Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...
- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...
Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...
- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...
Got a better definition? Add it!
Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε μία ομάδα ατόμων ελεεινών και αθλίων, με ροπή προς τη διαφθορά. Ο σκύλος, ως γνωστόν, χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός σε πολλές γλώσσες (αραβικά, τουρκικά, κ.τλ.).
Πέντε μέρες έχουν περάσει από την ομολογία των εγκλημάτων πολέμου του Αττίλα από τον Αττίλα στην Κύπρο και το Ανανικό σκυλολόι δεν έχει αναχαράξει κουβέντα! Τα εγκλήματα πολέμου κατά της χώρας που τους έχει δώσει υπηκοότητα δεν τους απασχολούν.
Η ζωή είναι μια πηγή χαράς, εκεί όμως που πίνει και το σκυλολόι όλα τα πηγάδια είναι δηλητηριασμένα.
Μου αρέσει καθετί καθαρό, αλλά δεν αντέχω να βλέπω τα στόματα με τα δόντια που τρίζουν και την δίψα των ακάθαρτων.
Έριξαν τα μάτια τους βαθιά στα πηγάδια: τώρα ανεβαίνει ως εμένα το αντιπαθητικό τους χαμόγελο. Έχουν δηλητηριάσει το άγιο νερό με την ακολασία τους: και καθώς ονόμασαν χαρά τα βρώμικα όνειρά τους, δηλητηρίασαν ακόμη και τις λέξεις.
Η φλόγα γίνεται απρόθυμη όταν πλησιάζουν τις υγρές καρδιές τους στη φωτιά, το ίδιο και το πνεύμα κοχλάζει και καπνίζει εκεί όπου το σκυλολόι πλησιάζει τη φωτιά.
Γλυκερός και παραώριμος γίνεται στα χέρια τους ο καρπός: το βλέμμα τους ρίχνει τα φύλλα των καρποφόρων δέντρων και μαδάει τις κορυφές τους.
Και μερικοί, που αποστράφηκαν την ζωή, αποστράφηκαν μόνο το σκυλολόι: δεν ήθελαν να μοιραστούν τα πηγάδια και την φλόγα και τους καρπούς με το σκυλολόι.
Got a better definition? Add it!
Ο μαλάκας στα Ρομανί (γύφτικα). Κανονικά εκφέρεται χωρίς το τελικό -ς, το οποίο προστίθεται για εξελληνισμό.
- Θα πάρεις ένα λουλουδάκι για το κορίτσι σου, παλικάρι;
- Σο κερές, σουκαρί;
- Άι στο διά'λο ρε μπουλιάκο, που μου 'μαθες και τα γύφτικα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ποταπός, ο άθλιος, ο ελεεινός.
Κακό πνεύμα. Δαίμονας. Aναφέρεται πολύ στην Κόλαση του Δάντη να καταδιώκουν τον Δάντη και τον Βιργίλιο.
- 'Oλο οι ίδιοι κι οι ίδιοι κυβερνούν τον τόπο πώς να σταματήσει η κατρακύλα με τέτοιους αχρείους στο τιμόνι;
« Aυτοί οι δαίμονες έχουν γελοιοποιηθεί και έχουν υποστεί προσβολή και τον τραυματισμό [...] τώρα οργή προστίθεται στο φυσικό τους σπλήνα και θα κυνηγήσουν τον Βιργίλιο και τον Δάντη κάτω, όπως τα λαγωνικά τον λαγό. »
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.
Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.
Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!
Got a better definition? Add it!
Η Χοντρή του Θησαυρού ήταν δημοφιλής γελοιογραφία που δημοσιευόταν στο ελληνικό περιοδικό ποικίλης ύλης Θησαυρός. Επρόκειτο για μια παχύσαρκη κυρία, η οποία καταπίεζε τον μικροκαμωμένο σύζυγό της Ζαχαρία. Πρόγονος της συγκεκριμένης γελοιογραφίας υπήρξε η Αντζουλίνα, μια προπολεμική εικονογραφημένη καρικατούρα του τουρκικού εντύπου Ράμιζ, που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από το σχεδιαστή Μιχάλη Γάλλια. Αργότερα το ζευγάρι συνέχισε να γελοιογραφείται και από άλλους γελοιογράφους, όπως ο Βασίλης Χριστοδούλου και ο Αρχέλαος στο περιοδικό Οικογενειακός Θησαυρός μέχρι το 1967. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει παχύσαρκη γυναίκα, η οποία μάλιστα επιβάλλεται με τον όγκο της.
Τη Χοντρή του Θησαυρού πήγε και παντρεύτηκε ο κακομοίρης! Ποιος τον σώζει τώρα! Θα φάει πολλή παντόφλα.
Got a better definition? Add it!
Στα Γιαννιώτικα είθισται να λέγεται ο χαζός και ξεροκέφαλος. Αυτός που ενώ σφάλλει, δεν ακούει τις συμβουλές των άλλων.
Χρησιμοποιείται κυρίως όταν δεν ενδείκνυται η χρήση βαρέων ύβρεων.
Βρε Γιώργο, αφού δέκα φορές λάθος το έκανες, κάτσε να σου δείξω... Πω...πω...πω... πολύ τζόρας είσαι ρε αγόρι μου...
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι ο κακούργος, προφ από τον λήσταρχο Χρήστο Νάτσιο- Νταβέλη (1832-1856) με τη μυθιστορηματική ζωή που ενέπνευσε τη λαϊκή μούσα, γενόμενος ήρωας του Θεάτρου Σκιών, αλλά και πολλών θρύλων.
Η μπατσαρία, άμα έβγαινε για παγανιά, έπρεπε ζορ ζορνά να τσακώσει κανένα κακομοίρη ή να ντουπάρει για να γουστάρει. Μπιζ και τζαζ. Μια δόση κάνουν οι ρούνες ένα ντου, τσακώνουνε δυο από μας, μας χώνουνε στο ρουνικό και μας πάνε στο Ηθών για ανάκριση. ΚουλάΚουλά. –Πιάσανε μαζί μου και την άχαλη, τη φίλη μου την Πόντια, τη μυταρού. Σούμη, το χαϊδευτικό της απ’ το Σουμέλα. Μας πήγαιναν συνοδεία κι αυτή έκανε την πλάκα της, η άτιμη. «Μάνα μου, θα γαμούνε μας και ντο πολλοί πα είναι», πέταξε την παροιμία της. Δεν είχα ξαναμπεί σε πούλμαν, έχω και κλειστοφοβία. Νόμιζα πως θα τεζάρω. Ταραγμάν-ταραχάν. Δε ρίξανε καθόλου ντουπ, πέσαμε σε καλά παιδιά, με τρόπους. Τελειώσανε τα τυπικά, κάνω να φύγω, «ελεύθερος, αγορίνα» μου λέει ο φρουρός και «πέρνα να μας βλέπεις και μας». Τον δικέλω, κούκλος, θεόλατσος. Τα φτιάχνω μ’ αυτόν, πολύ τον γουστάριζα, κόβω και λίγο απ’ την πιάτσα, με τάιζε. Όσο αρρενωπός ήτανε ο μπάτσος μου, άλλο τόσο παθιασμένος ήταν με την πάρτη μου. Δε λατσευότανε το κουραβάλιασμα. Βέρος τζιναβωτός ήτανε, μ’ είχε τρελάνει στα τσιμπούκια, αυτός σε μένα, όχι εγώ σ’ αυτόν. Φιλιά στο στόμα, άγριο κοντροσόλ με τη γλώσσα σα τριμπουσόν κι από κει τσιμπούκια συνέχεια, σε σημείο να μπουχτίζεις. Δε γουστάριζε κουραβέλτα. Μέσα στο περιπολικό τα κάναμε τα αίσχη μας, μας κοίταζε κι ένα μωρό από μια μικρή φωτογραφία δίπλα στο τιμόνι. Τελείωνε την πίπα ο καλός μου και άβελε κοντροσόλ από πάνω και στο παιδάκι του. Πατέρας, μικροπαντρεμένος ήτανε. Ποιος ξέρει τι μουσαντά θα μπέναβε στη γυναίκα του. Ε, δεν κρατάνε πολύ αυτά. Δεν είμαι δα και των δεσμών. Ούτε και της προστασίας, γιατί δε φοβάμαι. Είμαι πολύ δυνατή. Μας ζυγώνανε μερικοί και μας κάνανε τον κατελάνο. Ή τον νταβελάκη. Ε, δε σήκωνα τέτοια. Μια φορά έδειρα κάποιον νταγλαρά στο Βαρδάρι, ένα κωλόπαιδο, που μ’ έψαχνε με την πρόθεση να με χτυπήσει ο κατέ. Αδερφή είναι, σου λέει, μαθημένη να τις τρώει. Τώρα θα δεις ποια ειν’ η αδερφή και ποιος ειν’ ο μάγκας. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010, δες εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ετυμολογικά, αυτός που σπάει την παρθενιά μίας κοπέλας ή τα αρχίδια ενός τυπά...
Με μεταφορική έννοια, ο κουραστικός τύπος που, με αυτά που λέει ή με τις παπαριές που κάνει, εκνευρίζει τους άλλους σε βαθμό κατά γράμμα σπασίματος...
Συνώνυμο: σπασαρχίδης, o
- Ρε συ αυτός ο Μιχάλης τι σπάστης που είναι ρε τύπε όλο παπαριές το παλικάρι!!
- Όχι μόνο σπάστης, σπασαρχίδης επιστήμονας είναι ο βλάκας!
Got a better definition? Add it!