Selected tags

Further tags

Ψαράδικη σλανγκ για τον μεγάλο, πλέον του κιλού σαργό (sargus apiastus tiganosubitus για να εξηγούμεθα).

Πρόκειται για ψαρούκλα και όχι ψάρακα που κατάφερε με τύχη και πείρα να φτάσει σε προχωρημένη ηλικία και μεγάλο μέγεθος, αφού πολλών ψαράδων οίδε τρίαινας και καύλαν έγνω. Εξ ου και η ονομασία παππούς ή φαφούτης, εφόσον από πολλούς τέτοιους λείπουν κάποια δόντια (αλλιώς τι σόι παππούληδες θα ήταν ;). Παρά την ηλικία τους όμως, από γεύση τα σπάνε. Γι' αυτό και ένας ευμεγέθης παππούς αποτελεί μία από τις αγαπημένες φαντασιώσεις και αστραφτερό αντικείμενο του πόθου κάθε υποβρύχιου τυφεκιοφόρου.

(Αααχ, ας μην επεκταθώ επί προσωπικού....)

...υπάρχει μιά κινητικότητα από μέτριους σαργούς. Κατάδυση γιά απόπειρα καρτεριού μπας και περάσει ο παππούς. Εδώ, ευθεία μπροστά στα δέκα μέτρα, κάτω από την πλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει (θα γίνει χαμός με την κακή έννοια).

Πρόσεχε πώς μου συμπεριφέρεσαι, γιατί την επόμενη φορά θα σου πάρει ο διάολος τον πατέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: ‹ γάνα (=επίχρισμα) + κατάλ. -ιάζω.
Επίσης για τη γάνα: η σκουριά που σχηματίζεται στα χάλκινα σκεύη που δεν τα έχουμε γανώσει, η καπνιά που κάθεται στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά. Γάνωμα = κασσιτέρωμα, γυάλισμα.

Μεταφορικά: φωνάζω δυνατά λόγω αγανάκτησης, λόγω θυμού. Αλλιώς, δείχνει ταλαιπωρία, υπερβολική κουρασεμπορική Α.Ε., μανούρα που έχει προκληθεί χωρίς να εμπλέκεται ο θιγόμενος.

Πιο γενικά, δηλώνει μια κατάσταση σύγχυσης και δυσαρέσκειας που προκαλεί γκρίνια και μεταφέρεται μέσα από αυτό το πολυχρηστικό ρήμα. Ίσως να προέρχεται από την πολλαπλή χρήση της λέξης γάνα που συνήθως δίδει μια αρνητικότητα στα πράματα.

Ακόμα μερικοί ορισμοί με παραδείγματα (από εδώ):
1. η γλώσσα μου είναι καλυμμένη από λευκή επίστρωση εξαιτίας της δυσπεψίας ή άλλης αρρώστιας και γι' αυτό αποχτά άσχημη γεύση 2. για σκεύη, καλύπτομαι από σκουριά: «γάνιασε ο τέντζερης» 3. (συνεκδ.) διψώ πολύ: «γάνιασα μέχρι να βρω νερό» 4. (μτφ.) ταλαιπωρούμαι τρομερά: «γάνιασα να τρέχω για να σε προλάβω» 5. (μτφ.) μαυρίζω: «το παιδί γάνιασε απ το κλάμα» 6. για ασπρόρουχα, λερώνω: «τα γανιασμένα ρούχα δύσκολα καθαρίζουν στην πλύση». Συνώνυμο: γαριάζω.

  1. Μη γανιάζεις βρε Πασχάλη μου, αφού θα πάμε που θα πάμε στα συμπεθέρια...

  2. Αφού το κατάλαβες από την πρώτη στιγμή, τι μ' έχεις και γανιάζω;

  3. Αστοδιάτανο το παλιόπαιδο, μας γάνιασε όλους που την κοπάνησε μες στη νύχτα...

  4. Γάνιασα να καταλάβω τη διαφορά μεταξύ μουνιού και επανάστασης και κατέληξα στο πρώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα κάρο, ένα μάτσο, πληθώρα. Τόσα που άμα τα φας (λέμε τώρα) θα σκάσεις.

  1. Σε αυτή τη νέα παραλλαγή του παραμυθιού της Χιονάτης συμμετέχει ένας σκασμός ηθοποιών από το «Νησί»: Bob Hoskins, Eddie Marsan, Nick Frost,...

  2. Βέβαια, έγιναν και εκείνοι οι γάμοι, που ένας σκασμός λεφτά έφυγε για να μην μείνει στο τέλος καμία ανάμνηση, καμία πρωτοτυπία.

  3. Να ένας σκασμός φωτογραφίες, μερικές από τη θρυλική φωτογράφηση του Playboy των '80s.

