Selected tags

Further tags

Σημαίνει πιάσε. Στον αόριστο τον τσάκωσαν σημαίνει τον έπιασαν ή αλλιώς τον κάναν τσακωτό.

  1. Τσάκω δύο Johnnie Walker.

  2. Τσάκω ένα πακέτο τσιγάρα.

Τσάκω την τσαπού (ποδανιστί) (από Khan, 19/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια μάλλον από κάθε γραμματική και συντακτική άποψη λανθασμένη έκφραση με άγνωστη σε μένα προέλευση (όποιος γνωρίζει ας συνεισφέρει) -ειδικά το «δεν μου βγαίνει» δεν έχει και λογική.

Πάντως λέγεται συνηθέστατα στην κουβέντα από ανθρώπους όλων των ηλικιών και τάξεων.

Σημαίνει πως κάποιος επιχειρεί κάτι, αλλά δεν το κατορθώνει, κυρίως όταν παίζει παράγοντα η τύχη.

Οπότε αντί κάποιος να πει «δεν το πέτυχα» (αυτό που επεδίωκα, τον στόχο μου) λέει «δεν μου πέτυχε'' ή ''δεν μου βγήκε».

Συχνά το «δεν μου πέτυχε» ή «δεν το πέτυχα» ή «δεν πέτυχε» χρησιμοποιείται στην μαγειρική και στην ζαχαροπλαστική.

Η γνωστή ρήση «δεν έδεσε το γλυκό» μπορεί να ειπωθεί και «δεν πέτυχε το γλυκό».

- Ο Σταλόνε δεν είχε σχεδιάσει να γίνει ηθοποιός δράσης. Ξεκίνησε την καριέρα του με δυο υποψηφιότητες Όσκαρ και όνειρα για μια ποιοτική καριέρα.
- Δεν του πέτυχε / δεν του βγήκε όμως.

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 19/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.

Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.

- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρδόν στα μάγκικα σημαίνει «παρντόν», δηλαδή συγνώμη.

Συνηθίζεται η έκφραση: «με το μπαρδόν».

Να σε ρωτήσω κάτι, με το μπαρδόν δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μποστίζουσα ψευδοσλανγιωτατική εκδοχή του κατάλαβα. Εκφέρεται από αστειάτορες ή / και λουλούδες με λολαδερές ή / και χαριτωμενίστικες διαθέσεις.

1.
Μήπως είναι συμβολισμός για το τέλος μιας σχέσης (αυτό υπαινίσσονται αν κατήλαβα καλά οι στίχοι);

2.
Και πούσαι, την πλατεία τη γουστάρω, κάτι μαλάκες νεκροζώντανους δεν γουστάρω που την κάνανε σαν τα μούτρα τους, κατήλαβες πλί μου. Και τα κορίτσια που λες ψωνίζονται παραπάνω στη Σκουφά μια από τα ίδια είναι, πρέζα...

3.
dyk: - Αγαπητοί φίλοι, για να μην μένετε σε αγωνία, σας ενημερώνουμε ότι το σύστημα βαθμολογίας του slang.gr θα αλλάξει ολοκληρωτικά την 1 Ιουνίου 2010. Εκ της Διευθύνσεως.
καφέ van dyck: - Για όποιον τυχόν δεν κατήλαβε, του Αγίου Πούτσου ανήμερα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέβω ένα λάχανο, δηλαδή ένα πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα. Κλασική παλιά αργκό των κλεφτών που έχει διασωθεί και σε παλιά λαϊκά τραγούδια και ρεμπέτικα. Βλ. και λαχανάς

Πάσα (Δ.Π.): ironick

εδω εισαι πορτοφολα;; να τον προσεχετε,ειναι πονηρος.σου λεει<<κοιτα εκει>> και στην ζουλα σου βουτα την πορτοφολα..
πηγε να το κανει και σε εμενα το κολπο,αλλα με την χαρα εμεινε..το πορτοφολι που λαχανεψε ειχε μονο κατι μετοχες ΟΤΕ,που μολις τις ειδε τις πεταξε με περιφρονηση... (Δες)

(από Khan, 13/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες, κλπ.:

1.
το πως θα κανεις φαση με την κοπελα σου δεν μπορουμε να στο πουμε εμεις. ο Καθενας το κανει με τον δικο του τροπο και αυτο θα το καταλαβεις μονος σου :) Οσο για το σεξ δεν το προτεινεις,ερχεται σιγα σιγα... αλλα αφου λες δεν ξερεις καν να κανεις καλα καλα φαση μαθε πρωτα αυτο και εχεις χρονο μπροστα σου :)

2.
ΠΑΝΙΩΝΙΟΣ > Με το... στανιό να κάνει φάση

Got a better definition? Add it!

Published

χέστον, χέστονα, χέστονε

Προστακτική αορίστου του ρήματος χέζω μαζί με την αντωνυμία τον. Χέσε τον. Στην καθομιλουμένη κατόπιν έκθλιψης προέκυψε χέσ' τον > χέστον > χέστονα. Σπανιότερα χέστονε.

Το «α» γεμίζει περισσότερο το στόμα. Από τις πρώτες φορές που συναντάμε στην Νεοελληνική ένα φωνήεν στο τέλος της αντωνυμίας «τον», η οποία ακολουθεί ρήμα σε προστακτική, είναι στο τραγούδι «Πέντε χρόνια δικασμένος» στην ηχογράφηση του 1934 σε ερμηνεία Περπινιάδη: φύσα ρούφα τράβα τονε πάτα τονε κι άναφτονε.

Το χέζω κάποιον έχει μεταφορική σημασία. Δεν εννοούμε πως κυριολεκτικά αφοδεύουμε πάνω σε κάποιον (κοπρολάγνεια), αλλά πως τον έχουμε χεσμένο, δηλαδή τον έχουμε γραμμένο στα παλιά μας παπούτσια ή/και στα αρχίδια μας, δηλαδή δεν τον υπολογίζουμε. Έντονη απαξίωση προς κάποιον ενοχλητικό.

- Πάλι πήρε τηλέφωνο ο από κάτω να μην παίζω ντραμ.
- Χέστονα μωρέ το μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Καλοπιάσματα, προσπάθεια συμφιλίωσης ή ξεγελάσματος.

  2. Αγαπούλες, σαλιαρίσματα, σαχλά.

  1. ... ε, και αφού χεστήκαμε, μετά μου ήταν όλο αγάπες και λουλούδια, κατάλαβες;...

  2. Με επίθεση γοητείας, αγάπες, λουλούδια και δηλώσεις προθέσεων κανείς σοβαρός δεν πείθεται...

  3. Ο σκηνοθέτης μιλάει έξω από τα δόντια, για την ανάγκη το θέατρο να είναι πολιτικό και όχι να μιλάει για αγάπες και λουλούδια και τα εσώψυχα των πρωταγωνιστών...

  4. Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.

(τα 2, 3, 4 από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν έχουμε λεφτά, ούτε καν ψιλά.

  1. Δεν βγαίνεις και πολύ τελευταία, τι έγινε, αψιλίες;;;

  2. Μια μικρούλα μ’ έχει μπλέξει στο χωριό
    θέλω για να παντρευτώ και δεν μπορώ.
    Άιντε πλάκωσε η αναδουλειά κι αψιλίες έχω βρε παιδιά, αχ αυτά τα έρημα λεφτά
    άιντε μου χαλάνε το σεβντά.

  3. Ήρθε στιγμή που αντιλήφθηκα ότι ο μάγειρας στο φυλάκιο Τυχερού, πάνω στο ποτάμι, ένα καλόκαρδο και πρόθυμο παιδί από την Ηλεία, ο Δημητράκης ο Δημητρόπουλος, δεξιοτέχνης συμπαίχτης στα μπουζούκια και εξαίρετος συμπότης, μπορούσε να με «διαβάσει» από χιλιόμετρα κάθε φορά που είχα αψιλίες. Με ιδιαίτερη λεπτότητα και διακριτικό τρόπο που υποβάθμιζε σκοπίμως την προσφορά ώστε να μην δημιουργεί «υποχρέωση», ερχόταν στην πόρτα του θαλάμου και μου΄ λεγε συνωμοτικά για να μην ακούνε οι άλλοι «ρε συ Χάτζι, έχω δυό παληοκατοστάρικα στην τσέπη. Δεν παίρνουμε τα ζητιανόξυλα (σ.σ: έτσι εννοούσε τα τρίχορδα μπουζούκια μας) να πάμε στο χωριό για καμιά ρετσίνα; Εδώ μέσα είναι αποπνικτικά αδελφέ μου…».

(τα 2 και 3 από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published