, σασείδας). Επίσης παραπλήσιο είναι και το φαινόμενο του «καθώς μπαίνεις», με το οποίο δημιουργείται ουσιαστικό για πράγμα (άψυχο) και όχι για πρόσωπο.

- Πάμε παιδιά ένα ρασάκι να τους πάρουμε!
- Εγώ βαριέμαι, ράσαρε μόνος σου.
- Άντε ρε κότες, όλα μόνος μου θα τα κάνω;
- Αφού είσαι ο ρασάρω και ο ξεσκίζω ρε φιλαράκι, δώσε πόνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απαξίας, μείωσης και υποτίμησης κάποιου ανθρώπου, κατάστασης, πράγματος κλπ.

Παραπλήσιας λειτουργίας εκφράσεις: τελείωνε με ..., γάμησέ μας με ..., μη με ζαλίζεις με ... κ.ά.

Το «τώρα» είναι επιτατικό και μερικές φορές παραλείπεται ή μετατοπίζεται στο τέλος της πρότασης. Ενίοτε προστίθεται, ως επιτατικό, και κάποιο κλητικό επιφώνημα (ρε, μωρέ, βρε).

  1. Από εδώ:

Έλα τώρα με το παραμύθι «ουρές για μια λαγάνα»

  1. Από εδώ:

ΚΑΙ ΠΑΝΕ ΝΑ ΡΙΞΟΥΝ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΟΥΝ ΤΑ ΜΠΑΖΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΕΣ ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΣΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΑΥΡΟΥ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΟΜΑΔΕΣ...ΕΛΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΤΩΡΑ

  1. Από εδώ:

Έλα μωρέ τώρα με τον Βασιλάκη Καΐλα της δημοσιογραφίας θα ασχολούμαστε; Υπερεκτιμημένος και υπερφίαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα δόκιμα, μολυβήθρα αποκαλείται το μολύβδινο βαρίδι που δένεται στα δίχτυα ή στην πετονιά για να παραμένουν στον πάτο, η καντηλήθρα (rhymes with κωλήθρα), και το μολύβδινο έλασμα των παλαιών οπισθογεμών όπλων.

Όπως είπε κι ο Πετρόπουλος στο “Μπουρδέλο”, η αργκό των θαλασσινών και του υποκόσμου είναι συγκοινωνούντα δοχεία, εξ ου και η κουτσαβάκικη σλανγκοποίηση της μολυβήθρας για την χιλιοτραγουδισμένη σούφρα. Ο Πετρόπουλος γράφει ότι υιοθετήθηκε τοιουτοτρόπως περί τα έτη '45-'46.

Το λήμμαν συνήθως συνοδεύεται με άκρως μπουτς ρήματα τ. θα σου ξεσκίσω, θα σου σπάσω, θα σου τρυπήσω, και πάει λέγοντας.

Βλ. και μολυβοθήκη.

Ασίστ: HODJAS, εδώ.

1.
γλίστρησε κι έπεσε, σα *μολυβήθρα *στον ***πάτο***.
(Ν. Καββαδίας)

  1. Τὸ δὲ παράδειγμα εἶναι μᾶλλον ἀτυχές, διότι σιγὰ μὴν περίμενε ἡ γεροντόπουστα νὰ τὸν σπάσουν τ΄ ἀγοράκια. Ἡ μολυβήθρα της θὰ εἶχε προφανῶς ἀκράτεια ἀπὸ χρόνια.
    aias.ath, εδώ

3.
Πίσω λαμόγια! Πίσσα και πούπουλα! Καμμένε σκίστους τη μολυβήθρα!!!!!

4.
Στα αρχαία και λόγια συνώνυμα του πρωκτού συμπεριλαμβάνονται τα: αφεδρών / έδρα / πυγή / οπίσθια κτλ. Στα σύγχρονα συνώνυμα προέχουν τα: κώλος / πισινός / πάτος / καπούλια / το νόθο μετόπισθεν και άλλα. Στην αργκό του υποκόσμου βρίσκουμε τα συνώνυμα: χαλκάς / δεκάρα / μολυβήθρα / πάτος / σούφρα / κλανιάς / κεφτές / διαφορικό κτλ.
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

Got a better definition? Add it!

Published

Πάθημα, συνήθως με παιγνιώδη χαρακτήρα, σε αντίθεση με το χουνέρι που είναι σοβαρό, από την άποψη του ομιλητή.

Μου έσκασε / μου έκανε μια κασκαρίκα / ένα χουνέρι.

Πιθανώς από το γαλλικό cache-cache = κρυφτούλι

Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έσκασε μια κασκαρίκα άλλο πράμα! Με κλείδωσε απ' έξω στην τουαλέτα και γελούσε

Σήμερα ο πιτσιρικάς μού έκανε μεγάλο χουνέρι. Κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι και τρελάθηκα μέχρι να τον βρω

Got a better definition? Add it!

Published

Δύο μεγάλες κατηγορίες:

  1. Ο άγριος ήχος που παράγεται όταν ένας ντράμερ κοπανάει τα ντραμς (drums).

  2. Μία παραλλαγή της λέξης αντρομίδα, την οποία επίσης βρίσκουμε στις παραλλαγές αντραμίδα, αντρουμίδα, ανεντρομίδα, ντρομίδα, αντρομίδι, αντραμίδι (δες). Στο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 32) η αντρομίδα ορίζεται ως «το χοντρό μάλλινο κλινοσκέπασμα, η βελέντζα, το κιλίμι, η κουβέρτα του αργαλειού» και ετυμολογείται από το ελληνιστικό ἐνδρομίς που ήταν «ένα είδος μπουρνουζιού, ένα χοντρό ύφασμα με το οποίο τυλίγονταν οι δρομείς μετά τον αγώνα για να μην κρυολογήσουν». (Για την αντρομίδα βλ. και εδώ). Η λέξη είναι κυρίως μωραίτικη, αλλά και γενικότερα χωριάτικη κατά τον Σαραντάκο, ενώ ο πασαδόρος του λήμματος Τσιμπατόνε αναφέρει ως τόπο για το ντραμίδι την Ζάκυνθο.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone.

1.α. πολυ καλο το τελευταιο ...παλια ακουγα τετοια αλλα πολυ χειροτερα,,,αλλα λογικο δεν ειναι να τρομαξεισ αν αρχισει μια κιθαρα και ενα ντραμιδι τα παιζουν σα τρελα...

β. Το καλυτερο ειναι να ακους κατι με τρελο ντραμιδι να κρατας και ρυθμο,να τα σπαει για να χτυπιεσαι ενω γαμας και να ειναι καφριλα. (Μουσική για σεξ).

2.α. Οι Ηπειρώτες «σμίγαν κάτω από τις αδρές μάλλινες αντρομίδες κι ένα μονάχα είχαν στο νου τους: να κάνουν παιδιά» (Από τους Αδερφοφάδες του Νίκου Καζαντζάκη, βλ. το βιβλίο «Λέξεις που Χάνονται» του Ν. Σαραντάκου).

β. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη τον γέννησε κάτω από ένα δέντρο, πάνω σε μιαν αντρομίδα. (Ο.π., σ. 32)

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα ή το θηλυκόν ζώον που ξεχωρίζει στον περίγυρό της λόγω της κατανομής βάρους και του χοντρού κεφαλιού της που την κάνουν να ομοιάζει με μπάλα.

-Η χοντρομπαλού!
-Κάνε πέρα, βάζει για δήμαρχος θα κυλήσει πάνω μας αν μας δει να μας δώσει προσπέκτους!

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 04/04/14)(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 05/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξέρω, ξεχασμένος γαλλισμός είναι, τι νομίσατε ρε, ότι βγαίνανε βόλτα οι κοπελιές στη Φραγκιά με το απαυτό ανά χείρας; Έλα Παναγία μου, χαρτοφύλακα βαστάγανε les chaperdones, άντε ανοίχτε κάνα ντιξιοναίρ να ξεστραβωθείτε.

Τεσπα, από το παράδειγμα υπ' αρθιμόν ένα ανθιζόμεθα ότι η λέξη ήταν αν μη τι άλλο κατανοητή, τουλάχιστον σε ελληνικό μεσοπολεμικό αστικό περιβάλλον (για παραέξω δεν το κόβω). Κι όσο για τις χειροποίητες σερβιέτες υγειονομικού ενδιαφέροντος, αν θυμάμαι καλά σκέτο(;) πανιά τις λέγανε ανά την επικράτεια.

  1. Από πού βγήκανε και ξεχυθήκαν αυτά τα πλήθη των γυναικών στο Παρίσι; [...] Γυναίκες φοιτήτριες, υπάλληλες, μιντινέτες, γκαρσόνες [...] Γυναίκες, που βαστάνε στην αμασκάλη ή στο χέρι μια σερβιέτα με βιβλία ή νότες, βιολιά μέσα στη θήκη τους, παλέτες ή πινέλα [...]

(Χωρίον ανερυθριάστως κατσικωθέν από το βιβλίο «Κώστας Βάρναλης. Γράμματα από το Παρίσι», εκδ. Αρχείο 2013 ).

  1. Ο ανόητος μεταφραστής των «Καπετάνιων» του Ντομινίκ Έντ περιγράφει το αρχείο του Άρη τυλιγμένο σε μια πετσέτα, επειδή η γαλλική λέξη serviette έχει διττή σημασία (: πετσέτα, πεσκίρι, και, χαρτοφύλακας ).

Η. Πετρόπουλου «Ο κουραδοκόφτης», εκδ. Νεφέλη.

  1. Σερβιέτα φοράνε στη Σερβία. Στη Ρωσία φοράνε σοβιέτα.

«Είτε παίδες Ελλήνων, είτε παίδες βαρβάρων»
Δ. Ν. Μαρκόπουλος, Αθήνα 1994.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified