Selected tags

Further tags

Το αυτογκόλ. Η – με άλλα λόγια – επιτομή της χαζομάρας και της ανικανότητας ή/και του υπερβάλλοντος ζήλου ή της εμφανούς διαφοράς δυναμικότητας μεταξύ των ομάδων που αναμετρούνται, ή πληθώρας άλλων λόγων στους οποίους καταλήγουν μετά από αχρείαστα (;) διεξοδική ανάλυση οι αθλητικογράφοι.

Σε ό,τι από τα παραπάνω κι αν οφείλεται το εκάστοτε αυτογκόλ, αφήνει πάντα μια ξινίλα στον οπαδό της ομάδας που το σημειώνει-και μια χαιρεκακία στον αντίπαλο. Ο Μόνιτς ξορκίζει για τους μεν την ξινίλα με χιούμορ και προσφέρει στους δε μια λάιτ εναλλακτική για καζούρα, παραπέμποντας εμμέσως στο σκοπό που εξυπηρετεί κάθε ανέκδοτο.

Το λήμμα προέρχεται από ανέκδοτο λοιπόν, και αποτελεί ένα από τα πολλά ακατέργαστα διαμάντια της ποδοσφαιρικής αργκό, καθώς οι ποδοσφαιρόφιλοι πολλά επινοούν, ακόμα περισσότερα αναπαράγουν αβίαστα, ενώ σπάνια είναι σε θέση να παράσχουν επαρκείς επεξηγήσεις για την αργκό τους.

Ο Πανούτσος σε κάποιο άρθρο του υπερασπίστηκε απόλυτα την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός τουλάχιστο φόρουμ – του χώρου του ποδοσφαίρου εν προκειμένω-όπου να μπορεί ο καθένας να εκφράζεται χωρίς να πολυσκέφτεται τις καταστροφικές εν δυνάμει συνέπειες της αστόχαστης άποψης που εξέφρασε- γιατί απλούστατα, τι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί λέγοντας (ακόμα) μια μαλακία για τα ποδοσφαιρικά.

Να σημειωθεί ότι όταν πρωτοκυκλοφόρησε το ανέκδοτο, η ενωμένη Γιουγκοσλαβία ήταν και φτηνή αγορά και τίγκα ξέχειλη στα ταλέντα, οπότε κάθε ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα είχε κι από έναν «πορτοφολά»- προσωνύμιο που δόθηκε από τον «Φίλαθλο» στους Σέρβους μπαλαδόρους – στους Ρουμάνους δόθηκε το «κλέφτης». Στη δε ΑΕΚ επί Μπάγεβιτς (πρώτη θητεία) μέχρι και οι σεκιουριτάδες του γηπέδου ήταν συμπατριώτες του.
Εξ ου και το εξυπνακίστικο - ψαρωτικό του ανεκδότου κι ο κύριος λόγος που αφομοιώθηκε.

Το ανέκδοτο:
- Πόσο ήρθε;
- Νικήσαμε 2-0...
- Ποιοι τα βάλανε;
- Το ένα ο Μάκης και το άλλο μόν(ο)ι τ(ου)ς
- Πήραμε Σέρβο;

Το παράδειγμα απ’ τη ζωή βγαλμένο:
«Ο Σόλι προσπάθησε να γυρίσει την μπάλα για τη Ρόζεμποργκ, που κόντραρε στον Κωστούλα και πήρε ύψος, ο Νικοπολίδης βγήκε να τη μαζέψει και για αυτό ο Ανατολάκης έσκυψε, όμως η μπάλα πέρασε πάνω από τον τερματοφύλακα του Ολυμπιακού, ο οποίος στη συνέχεια την κυνήγησε και πάνω στη γραμμή προσπάθησε να τη διώξει.Αυτή βρήκε στον Μαυρογενίδη και κατέληξε στα δίχτυα. Παιδαριώδες λάθος της άμυνας..»

- Το μαλάκα το Μόνιτς...
- Τι έκανε το νούμερο..Σκόρδο-κρομμύδι ρεεεεεεειιι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των βαζελίνη και Έλληνας ή Ελλάδα αντιστοίχως.

  1. Ο Έλληνας του οποίου ο μεν τράχηλος «ζυγό δεν υπομένει», ο δε κώλος υπομένει πολλά και διάφορα. Αν και κρατάει μία υψηλή εθνική υπερηφάνια υπόκειται σε πολλούς εξευτελισμούς και διασυρμούς, και ως ομορφάντρας βάζει διάφορες σως για να γλυστράει. Η έκφραση δηλώνει ακραία αυτοκριτική για το πώς εντέλει αποτελούμε χώρα γαμιόμαστε, πλην όχι ασάλιωτα, αλλά μέσω διαφόρων εξωραϊσμών, που λειτουργούν ως βαζελίνη.

Ήδη το 1985 ο Χάρρυ Κλυνν είχε τιτλοφορήσει παράστασή του στο Δελφινάριο «Βαζελληνίδες, Βαζέλληνες» (δες εδώ) τρέποντας το «Ελληνίδες, Έλληνες» του Κωνσταντίνου Καραμανλή θείου, οπότε η έκφραση υπάρχει τουλάχιστον από τότε και πιθανόν από παλιότερα.

  1. Χρησιμοποιείται μειωτικά για τους παίκτες ή οπαδούς του Παναθηναϊκού, τους βάζελους. Ενίοτε με την σημασία ότι η Αθηνέζικη ομάδα φτάνει να εκπροσωπήσει όλη την Ελλάδα, ή κυριαρχεί με πλάγιες μεθόδους στο ελληνικό στερέωμα, ως μη όφειλε. Χρησιμοποιείται κυρίως από Ολυμπιακούς.

  2. Σχετικό και το Βαζελλάδα. Έχει κυρίως αθλητική σημασία ως αντώνυμο του κοκκαλιστάν. Δηλαδή σημαίνει λ.χ. μια Εθνική ομάδα που κυριαρχούν παίκτες του Παναθηναϊκού, ως μη έδει, ή το σύστημα μιας ολόκληρης χώρας που ευνοεί τον Παναθηναϊκό. Μπορεί βεβαίως και να μην αναφέρεται στον Παναθηναϊκό, αλλά να δηλώνει απλώς μια ξευτιλισμένη ξεβρακωμένη Ελλάδα.

Επίσης, υπάρχει και το Βαζελλήν, και καλά μάρκα βαζελίνης made in Greece.

  1. Αυτό είναι αλήθεια! Το δροσερό καλομαίρι και ο ήπεος χειμώνας, (που συνιστούν ένα εύκροτο κλίμα) σε συνδυασμό με τους φαλλόξενους κατοίκους και τη Μεσοργειακή διατροφή (λάδι, λαχανητά, φασ Ολη, ρεΒύθη, σπόρδο κ.α.) αναδεικνύουν τους βαζΕΛΛΗΝΕΣ σε ομ φαλλό του κώ…σμου! (Λεξιπλαστικό όργιο σε σχόλιο στο γουορντπρέσι του Πάνου 1962).

  2. α. oi vazellines maxairwsan paidakia,tin epomeni apla de... vrikan ton dromo gia to gipedo! (Εδώ).

β. Σε τρείς βδομάδες, που θα 'ναι μαζί μας κι ο Τζολε και η ομάδα θα ρολάρει καλύτερα και τότε δεν θα έχουν τύχη οι βαζελληνες ;) (Εδώ).

γ. Εμπρός γενναίοι Βαζέλληνες! (Εδώ).

  1. Eγω (αν μου πεφτει λογος) ελπιζω αυτο το πραμα που θα εκπροσωπει το σιχαμα που λεγεται ελληνικο μπασκετ, να διασυρθει κ να φαει 30αρες. Σκατα στη βαζελλαδα του βασιλακοπουλου. (Εδώ).

Ομφαλός της γης. (από Khan, 20/04/12)(από Khan, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική συνθηματική φράση που χαρακτηρίζει τους οργανωμένους κάφρους των ελληνικών πετάλων. Προσκολλάται σε όσους έχουν κάνει χρήση τσιό ή και άλλων ναρκωτικών ουσιών πριν ή και κατά τη διάρκεια των αγώνων της αγαπημένης τους ομάδας.

- Πωωωώ ρε φίλεεε...Τσέκαρε τον Άκη πώς φωνάζει. Είναι πάλι έτοιμος να σπάσει από την ζουζού. στάνταρ έχει πιει τα δικά του..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην παιδική επαρχιακή ποδοσφαιρική αργκό, η επανάληψη. Χρησιμοποιείται συνήθως για φάουλ, κόρνερ, πέναλτυ, τα οποία δεν έχουμε εκτελέσει καλά, και με κάποια τσατσιά προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να τα ξαναεκτελέσουμε. Η «επαναλαβή» ...επαναλαμβάνεται πολλές φορές και από πολλά στόματα σε έντονο ύφος σε μία προσπάθεια σπασίματος νεύρων του αντιπάλου, ώστε να τσατιστεί και να μας δώσει αυτό που θέλουμε.

Η λέξη, επίτηδες εξόφθαλμα λανθασμένη, έχει σχεδιαστεί για να δίνει έμφαση και να εκνευρίζει περισσότερο τον αντίπαλο. Κλασική περίπτωση ψυχολογικού πολέμου της αλάνας.

- Ε, το τείχος ήτανε κοντά, δε στρέει, επαναλαβή, επαναλαβή!
- Άντε ρε κλαψομούνηδες παίξτε μπάλα!
- Άντε δώστους το μην κλαίνε πάλι...
- Δεν καταλαβαίνω πώς μας καταφέρνουν κάθε φορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η ομάδα της Α.Ε.Κ. (Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως) ή ο οπαδός της, προφανώς λόγω της κωνσταντινοπολιτικής καταγωγής της που για πολλούς παραπέμπει σε σεράγια, χαρέμια και ταλιμπάν, γενικά σε έναν οριενταλισμό. Βλ. και χανούμι.

Σχετική και η γηπεδική ρίμα «χανούμισσα χανούμισσα, ήρθες και στον ακούμπησα».

  1. την γλιτωσες την 100αρα χανουμισσα (Εδώ).

  2. φερανε διπλό μεσα στη χανουμισσα. (Εδώ).

(από Khan, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Through pass.

Κάθετη πάσα στο προ (και γενικά στο ποδόσφαιρο). Γίνεται με το κουμπί Δ (δέλτα ή τρίγωνο), και είναι η γαμιστερώτατη λειτουργία του υπέρτατου αυτού παιχνιδιού. Γίνεται και σκαφτή με ταυτόχρονη χρήση του «ελ-ένα» (L1-φτερό).

Είναι φυσικά η κάθετη πάσα στον κενό χώρο, ώστε ο παίκτης που τη δέχεται να βρεθεί στην πλάτη της άμυνας. Ο παίκτης που κάνει την πάσα (καλύτερα να είναι το δεκάρι μας), πρέπει να τη στείλει μπροστά από τον παίκτη μας, ώστε να κερδίσει χώρο, μακριά από τους αντίπαλους αμυντικούς, πριν τον αντίπαλό τερματοφύλακα, την κατάλληλη στιγμή, πριν μαρκαριστεί ο φορ μας και βγει οφ σάιντ, αλλά όχι και πολύ νωρίς, ώστε να εκμεταλλευτούμε όσο το δυνατόν περισσότερο κενό χώρο και να μεγιστοποιήσουμε τις πιθανότητες για γκολ.

Ακούγεται περίπλοκο, και έτσι είναι. Η θρου πας είναι μία τομή στο χωροχρόνο, μια επίδειξη ανώτερης τεχνικής, που μόνο ένας καλός παίκτης του προ μπορεί να εκτελέσει σωστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος τζάκετ, πανωφοριού δηλαδή. Από το flight jacket, που αναφέρεται σε αρκετές παραλλαγές του ενδύματος.

Στα ελληνικά σημαίνει κάτι τέτοιο: Κοντό, με λάστιχο στην μέση, συνθετικό, γυαλιστερό σαν φόδρα μέσα κι έξω, εξωτερικά μαύρο ή λαδί, εσωτερικά φωτεινό πορτοκαλί, με σχεδόν ανύπαρκτο γιακά. Τσέπες με φερμουάρ και θήκες για στυλό (όπου έμπαιναν φυσίγγια, για εφέ) ψηλά στα μανίκια, στο ύψος του μπράτσου και τσέπες χαμηλά για να μην κρυώνουν τα χέρια. Ντουμπλ-φας (φοριέται και το μέσα έξω) και αντιανεμικό, ανάλογα βέβαια με την ποιότητα της κατασκευής.

Κάποτε πολύ της μόδας, μετά υποβιβάστηκε σε πιο καγκούρικη επιλογή, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, αρχές ενενήντα. Έως τα μέσα των 90's, απ' όσο θυμάμαι, είχε περιπέσει πια σε ανυποληψία ή έστω, σε χρήση ως το μπουφάν των μαστόρων πάνω στο γιαπί.

Ξεχωριστή ιστορία έχει το φλάι για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ (π.χ. βλ. εδώ). Στην θύρα 4 όσοι είχαν φλάι το φορούσαν ανάποδα, με το πορτοκαλί του απ' έξω. Ήταν μια περίοδος που στην Βόρεια Ελλάδα το φλάι ανάποδα είχε φτάσει να σημαίνει για τον καυλοπιτσιρικά την στολή της οποιασδήποτε ιδιαίτερης περίστασης με χαρακτήρα καταδρομικής: κατάληψη, πενταήμερη, τσαμπουκάδες με άλλα σχολεία και τέτοια.

  1. Από εδώ:

Δηλωνω δημοσιως οτι μετανιωνω οικτρα για οσες φορες εχω χλευασει τα φλαϊ και αυτους που τα φορανε. Σημερα ειδα το This is it κι ο Μαϊκολ φοραγε ολη την ωρα ενα φλαϊ. Κανονικο. Πορτοκαλι απο μεσα και με τα ολα του.

  1. Από εδώ:

θυμάμαι κερκιδα παοκ να φορανε ολοι fly.. και στα γκολ τα γυρναγανε στα πορτοκαλι ολοι :D

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ποδόσφαιρο, όταν ένας παίκτης έχει την μπάλα και ο αμυντικός τον πιέζει για να του την κλέψει, τότε λέμε ότι «τον μαρκάρει».

Μεταφορικά όμως, «μαρκάρω» μια γκόμενα σημαίνει ότι της χώνομαι. Άμα η πίεση είναι πιο έντονη, τότε χρησιμοποιείται και η έκφραση «στενό μαρκάρισμα».

  1. - Δε ξέρω πως να στο πω, αλλά τελευταία μαρκάρω την ξαδέρφη σου, μπας και μου κάτσει.
    - Ε δεν τρώγεσαι. Αυτή είναι σοβαρή κοπέλα ρε, με σένα τον φλούφλη θα μπλέξει;

  2. - Τι θα γίνει, θα γαμήσεις φέτος ή θα αλλάξει ο χρόνος έτσι;
    - Γάμησέ τα. Κάνω στενό μαρκάρισμα στην Άννα από την κατασκήνωση αλλά μου το παίζει ιστορία.

(από HardcoreGR, 10/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική σλανγκιά που αναφέρεται σε παντελώς ατάλαντο αμυντικό χαφ.

Η βασική λειτουργία του αμυντικού χαφ (ή εξάρι) είναι να τρέχει σκυλίσια και να ανακόπτει όποια μπάλα μπορεί - γι' αυτό και κάποιοι αναφέρονται στα καθαρά εξάρια και ως «κόφτες». Πρέπει να βγαίνει πάντα πάνω στα μακρινά σουτ και να κόβει το πεδίο του σουτέρ, να βγαίνει πάνω σε μια πάσα πριν τον αποδέκτη της και να σταματάει τις αντεπιθέσεις πριν γίνουν επικίνδυνες.

Ένα εξάρι που δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά - συνήθως επειδή είναι προχωρημένης ηλικίας και δεν έχει τρεξίματα ή επειδή είναι πολύ σοφτ το παιχνίδι του - δεν μπορεί να κόψει ούτε στην ξερή, ήτοι με βαλέ.

Πήγε ο άλλος και έβαλε αμυντικό χαφ το Μάκο, και τους ρίξανε 3 κόντρες στο κεφάλι. Αφού δεν μπορεί να κόψει ούτε με βαλέ ο τύπος.

(από HardcoreGR, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική ονομασία της τρέλας, που λάνσαρε ο γνωστός τηλεκαφενόβιος αθλητικογράφος Γεωργίου, αναφερόμενος σε διάφορους προπονητές με αλλοπρόσαλλες αγωνιστικές επιλογές. Παραπέμπει στο γνωστό συμβάν νοσηλείας του Μπάρκουλη σε ψυχιατρικό ίδρυμα.

Ρε τι έκανε πάλι αυτός ο Φερέρ; Μιλάμε ο τύπος πάσχει από οξεία μπαρκουλίτιδα!

(από Khan, 21/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified