Further tags

Η ανδρική βερσιόν της αγαθομούνας. Δηλαδή ο εύπιστος, ο καλοπροαίρετος μέχρι αφελείας, ο βλάκας με κεφαλαίο μι.

Βλ. επίσης: αγαθομούνης, χαζομούνης.

- Δεν φταίει αυτός, εγώ φταίω που εκώλωσα. Όσο γερνάω γίνομαι και περισσότερο αγαθοψώλης.. (εδώ)

- ξεκόλλα μας λες οτι σκεφτόσουν σοβαρά να είσαι μαζί της...είσαι αγαθοψώλης..τι καλό σπιτι μας λες οταν την έχουν τόσο καταπιεσμένη..σύνελθε μην το ψάχνεις το θέμα γιατι θα λαλήσεις. ήδη έκανες υπερβολικά πράγματα για πάρτι της...αφού δε σε σέβεται αυτή ας σεβαστείς τον εαυτό σου.
(εκεί)

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η ψωλαρπάχτρα, αυτή που αρπάζει ψωλές στο άρπα-κόλλα, η αρπακώλα, είτε γυναίκα, είτε κόρη.

  1. Δεν πίστευε στα αυτιά του ο Παντελής αυτά που άκουσε. Ότι η Βούλα, αυτό το κοντοστούπικο, άσχημο, άβυζο κοριτσάκι, είναι γαμιάρα. Όπως δεν τον πίστευαν οι άλλοι ότι δεν είχε κάνει τίποτα με την αρπαψώλα Βούλα.
  2. ΣΚΑΡΦΑΛΩΣΕ ΣΤΗΝ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΜΟΥΝΑΡΑ ΚΑΙ ΦΑΤΗΝ! ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΓΛΕΙΦΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΝΕΙΣ ΤΑ ΨΩΛΟΧΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝ ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΕΛΕΕΙΝΗ ΑΡΠΑΨΩΛΑ?» Τι να καταλάβω? Τι να πρωτονιώσω? Βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα στις μπουτάρες της να με έχει αρπάξει από το μαλλί και να τρίβει την μουνάρα της στην μούρη μου! (Αμφότερα από σάη για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κοψοψώληδων:

  1. Τα τελειωμένα τραβέλια που έχουν αποβάλει χειρουργικά και το τελευταίο υπόλειμμα του ανδρισμού τους.

  2. Οι έχοντες περιτετμημένο πέοντα. Στην ψωρογιώργαινα η πρακτική περιορίζεται σε εβραίους και μουσουλμάνους, ή σε άτομα που υπέφεραν από φίμωση. Στις χώρες τις Σουηδικής Αραβίας είθισται τα ευσεβή κορίτσια να είναι επίσης κοψομούνες. Η περιτομή για μη θρησκευτικούς λόγους συνηθίζεται σε χώρες όπως τις ΗΠΑ, τις Φιλιππίνες και την Ν. Κόρεα.

  1. - ΜΩΡΗ ΤΡΑΒΕΣΤΙ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΠΡΩΤΑ ΤΙ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΟΠΙΣΘΟΚΙΝΗΤΗ «ΕΡΙΝΥΑ» ΤΟΥ ΜΑΓΑΡΙΣΜΕΝΟΥ ΠΡΩΚΤΟΥ ΣΟΥ, ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΣ ΚΟΨΟΨΩΛΗΣ, ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΘΑΜΩΝΑΣ, ΑΕΡΟΓΑΜΗΣ ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ, ΑΡΙΣΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ ΨΑΛΤΗΣ, ΑΝΩΝΥΜΗ ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΑ, Ή ΑΠΛΩΣ ΕΝΑΣ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ.
    (Παραλήρημα από εδώ)

  2. - Λάουρα: Ρε συ έχεις κάνα νέο από τον Πέρι; Έχασα κάθε επαφή από τότε που πήγε για ειρηνευτική αποστολή στην Δυτική Όχθη…
    - Λίλιαν: Μην ανησυχείς, έστειλε email. Κατάφερε λέει να προσεγγίσει τις αντιμαχόμενες γκέι κοινότητες και να οργανώνει ροζ διακοινωτική σύνοδο ΛΟΑΤ στην Ιερουσαλήμ! Μάντεψε πώς τα κατάφερε; - Λάουρα: Μη μου πεις...επιδεικνύοντας κάτι που τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν είχαν ξαναδεί;
    - Λίλιαν: Είσαι γάτα! Τον βλέπω με το φετινό Βραβείο Ειρήνης...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον ανεγκέφαλο, τον πανίβλακα, τον εντελώς ηλίθιο. Ισοδύναμο της έκφρασης άι κιού ραδικιού. Η προέλευση της φράσης είναι προφανής: το άτομο για το οποίο μιλάμε, έχει τόσο μυαλό στο κεφάλι του όσο μυαλό έχει ένα κεφάλι πούτσας, δηλαδή καθόλου.

Καλά ρε συ, τι κάθεσαι και συζητάς μαζί του; Αυτός έχει μυαλό πούτσας, είναι πανηλίθιος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μηχάνημα ή / και άνθρωπος που εξειδικεύεται στο να μπήγει παλούκια υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Το μέγεθος των παλουκιών είναι αδιάφορο. Επίσης η τοποθεσία στην οποία μπήγονται δεν είναι προσδιορισμένη.

Συζήτηση μεταξύ φίλων στο ελεύθερο κάμπινγκ.

- Κοίτα ο δικός σου πώς αγωνίζεται μες την βροχή να στήσει την σκηνή. Tρομερός παλουκομπήχτης.
- Χαχα ναι το χρυσό μου.
- Καλά θα περάσετε άμα την στήσει...
- Χαχαχα είπαμε παλουκομπήχτης!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.

-Τσέκαρε ένα άρρωστο ντόγκι εκεί στην μπάρα που χοροπηδάει...
-Τον πάπαρδο δεν τον βλέπεις που πετάγεται από το φέιγ-κολάν;
-Παρ' την πεομούνα από μπροστά μου!

Πεομούνα άλλου είδους (Λούβρο) (από Vrastaman, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πουτσοπνιχτών, ενίοτε αλληλεπικαλυπτόμενες:

Ι. Πουτσοπνίχτης ο αυνάνας

Τη μαλακία πολλοί αγάπησαν: σε σκοτεινές στιγμές ένδειας και ελλείψει συντρόφου με εφές πίλσεν στο πνίξιμο κουνελίων, οι λεβέντες πάντα παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους. Άλλωστε, αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι που λένε και στο χωριό μου.

Προσοχή όμως: πουτσοπνίχτες δεν αποκαλούμε τους συμβατικούς εραστές της Μαρίας Παλάμη. Μόνο τους χοντρομαλάκες, αυτούς δηλαδής που βγάζουν ρόζους στα χέρια από το χερογλύκανο.

Για πιο εγκεφαλικούς τύπους που δεν αρκούνται στο κάτω κεφάλι, βλ. πνιχτή.

ΙΙ. Πουτσοπνίχτης ο καίων τη βάτα

Άλλο ένα συνώνυμο του πούστης. Οι πουτσοπνίχτες αυτής της κατηγορίας είναι συχνά και μοντελοπνίχτες, καθ' ότι την πηδάνε τη Μακρυπούλια.

Ασίστ για τον δεύτερο ορισμό: vikar.

- Ευτυχώς που ακούγαμε κανένα «μάζεψε τα φύλλα από τα δέντρα», «η εξάρτυση σου έγινε βυζοθήκη» , «είσαι πουτσοπνίχτης» , «έφαγα μπιφτέκωμα» ,«νιούτον», «νεοστραβούλιακα»,« φίδιασα και δε με μπάνησαν»,«ψαρίλαε βρωμοπόντιξ», «περνάει ο στρατός», «σφίξε μου τον πάπαρο», «ο τάκος στη σέντρα», «ημιανάς», «ξέρετε ποιων είστε απόγονοι» και γελάγαμε. Ευτυχώς που τα πέρασα σε ηλικία 20 ετών και δε με «τσούξανε» τόσο. (εδώ)

- ΕΜΕΙΣ ΞΕΡΑΜΕ ΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΗ ΤΩΡΑ ΜΑΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΚΑΙ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑ..ΟΚ..ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ,,ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΤΟ ΛΑΜΟΓΙΟ ;ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΗΣ..
(εκεί)

- κομπλεξικε πουτσοπνιχτη κλαψεεεεεεεεεεεε..γαμω το σπιτι σου παλιοπουσταρα..Υ.Γ τα παραπανω τα εγραψα για να σε επιβεβαιωσω μωρη αχορταγη χυσορουφηχτρα..συνεχισε τωρα την κλαψομουνιαση..σε επανασυνδεω με την καραπουτσακλαρα μου,μεχρι να βρεις το θαρρος να ερθεις να μου κλαφτεις μπροστα μου παλιοπεοεπαιτη..
(παραπέρα)

- Το πορτραιτο του Ντοριαν Πεη, Το ρέμα του Πουτσοπνιχτη, Στον Βόλο θα σε πάρω απ τον κώλο, Το σκληρό πουλί της νιότης
(τίτλοι κινηματογραφικών υπερπαραγωγώνε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο νούλας, ο μικρός, ο λίγος. Δυστυχώς για κάποιους, σε μερικά πράγματα το μέγεθος μετράει. Οφθαλμοφανής παραλληλισμός με το μέγεθος του ρεβιθιού.

  2. Σημαίνει και τον ανίκανο να κάνει μεγάλα πράγματα.

Σ.Σ.: το λήμμα πρωτοεμφανίστηκε πριν το 1900. Μη νομίζουμε δηλαδή ότι οι παλιοί δεν σλανγκάρανε... (ή ότι την είχανε όλοι μεγάλη).

Θέλει και να διοικήσει την Ελλάδα, ο ρεβιθοτσούτσουνος. Εδώ δεν μπορεί να διοικήσει τη γυναίκα του...

(από Vrastaman, 13/03/09)(από Vrastaman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος

Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.

ΣΑΛΟΥΒΑΡΔΟΣ

Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.

Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.

-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!

*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).

Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.

(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.

Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.

Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:

-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!

*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον που έχει μεγάλα προσόντα, που είναι κατάσταση ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ, που είναι Γκουσγκούνης ή Peter North, αν δεν έχετε καταλάβει ακόμα, να το πω πιο παραστατικά, που έχει μια πούτσα Νάα μετά συγχωρήσεως.

Συνώνυμο: Την έχει γαϊδουρίσια.

Λέγεται ότι με την πρόοδο της Βιοτεχνολογίας, στις επόμενες δεκαετίες θα είναι δυνατή η πρόσληψη γονιδίων από άλλα ζώα, κι έτσι αυτό το έως τώρα χιμαιρικό όνειρο πολλών (και των τριών φύλων) θα γίνει πραγματικότητα.

Βάγγελας: Κι εκεί που ήταν να παίξω εντός έδρας με την Λίλιαν, βλέπει αυτή τον μπαργαλάτσο μου και μου δείχνει οφσάιντ.
«Βάγγελα, μου λέει, δεν γίνεται! Την έχεις αλογίσια! Θα πονέσει».

Περικλής: Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά τα ίδια έχει πει και σε μένα. Αλογίσια και πρασιν' άλογα! Παλιό το κόλπο!

Η επιβίωση δεν είναι πάντα εύκολη! (από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified