Selected tags

Further tags

Με κάθε ευκαιρία, μόλις ή όποτε βρεθεί χρόνος, συνεχώς αλλά χωρίς σοβαρή ή προφανή αιτία.

  1. - Η γυναίκα μου, άδεια ώρα με παίρνει τηλέφωνο στη δουλειά, για να μου πει μαλακίες. Στις 9, θα πάω λέει στο σούπερ μάρκετ. Πόσα αυγά να πάρω; Στις εννιάμιση, να πάρω ψωμί; Στις 10 και τέταρτο, ο σκύλος έχει ανησυχίες... Λες και δεν έχω άλλη δουλειά να κάνω, μόνο να ασχολούμαι με ό,τι της καυλώσει... Έχει γίνει και θέμα συζήτησης και δε γουστάρω...
    - Σ' αγαπάει και θέλει να σε ακούει.
    - Αρχίδια! Να τσεκάρει αν είμαι στη δουλειά θέλει...

  2. Αυτοί οι μπινέδες άδεια ώρα φόρους βάζουνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερή φραστικά σχήματα: τι να πω; τι να πεις; τι να κάνω; τι να κάνεις;

Γενικα όταν κάποιος/α απαντά σε μια ρητορική ερώτηση απαντώντας την ταυτολογικά, είναι πάντα ένα ρητορικό σχήμα άνευ κυριολεκτικού περιεχομένου. Το σημαινόμενο σε κάθε περίπτωση συνίσταται στο να νοιώσει ο πρώτος συνομιλητής μαλάκας και ο δεύτερος έξυπνος.

- Τι να πω;
- Τι να πεις χιχι.
- Μάλιστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνει με τη σειρά του το πάνθεον των απανταχού slang καπεταναίων.

Η αφεντομουτσουνάρα του φιγουράρει μέσα σε κάθε παρεξήγηση, φιλονικία, διαμαρτυρία, δυναμική διεκδίκηση κλπ. Είναι ο αρχικαβγατζής, πρόκειται γιο πολύ bizarre άτομο. Προκαλεί μεγάλο θόρυβο. Είναι διαβόητος και σαματατζής. Όμως κατα βάθος είναι καλόψυχος και όχι, κατά κανόνα, επικίνδυνος.

Αποκτά τον βαρύτιμο τίτλο του από τα πρώτα του μαθητικά χρόνια, που κυρίως του απονέμεται (μεταξύ αστείου και σοβαρού) από δασκάλους του και που συνήθως διατηρεί εφ' όρου ζωής.

Η μητέρα: - Πώς πάει το παιδί μου;
Η δασκάλα: - Είναι ο «καπετάν-φασαρίας» της τάξης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αμοιβή ή δωράκι προς κάθε καρυδιάς μεταφορέα: από το πουρμπουάρ τση γκαρσόνας μέχρι και τον άξιο μισθό του φερτάκια.

Εκ του φέρνω και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου -ίκι.

1.
Φερτίκι. Τα χρήματα ή τα δώρα που παίρνεις ή δίνεις για τη μεταφορά πραγμάτων (δώσε το φερτίκι στο παιδί, που έφερε τη βαλίτσα)

2. Για τον σχηματισμό με βάση το φερτ- συγκρίνετε και τη λέξη φερτίκια (τα), παναπεί τα κόμιστρα, όπου το παραγωγικό επίθημα είναι μεν το -ίκια αλλά —όπως και στην περίπτωση του -(τ)άκιας— το ταυ στο -(τ)ίκια ευνοείται από παρόμοιες λέξεις που το έχουν: βρετίκια, μπατίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παροιμιώδης λαδοπόντικας-ρουφιάνος που μας ακολουθεί και μας καρφώνει στις όποιες αρχές (αστυνομία, πολιτικό φορέα, κ.ταλ.). Παλιά ρεμπετιά του υποκόσμου.

Το λήμμαν σχηματίζεται από το φέρνω και το μειωτικό γαμοσλανγκοτέτοιο -άκιας (βλ. εδώ). Ο χαφιές άλλωστε πάντα φέρνει πλεροφορίες στον εντολοδόχο του.

Πέον να σημειωθεί κι ο εννοιολογικά ταυτόσημος νεολογισμός κομιστής που μάς κληροδότησε η Ζαχοπουλιάδα (βλ. 4ο μήδι).

Από το ΔΠ: betatzis.

1.
Ελία Καζάν «Λεωφορείο ο πόθος» 1951, «Βίβα ζαπάτα» 1952, «Ανατολικά της Εδέμ» 1955 κ.α. Αν και «φερτάκιας» στον Μακαρθισμό, ήταν καλός σκηνοθέτης

2.
Η ιστορία του χώρου (αλλά και των ΚΚ) βρίθει απο προσπάθειες χαφιεδολογήματος. Πολλοί παίξανε και το παιχνίδι του χαφιε, για να ξεστήσουν το σκηνικό του, που πιθανά ήταν και πολυπλόκαμο. συχνά και οι ίδιοι είναι απλά φερτάκηδες, εξαρτημένοι κλπ. παλιά τερτίπια, ως και το σινεμά τα δείχνει.

3.
Γνώρισα όμως τον Αντωνίτση. Ούτε αποφάγια μάγκας δεν ήτανε αυτός, φερτάκιας μέχρι τα τελευταία του.Πέντε φορές τον έδειρε ο Μαρίνος ο Μουστάκιας (ξακουστός νταής,γνωστός και από την φωτογραφία με τον Μάθεση)

4.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς (για να έλθουμε και στο θέμα) ότι ο δημοσιογράφος που λέγεται ότι παρέδωσε το dvd στον υπεύθυνο Τύπου του Μαξίμου δεν καλύπτεται από κανένα δημοσιογραφικό απόρρητο, γιατί απλούστατα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν λειτούργησε ως δημοσιογράφος, αλλά ως ρουφιάνος και φερτάκιας του πρωθυπουργού

Φερτάκηδες νέας κοπής.  (από σφυρίζων, 06/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατώ + άτσαλα. Περπατώ και πατώ άγαρμπα, χωρίς να προσέχω που βάζω τα πόδια μου.

Το φελέκι μου δηλαδή...
— Τι έπαθες ρε Θανάση;
— Είχα βάλει κάτι πρασινάδες να φυτρώσουνε αλλά ήρθαν να παίξουν στο οικόπεδό μου κάτι κωλόπαιδα και τις τσαλαπατήσανε. Του αλλάξανε τα φώτα. Ούτε που κοιτάζουνε πού πάνε. Όλα γραμμένα τα έχουνε γαμώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενόψει και του χαρακτήρα του χρήματος ως ρευστού, νοείται το φρέσκο χρήμα, μόλις που το βγάλαμε από το βραστήρα ένα πράμα και το προσφέρουμε. Νοούνται βέβαια τραπεζογραμμάτια και όχι ομόλογα ή επιταγές... Αρκετές φορές τα ζεστά λεφτά θα είναι κατά τι λιγότερα απ’ όσο θα έπρεπε να είναι, πράγμα που αντισταθμίζει η ανεβασμένη θερμοκρασία τους. Η μεταφορά δεν είναι αμέτοχη και μιας υποσυνείδητης αναφοράς στο ζεστό σπέρμα.

  1. Στα αζήτητα ζεστά λεφτά του ΕΣΠΑ εδώ

  2. Στόχος όλες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θα γίνονται στο εξής φύλλο και φτερό προκειμένου να διαπιστωθούν πάση θυσία παραβάσεις στην προσπάθεια να εισπράξει ζεστό χρήμα το πεινασμένο κράτος Ε.Π.Ε. (Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης) εδώ

  3. Ζεστά λεφτά από Αγγλία για Παναθηναϊκό εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΛΚΝ έχει μεν τη λέξη αυτή, άρα μπορεί να θεωρηθεί λέξη δόκιμη κατά κπ τρόπο, όμως δεν εξηγεί αυτά που πρέπει και τα οποία θα προσθέσω πάραυτα εδώ.

Λυσάρι είναι το σχολικό βοήθημα που δίνει τη Λύση στο μέγα Πρόβλημα του πώς θα μάθει ο μαθητής. Άρχισε να γίνεται καθεστώς περί τα εβδομήνταζ αν δεν απατώμαι, με αποτέλεσμα όχι μόνον να μην νοείται τώρα πια σχολικό βιβλίο πάσης φύσεως χωρίς το λυσάρι του, αλλά και να θησαυρίσει ο βασικός εκδότης και, διορθώστε με, πιθανόν ο εμπνευστής αυτών, μίστερ Πατάκης (τουλάχιστον αυτός είδε καλά πόσο κερδοφόρα είναι). Το πράμα συνδυάστηκε θαυμασίως με τον ιερό θεσμό του φροντιστηρίου και των ιδιαιτέρων, κι όλο το κακό φούντωσε και καθιερώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα πχια δεν μπορεί κανείς να αλλάξει τίποτε, καθότι που λέει ο λόγος η μισή ελλάδα ζει από τις δουλειές αυτές (η υπόλοιπη είναι μπάτσοι).

Η λέξη ετυμολογείται από τη λύση, καθότι αυτό το βιολί κυρίως άρχισε εξ'αιτίας των μαθς, τα οποία ουδείς σχεδόν κατάφερε να διδάξει έτσι ώστε να κάνει τον μαθητή να του τρέχουν τα σάλια αντί να βγάζει καντήλες.

Για μια διαφορετική ανάλυση του θεμάτου, βλ. λήμμα τσουκάλα.

Επιπεοσθέτως καταθέτω σχόλια σύσσλανγκων από διάφορα λήμματα, τα οποία σχόλια διαφωτίζουν το θέμα περαιτέρω:

α. Ως προς τις Εκθέσεις το λυσάρι λεγόταν και Παπανούτσος, γενικευτικά ή Παναπούτσος.

β. Ἡ γενικότερη ἐν προκειμένῳ ἔννοια εἶναι ἡ «φυλλάδα». Ἔτσι λεγόταν παραδοσιακά. Οἱ μαθηματικὲς φυλλάδες ἐλέγοντο εἰδικότερον «λυσάρια», καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους «λυτάρια», πιθανῶς πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τὰ ὁμόηχα «λυσσάρια», τὰ καυλωμένα δλδ ἐφηβάκια, ποὺ μόνο στὰ μαθήματα δὲν εἶχαν τὸ νοῦ τους. Οἱ φιλολογικὲς φυλλάδες ἐλέγοντο «μεταφράσεις» ἢ σλαγκιστὶ «μετάφρες». Σ' αὐτὲς δὲν περιελαμβάνοντο τὰ φτηνιάρικα καὶ συντετμημένα λεξικὰ ἀνωμάλων ρημάτων τῆς ἐποχῆς, διότι ὅποιος ἔμπαινε στὸν κόπο νὰ τὰ διαβάσῃ, ἦτο πολὺ «κυριλὲ» μαθητής.

  1. Δωρεάν ηλεκτρονικά βοηθήματα, λυσάρια, σχολικά βιβλία δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, εκπαιδευτικό υλικό, βιντεομαθήματα - τα-εχει-ολα

  2. Αχαΐα: Έστειλαν το «λυσάρι» των μαθηματικών χωρίς όμως το βιβλίο!

(διαδιχτυακά}

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδής, «μπέρδεψα τη γλώσσα μου». Λέγεται απολογητικά μετά από λάθος εκ παραδρομής, στο οποίο μπερδεύονται οι λέξεις μεταξύ τους, μετατίθενται συλλαβές, ή άλλες αντίστοιχες πατάτες.

Συνώνυμο: «Λάθη είμαστε, ανθρώπους κάνουμε» (εκ του γνωστού ανεκδότου με τη λεμομένη παγωνάδα).

(Πραγματικό γεγονός)
- Πάμε στο νερό να πιούμε βρύση;
- Τι πράγμα;
- Τίποτα, γλώσσεψα τη μπέρδα μου. Λέω, πάμε στη βρύση να πιούμε νερό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικώς το παίγνιο με ηχηροποίηση, δηλαδή ο άνθρωπος που έχει καταστεί άθυρμα, καταγέλαστος, καραγκιόζης, που γελάει ο κόσμος με την πάρτη του, ειδικά σε μικρές κοινότητες που το κουτσομπολιό πάει σύννεφο και υπάρχει ανάγκη για τρελό ή τρολό του χωριού. Τον μη καθαρευουσιανοειδή αυτόν τύπο με την ηχηροποίηση τον βρίσκουμε συχνά στη λογοτεχνία και την ποίηση.

Πάσα (Δ.Π.): selsa

  1. Γιατί να γεννηθεί, τι κακό έκαμε στο Θεό και την παιδεύει τόσο; Και τι κακό έκαμε κι ο άντρας της, να καταντήσει μπεκρής, άσωτος και μπαίγνιο του χωριού; (Από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», σ. 251).

  2. Σκιές μες στην ομίχλη που πλανιούνται και όνειρο στα βλέφαρα μωρού
    μπαίγνιο του αέρα, περιγέλιο του καιρού
    οι άνθρωποι περνούνε και ξεχνιούνται
    σαν τις σκιές μες στην ομίχλη που πλανιούνται. (Από άζμα των Χαϊνηδων).

  3. Γελάνε οι νέοι με τα κατάντια σου ,
    αλλά εσένα δε σου καίγεται καρφί,
    παλιόγερε , μπαίγνιο μιας πουτάνας. (Εδώ).

  4. Δεν γίνεται, Θέ μου, να κάνεις ένα θαύμα
    να σηκωθεί ο Κόντες,
    ν' αρπάξει ένα στυλιάρι από τ' αλώνι
    ή να ξεκρεμάσει το βούρδουλα απ' το γάντζο
    και ν' αρχίσει να βαράει,
    να κοπανάει όπου βρει κι όπου πονεί
    –αλύπητα, χωρίς σταματημό–
    φωνάζοντας «Όξω μπαίγνιο! Όξω πούστη!»,
    όπως εφώναζε σα ζούσε
    σ' όσους δικούς του στίχους είτανε κακοί, [...].
    (Από ποίημα του Γιώργου Κεντρωτή εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published