(από το νέτι όλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δειλιάζω, κάνω σαν την κότα (ή σαν την κοτούλα για μάξιμουμ προσβόλα). Το οικόσιτο πτηνό ονόματι Gallus Gallus domesticus είναι οντολογικά συνυφασμένο με την δειλία, όπως κι άλλα όντα του ζωικού βασιλείου, είναι σλανγκικά ταυτισμένα με άλλες ιδιότητες του ανθρώπινου χαρακτήρα, π.χ. η αλεπού με την πονηριά, ο σκύλος με την επιμονή, η γάτα με την ευστροφία κ.α.

  2. Διστάζω να προβώ εις μία ενέργεια, όχι τόσο από φόβο, όσο από τ' ότι το αποτέλεσμα της ενέργειας είναι σε μεγάλο βαθμό στανταρισμένο εκ των προτέρων. Ως εκ τούτου, το να δηλώσω ότι κοτεύω σημαίνει ότι βαστάω και μια πισινή για να μη φάω νίλα, τουλάχιστον έως ότου ξεπεράσω τους όποιους δισταγμούς μου και αποφασίσω να προκαλέσω την μοίρα.

Από την κότα, αρχ.< κόττος (πιθ. πετεινός, κόκκορας).

  1. Τον Φώτη τον θεωρώ φίλο και έχω Ηθική Υποχρέωση απέναντί του γιατί το Καλοκαίρι του 2008 όταν κάπως είχα συνέρθει από την εγχείρηση ήταν ο μόνος που επί τουλάχιστον 10 λεπτά με παρότρυνε να μπω να κάνω σερφ και να μην «Κοτεύω».
    (Από εδώ)

  2. Λυπάμαι κύριοι υποψήφιοι πτυχιούχοι, αλλά εγώ όταν θέλω να κοτέψω από μια μάχη απλά κοτεύω και λέω ότι δεν μπορώ να συνεχίσω... δεν ψάχνω να ζωγραφίσω ευθύνες σε άλλους για την δική μου αδυναμία. (Από εδώ)

  3. Τώρα σχετικά με το γκάζι θα τολμήσω να πω πως κοτεύω και δεν το έχω ανοίξει ακόμα. Νταξ καινούριο εργαλείο είναι, και είναι και θερίο για το μπόι μου, να μη το μάθω λίγο :) (Από εδώ)

Δεν κοτεύει μία. (από Mr. Cadmus, 29/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μορφή της λέξης πανκιό, παίζει μόνο στο αρσενικό, απ' ευθείας εξελληνισμός του «πανκ» και ίσως η πιο κλασσική μορφή της λέξης χαρακτηρίζουσα όχι τη μουσική (που αποκαλείται αυτούσια πανκ, πανκ ροκ, ή πανκιές, στο «ακούω πανκιές») αλλά τα άτομα.

Το «πάνκισσα» δεν τό 'χω ακούσει.

- Καλά μωρέ πας καλά; Το πανκιό με τη μοϊκάνα σου καρφώθηκε απ' όλες τις γκόμενες στο μαγαζί; Θα σε βάλει να κόψεις την κοτσίδα αυτή. Πάνκη θα σε κάνει.
- Τι πανκιό και μαλακίες. Άμα τη γαμήσω γώ θ' ακούει τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτομή του ρητού «πενία τέχνας κατεργάζεται». Πρόκειται για αυτοσχέδιο τσακμάκι που χρησιμοποιούσαν οι ανήλικοι φυλακισμένοι πριν από αρκετές δεκαετίες. Αποτελείται από μια τσακμακόπετρα από αναπτήρα του εμπορίου (αυτό μας δίνει και μια ιδέα για την ηλικία της πατέντας), ένα ξυλαράκι, λίγο βαμβάκι και ένα κομματάκι από σπασμένο τζάμι.

Το βασικό πλεονέκτημα της τιριτόμπας (ή τιριτρόμπας) είναι το αμελητέο μέγεθος των τεμαχίων που την αποτελούν, γεγονός που επιτρέπει την εύκολη απόκρυψή τους σε περίπτωση έρευνας.

Η ετυμολογία της τιριτόμπας παραμένει στο σκοτάδι, το οποίο δεν μπορούν να φωτίσουν ούτε οι φλόγες της φωτιάς που μπορεί κάποιος να ανάψει με το εν λόγω εργαλείο. Λυπάμαι που σας απογοήτευσα. Πάντως, από τα σχόλια εδώ μαθαίνουμε ότι η λέξη είναι μάλλον ιταλικής προέλευσης, ενώ από τα παραδείγματα προκύπτει ότι η τιριτόμπα ήταν σε χρήση τουλάχιστον από το 1947 μέχρι το 1969, αν ληφθεί υπ' όψιν ότι οι συγγραφείς των παρατιθέμενων αποσπασμάτων ήταν φυλακισμένοι εκείνα τα μαύρα χρόνια.

Οι άλλες, θεατρικές ή φαγώσιμες τιριτόμπες κρίνονται παντελώς άσχετες, καθώς δεν συχνάζουν στα μέρη που εχρησιμοποιείτο ο περί ου ο λόγος αναπτήρας.

Τα δικαιώματα επί του ορισμού είναι ευγενής παραχώρηση (muchas gracias) του patsis, ο οποίος και τα είχε κατοχυρώσει προ τριετίας. Για τα σερβιριζόμενα στο λήμμα, αγορανομικώς υπεύθυνος είναι αποκλειστικά ο λημματογράφος.

  1. Κανόνισα [...] και του 'στειλα τσιγάρα και τιριτόμπα. Ξέρεις τι είναι η τιριτόμπα - τι λέω, πού να ξέρεις ; Σ' ένα κομματάκι ξύλο ή στο τακούνι του παπουτσιού, στο πλάι, ανοίγεις μιά τρύπα και φυτεύεις μιά τσακμακόπετρα, που μ' ένα γυαλάκι και λίγο μπαμπάκι γίνεται τσακμάκι πρώτης. 'Οσες έρευνες κι αν κάνουνε, είναι αδύνατο να σ' το βρούνε.

(Χρ. Μίσσιος «...καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», εκδ. Γράμματα).

  1. Στις Φυλακές Εφήβων δεν υπάρχουν τσακμάκια. Οι νεαροί Κατάδικοι για να ανάβουν τα τσιγάρα κατασκευάζουν ένα απλοϊκό τσακμάκι : καρφώνουν σε ένα ξυλαράκι μιά τσακμακόπετρα και μετά (κρατώντας με τον αντίχειρα λίγο μπαμπάκι πλάι στην τσακμακόπετρα) τρίβουν το ξυλαράκι-τσακμακόπετρα σε ένα τζάμι. Αυτό το περίεργο τσακμάκι έχει το περίεργο όνομα τιριτρόμπα. Μέχρι σήμερα ουδείς εζήτησε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την τιριτρόμπα.

(Ηλ. Πετρόπουλος «εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη», εκδ. Νεφέλη).

Ίσκα (από Παπαντώνης, 24/03/12)(από Vrastaman, 25/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει πως κάτι είναι από κάθε άποψη εξαιρετικό και αξίζει και με το παραπάνω, ή ακόμη πως το κάτι αυτό είναι το βασικό στοιχείο ή χαρακτηριστικό που υπερτερεί έναντι όλων των υπολοίπων. Είναι συνώνυμη στο λόγο και στη χρήση με την φράση όλα τα λεφτά.

Αρκετά παλιά έκφραση που χρησιμοποιεί την συμπαραδήλωση χαρτί = λεφτά, η οποία χρονολογείται από τις ημέρες που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα κι η Γλυκερία αναρωτιόταν στις πίστες γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια. Ωστόσο, αν και παλιά, η έκφραση λέγεται (και γράφεται) ακόμη, και είναι υφολογικά αρκετά μαγκιόρικη έτσι ώστε να γλιτώνει την κατάταξη στους μπαμπαδισμούς.

  1. Eίναι παραγωγής, αλλά σε πολύ λίγα κομμάτια. Το πλαίσιο είναι όλο το χαρτί, ο κινητήρας είναι TZR250 και η μοτοσυκλέτα εχει στήσιμο GP250. Είχα υποσχεθεί φωτό, την εχω σε βιβλίο στο γκαράζ, αλλά σήμερα με ξελόγιασε πάλι η bimota και το ξέχασα τελείως. (Από εδώ)

  2. Το διπλό πλάνο της Όλγας Τρέμη με τον πατατοπαραγωγό Ξανθόπουλο είναι όλο το χαρτί και αποτυπώνει άψογα την εικόνα της σημερινής Ελλάδας της κρίσης! (Από εδώ)

  3. Ο πορωτικότατος ήχος που ακούγεται από την σκάστρα είναι όλο το χαρτί! Πρόκειται για μία διπλοέμβολη της HKS που κάνει το Subaru στο πέρασμά του να ανασταίνει και νεκρούς! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκατά, στα ποδανά.

Οι παλαιότεροι διασκέδαζαν το μαύρο χάλι τους με το όνομα του Henry Tasca, άλλοτε πρέσβυ των ΗΠΑ στην Αθήνα και παρασκηνιακού δάκτυλου του κυπριακού και της μεταπολίτευσης: Tasca-tasca-tasca-ta.

Απέλπιδα κραυγή άτυχου σπερματοζωαρίου προς τους συντρόφους του:

- Προδοσία λεβέντες, πέσαμε στα τασκά!

Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε... (από joe909, 22/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified