Further tags

Δεν πρόκειται για ένα απλό «βύσμα», αλλά για «πολύπριζο». Είναι ο φαντάρος που είναι πιο βύσμα κι απ' τα βύσματα και πάει στις καλύτερες θέσεις ή έχει την πιο ευνοϊκή μεταχείριση.

Επειδή, και καλά οι ΔιαΒιβαστές κάνουν εύκολη θητεία, τους λένε Δυνατά Βύσματα. Οι επίλεκτοι όμως της Έρευνας και Πληροφορικής που, κατά κανόνα, είναι κομπιουτεράδες του στρατού σε κάποιο γραφείο και κάνουν λιγότερες σκοπιές ή καθόλου, ανήκουν στο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής ή Εξέχοντα Πολύπριζα).

Βλέπε ορισμούς για Γ.Ε.Π..

Βλ. και πολύμπριζο. Σχετικά: δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας, bluetooth, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γ.Ε.Π. = Γραφείο Έρευνας και Πληροφορικής.

Πρόκειται για το γραφείο της Ταξιαρχίας ή Μεραρχίας που είναι υπεύθυνο για την μηχανογράφηση των μονάδων και που λειτουργεί και ως service Η/Υ. Όποιος υπολογιστής πάθει κάτι, απαγορεύεται να πάει έξω σε service. Πηγαίνει στο ΓΕΠ που τον φτιάχνουν τεχνικοί του Στρατού. Το αντίστοιχο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής) στελεχώνεται από φαντάρους συνήθως καταρτισμένους στους υπολογιστές και από αξιωματικούς οι οποίοι έδωσαν εξετάσεις και πήραν σχετικό χαρτί γνώσεων υπολογιστών ώστε να πάρουν μετάταξη στο σώμα Ε.Π.

Σλανγκικά παράγωγα:

Γ.Ε.Π. = Γραφείο Έρευνας και Πληροφορικής ή Γραφείο Εξάσκησης Πλαιυστάσιον. Γήπεδο εξάσκησης Pro (Evolution Soccer).

Σώμα Ε.Π. = Σώμα Έρευνας και Πληροφορικής ή Σώμα Ειδικών Περιπτώσεων, ή Σώμα Εξαιρετικών Προσώπων ή Σώμα Εξεχόντων Πολύπριζων (σύγκρινε Σώμα Δ.Β = Σώμα Δυνατών Βυσμάτων)

Σ.Α.Ε.Π = Σχολή Αξιωματικών Έρευνας και Πληροφορικής ή Σειρούλα Άραξε, Έχει Πλαιυστάσιον ή Σειρούλα Άραξε Είμαστε Πολύπριζα.

  1. - Ρε σειρά, πάλι κόλλησε ο υπολογιστής.
    - Πάρε τηλέφωνο στο ΓΕΠ να φέρουν τεχνικό.

  2. - Γιατί πάλι στο γραφείο αυτός κι εγώ σκοπιά;
    - Γιατί είναι στρατιώτης Ε.Π. (Εξέχον Πολύπριζο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχετυπικός, καθιερωμένος στο συλλογικό ασυνείδητο του κόσμου, καταναλωτής μεγάλων ποσοτήτων, και σε μεγάλη συχνότητα, ζύθου.

Σημαντικός και ο πληθυντικός, διότι απαντάται και σε ομάδες των δύο ατόμων αν και πιο σπάνια.

Κάτοχος μπυροκοιλιάς και πιστός σε πολλά μπυρίτσουαλς. Σε αυτόν απαντώνται όλα τα χαρακτηριστικά ενός μυθικού / μεσαιωνικού ήρωα: αφρόντιστο/ λιγδιασμένο μούσι, ανάσα που αναδίνει την γνωστή οξεία μυρωδιά της μπύρας, ενδεχομένως αφρόντιστου στην ένδυσή του, που χορεύει μόνος του ένα τελετουργικό χορό ταλαντευόμενος χωρίς παρέα, τραγουδάει γκαρίζοντας τα τραγούδια που γουστάρει να ακούει. Ενίοτε επειδή έχει συχνουρία από τις μπύρες, χάνει τον δρόμο του πηγαιμού για, αλλά και του γυρισμού από, την τουαλέτα, γι' αυτό και κουβαλάει μαζί του το μεγάλο ποτήρι μπύρας από το οποίο πίνει.

Κάποιες φορές χρησιμοποιείται τιμητικά για τους μεγάλους μπυροπότες, μπυροπατέρες και μπυροπόττερς με πολλές ε-μπυρίες και πολλά χιλιόμετρα μπύρας στο ενεργητικό τους, που επιδεικνύουν μεγάλη δόξα στο κέφι τους από το ποτό.

Στον υποτιμητικό χαρακτηρισμό αυτού φέρει πολλά χαρακτηριστικά του κλασσικού αλκοόλα, όπως αυτός συναντάται στο υπόγειο Μετρό κάποιων πόλεων της Γερμανίας και άλλων χωρών με υψηλά ποσοστά αλκοολισμού στον πληθυσμού.

Συμπερασματικά έχει χάσει το γούστο του για ψαγμένες μπύρες και αποζητά την κάλυψη της ανάγκης του για ποτό συχνά με ηρωικό τρόπο.

Προέρχεται προφάνουσλυ από την σύνθεση των λέξεων: μπύρα και ήρωας.

- Ο τυπάς δίπλα έφυγε για την τουαλέτα εδώ και μισή ώρα και τον πέτυχα στην πόρτα να κοιτάζει τον τοίχο.
- Άσε και γαμώ τα παιδιά. Μεγάλος μπύρωας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[βεν. limounada με τροπή [i>e] κατά το λιμούνι]

Η ξινή γκόμενα, προέρχεται από την σύμπτυξη των λέξεων λεμόνι και μουνί, προσδίδοντας χαρακτηριστικά του πρώτου στην φυσική υπόσταση του δευτέρου. Συνώνυμα: ξινομούνα, κακογαμημένη, Γεωργία Βασιλειάδου.

Στέλιος: Μαλάκα το μπαρ πάλι τίγκα στις ξινές ανορεξικές γκόμενες είναι...
Πάνος: Κατάλαβα... Πάλι λεμουνάδα θα πιούμε...

λεμούνι (από Khan, 16/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστική προσβολή που εστιάζει στην χαμηλή ευφυΐα ή/και στις περιορισμένες τεχνοπρακτικές ικανότητες του δέκτη.

Προφανούσλυ, προέρχεται από το αρτικόλεξο Α.Μ.Ε.Α. (άτομα με ειδικές ανάγκες). Καθότι όμως το Α.Μ.Ε.Α. καταλήγει σε Α, παραπέμποντας σε μπληθυντικό, σλαγκίζεται στην μορφή αμέο για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου.

Χρησιμοποιείται παρόμοια και αποτελεί (πολιτικάλυ ινκορέκτ) συνώνυμο λέξεων όπως γιωτάς , Κατέλης, τούβλο, κρέας.

  1. Καλά ρε αμέο, σου έπεσε το κινητό στην τουαλέτα;

  2. - Ρεσύ, ο Γιάννης βγήκε με τη Λίλιαν και κατά λάθος άδειασε πάνω της έναν γκαϊφέ.
    - Αφού ο ανθρώπας είναι αμέο, πώς θέλει να ζμπρώξει ;

(από Kilerakias, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από αρχαιοτάτων χρόνων, γενεαί Ελλαδιστανών γλειψιματιώνε τελειοποίησαν την ευγενή πρακτική του γλείφτινγκ (ή, μπρουταλιστί, κωλογλjείφτινγκ).

Όταν οι Έλληνες έγραφαν «Ἐρωτηθείς τις (ο Αντισθένης), εἰ χαλεπώτερόν ἐστιν εἰς κόρακας ἢ εἰς κόλακας πεσεῖν· 'Εἰς κόλακας', ἔφη· 'οἱ γὰρ κόρακες τὰ τῶν τεθνεώτων σώματα διαφθείρουσιν, οἱ δὲ κόλακες τὰς τῶν ζώντων ψυχάς'», οι αγαθοψώληδες πρόγονοι του Γκαίτε επεδίδοντο στην αυτοκοπροφαγία.

Πέον να σημειωθεί ότι το λήμμαν περιγράφει και την προσφιλή πρακτική του προφορικού έρωτα. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για λολοπαίγνιο εκ του γλείφτης και του γαμοσλανγκοεπιθήματος -ινγκ.

Ακολουθεί μουσικό διάλειμμα:

♪♫Αααα, ααα γλειφτετέλι αμάν αμάν γιάλελελι...♪♫

♪♫If you like γλειφο κωλάδαs
τσανακογλjείφτ in the rain...
♪♫

Συνεχίζουμε την κανονική καταρροή του προγράμματός μας.

Όπως σχολίασε συναγωνιστής κάβουρας, το λήμμαν χρησιμοποιείται και ως σαχλολοπαίγνιο για το λίφτινγκ ή ρυτιδεκτομία επί το αρχαιοκαυλέστερον. Ίσως με το υπονοούμενο ότι το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα θυμίζει βοϊδογλειψιά.

Σ.σ. προς τα σλανγκαρχίδια τση παρέας: κατά την ανάρτηση του λήμματος αυτούνου, 90% των γουγλοχτυπημάτων έδιναν την μορφή γλύφτινγκ. Είμεθα έθνος ανορθογραφιστών.

Πάσα από το ΔουΠού και συμβολή στον ορισμό: Κχάνος.

- Στην πλειοψηφία σας, οι περισσότεροι είστε κομματικοί χαφιέδες. Εξαιρούνται μερικοί από τους ελεύθερους επαγγελματίες . Οι υπόλοιποι κρατοδίαιτοι κάνουν καριέρα μόνο στο γλύφτινγκ

- Για σοβαρευτείτε λεώ εγώ! Είπαμε καλό το γλύφτινγκ, τα ρουσφέτια και τα προσωπικά συμφέροντα αλλά όλοι στην ίδια χώρα ζούμε και όλοι μαζί θα βουλιάξουμε!!!

- Αν είσαι εχέμυθη, ώριμη και ματσό και θέλεις να χαλαρώσεις και να ξεφύγεις λίγο από το στρες της καθημερινότητας, τότε έχω αυτό που θέλεις κάνω μασάζ σιάτσου, φίστινγκ, γλείφτινγκ, σιγκαπούριαν στον δικό σας χώρο ή στον δικό μου ευπρεπή και πολιτισμένο χώρο. τιμή συζητήσιμη

- ΝΑΙ...ΣΟΥ ΦΑΊΝΕΤΑΙ, ΑΣΠΡΙΣΑΝ ΤΑ ΜΑΛΙΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΚΑΝΕΣ ΚΑΙ ΓΛΕΙΦΤΙΝΓΚ, ΑΣΤΑ ΑΥΤΑ...ΓΑΜΠΡΟ ΒΡΗΚΕΣ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ιδιαίτερα εκνευριστικός που λέει συνέχεια κουταμάρες, σπασαρχίδης, βλακίστατος.

Από την αντωνυμία μας και τα κουνώ (καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση σε τυπικές μορφές επικοινωνίας).

Θηλυκό: μαστακουνάκω.

- Πως σου φάνηκε η διάλεξη γλωσσολογίας του κυρίου καθηγητή;
- Πωπώ… μεγάλος μαστακουνάκης ο άνθρωπος!

Σύντεκνος του κ. Μαστακουνά και μπατζανάκης του κ. Μαστακλάνη. Δες και -ίδης, -ογλου, -όπουλος, χατζη-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).

Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;

Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.

Πάσα: ΜΧΣ.

- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)

- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνδικαλιστής που λειτουργεί εις βάρος του κοινωνικού συνόλου μη διαφέροντας και πολύ από ληστή.

Μεγεθυντικό: συνδικαλησταράς. Επίθετο: συνδικαληστρικός.

Άλλα λολοπαίγνια του γραπτού λόγου σε -ληστής: καπιταληστής, σοσιαληστής.

  1. Συνδικαληστής αποκάλεσε «Γαϊδούρες» εργαζόμενες που δεν απεργούσαν. Έλληνας συνδικαληστής σε χαριτωμένο ενσταντανέ. (Εδώ).

  2. Ξετσίπωτη ανακοίνωση κρατικοδίαιτων συνδικαληστών: Το
    πρωτόγνωρο έγγραφο δίπλα έχει αποσταλεί και έχει κολληθεί σε πολλούς πίνακες ανακοινώσεων τουριστικών επιχειρήσεων. Οι υπογράφοντες είναι συνδικαληστές της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ που φροντίζουν να μείνουν ικανοποιημένα τα αφεντικά τους, θυμίζοντας πως πρέπει να εφαρμοστεί ΑΜΕΣΑ η νέα σύμβαση που προβλέπει μειώσεις 15% στις αποδοχές των εργαζομένων. (Εδώ).

  3. Συνδικαληστές εναντίον της Ελλάδας - Ένα απλό πρακτικό παράδειγμα. (Εδώ).

  4. H (συνηθισμένη και σύντομη) ιστορία ενός ξεπουλημένου δεξιού συνδικαλΗστή. (Εδώ).

  5. Το κωλοχανείο της “Μεταπολίτευσης” είχε αρχηγούς πολιτικούς και συνδικαληστές… Φάγανε-φάγανε- φάγανε … (Εδώ).

(από Khan, 19/11/12)Προϊστορικοί συνδικαληστές (από Khan, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομάδα του Ηρακλή ή οπαδός της. Προκύπτει αφενός λόγω ρίμας με το Ήρα, την αρχή του Ηρακλή (άλλωστε ο Ἡρακλῆς δασυνόταν) και αφεδύο επειδή η ομάδα του Γηραιού αποκαλείται και γριά και οι οπαδοί της γριές, οπότε φανταζόμαστε ότι η εν λόγω γριά είναι επιπλέον και χήρα. Ο κύριος λόγος όμως είναι ο πρώτος, και εκτός από την ρίμα μπορεί να αποδοθεί και γραπτώς ως χΗΡΑ.

Άλλες ονομασίες: κωλόγρια, στρουμφάκι.

  1. Γιατι εχω την αισθηση οτι χΗΡΑ κ Φοφη θα παιζουν στην σουπερλιγκα του χρονου;;;;; (Εδώ).

  2. Χήρα γερά η πίπα είναι κοντά! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified