Further tags

Λέγεται για κάποιον που έχει μεγάλα προσόντα, που είναι κατάσταση ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ, που είναι Γκουσγκούνης ή Peter North, αν δεν έχετε καταλάβει ακόμα, να το πω πιο παραστατικά, που έχει μια πούτσα Νάα μετά συγχωρήσεως.

Συνώνυμο: Την έχει γαϊδουρίσια.

Λέγεται ότι με την πρόοδο της Βιοτεχνολογίας, στις επόμενες δεκαετίες θα είναι δυνατή η πρόσληψη γονιδίων από άλλα ζώα, κι έτσι αυτό το έως τώρα χιμαιρικό όνειρο πολλών (και των τριών φύλων) θα γίνει πραγματικότητα.

Βάγγελας: Κι εκεί που ήταν να παίξω εντός έδρας με την Λίλιαν, βλέπει αυτή τον μπαργαλάτσο μου και μου δείχνει οφσάιντ.
«Βάγγελα, μου λέει, δεν γίνεται! Την έχεις αλογίσια! Θα πονέσει».

Περικλής: Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά τα ίδια έχει πει και σε μένα. Αλογίσια και πρασιν' άλογα! Παλιό το κόλπο!

Η επιβίωση δεν είναι πάντα εύκολη! (από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του: την έχει αλογίσια.

Λέγεται γι' αυτόν που λόγω μεγέθους κυρίως μπορεί άμα λάχει και να γαμήσει γαϊδάρα στον ανήφορο, και άμα λάχει και να την γκαστρώσει κιόλας. (Για το τελευταίο μόνο υπάρχουν μερικές αμφιβολίες, αλλά χέστηκε η φοράδα Σταλλόνε).

Λέγεται ότι με την πρόοδο της Βιοτεχνολογίας, στις επόμενες δεκαετίες θα είναι δυνατή η πρόσληψη γονιδίων από άλλα ζώα, κι έτσι αυτό το έως τώρα χιμαιρικό όνειρο πολλών (και των τριών φύλων) θα γίνει πραγματικότητα.

Βάγγελας: Κι εκεί που η Λίλιαν διάβαζε ένα βιβλίο, ξέρεις από αυτά τα φθηνά, πήγε να πνιγεί η άμοιρη!
«Αμάν ρε Βάγγελα, μου λέει, την έχεις γαϊδουρίσια».
Μένιος: Και τι απέγινε;
Βάγγελας: Δε λέω, είναι μελετηρό κορίτσι, αλλά ήταν μια κατάσταση ήτανε στραβό το κλήμα, τό 'φαγε κι ο γάιδαρος!

(από Hank, 14/01/09)(από poniroskylo, 21/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο νούλας, ο μικρός, ο λίγος. Δυστυχώς για κάποιους, σε μερικά πράγματα το μέγεθος μετράει. Οφθαλμοφανής παραλληλισμός με το μέγεθος του ρεβιθιού.

  2. Σημαίνει και τον ανίκανο να κάνει μεγάλα πράγματα.

Σ.Σ.: το λήμμα πρωτοεμφανίστηκε πριν το 1900. Μη νομίζουμε δηλαδή ότι οι παλιοί δεν σλανγκάρανε... (ή ότι την είχανε όλοι μεγάλη).

Θέλει και να διοικήσει την Ελλάδα, ο ρεβιθοτσούτσουνος. Εδώ δεν μπορεί να διοικήσει τη γυναίκα του...

(από Vrastaman, 13/03/09)(από Vrastaman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το απροσδιόριστο, κάτι το μη επαρκώς εντοπισμένο, που όμως γίνεται ασυνειδήτως αντιληπτόν από ειδική περιοχή του αντρικού εγκεφάλου, στην οποίαν είναι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένα τα μουνορανταροκύτταρα.

Τον διαθέτουν οι γυναίκες που όχι μόνον δεν έχουν καμιά πουτσοπαγίδα πάνω τους (ου μην αλλά και κάτω τους), αλλά αντιθέτως έχουν αυτό το ιδιαίτερο κάτι - και οι ψωλές όπου φύγει φύγει.

Με την πρώτη ματιά, είναι γαμήσιμες και αξιαγάμητες, αλλά τα μουνορανταροκύτταρα έχουν άλλη γνώμη...

Μία ξινομούνα στον κύβο ίσως, ή κάποια που εμπνέει πραγματικά τον φόβο του οδοντοφόρου αιδοίου, μπορεί όμως και τον γέλωτα λόγω του γραδαρίσματος πως το αιδοίον είναι φαφούτικο, οπότε ποιος γαμεί ψηλά καπέλα...

Πολύ καλές υποψήφιες είναι οι φαρμακομούνες, λιγότερο οι στρειδομούνες, ενώ καμία τύχη δεν έχουν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο οι ζαχαρομούνες.

  1. - Μεγάλη μουνοθύελλα ενέσκηψε στο μπαράκι, Λάμπρο.
    - Ναι αλλά πιάνω και ψωλοδιώχτη στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ώπα, νά την... Κοίτα την δεύτερη ξανθιά στο τρίτο τραπέζι. Τον έχει, αδερφέ μου.

  2. Αμάν πια κι αυτή η Μαίρη βρε Πόπη μου, δεν σταυρώνει άντρα! Τί σόι ψωλοδιώχτη έχει πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κοψοψώληδων:

  1. Τα τελειωμένα τραβέλια που έχουν αποβάλει χειρουργικά και το τελευταίο υπόλειμμα του ανδρισμού τους.

  2. Οι έχοντες περιτετμημένο πέοντα. Στην ψωρογιώργαινα η πρακτική περιορίζεται σε εβραίους και μουσουλμάνους, ή σε άτομα που υπέφεραν από φίμωση. Στις χώρες τις Σουηδικής Αραβίας είθισται τα ευσεβή κορίτσια να είναι επίσης κοψομούνες. Η περιτομή για μη θρησκευτικούς λόγους συνηθίζεται σε χώρες όπως τις ΗΠΑ, τις Φιλιππίνες και την Ν. Κόρεα.

  1. - ΜΩΡΗ ΤΡΑΒΕΣΤΙ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΔΙΧΑΣΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΠΡΩΤΑ ΤΙ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΟΠΙΣΘΟΚΙΝΗΤΗ «ΕΡΙΝΥΑ» ΤΟΥ ΜΑΓΑΡΙΣΜΕΝΟΥ ΠΡΩΚΤΟΥ ΣΟΥ, ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΣ ΚΟΨΟΨΩΛΗΣ, ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΘΑΜΩΝΑΣ, ΑΕΡΟΓΑΜΗΣ ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ, ΑΡΙΣΤΕΡΟΔΕΞΙΟΣ ΨΑΛΤΗΣ, ΑΝΩΝΥΜΗ ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΑ, Ή ΑΠΛΩΣ ΕΝΑΣ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ.
    (Παραλήρημα από εδώ)

  2. - Λάουρα: Ρε συ έχεις κάνα νέο από τον Πέρι; Έχασα κάθε επαφή από τότε που πήγε για ειρηνευτική αποστολή στην Δυτική Όχθη…
    - Λίλιαν: Μην ανησυχείς, έστειλε email. Κατάφερε λέει να προσεγγίσει τις αντιμαχόμενες γκέι κοινότητες και να οργανώνει ροζ διακοινωτική σύνοδο ΛΟΑΤ στην Ιερουσαλήμ! Μάντεψε πώς τα κατάφερε; - Λάουρα: Μη μου πεις...επιδεικνύοντας κάτι που τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν είχαν ξαναδεί;
    - Λίλιαν: Είσαι γάτα! Τον βλέπω με το φετινό Βραβείο Ειρήνης...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μηχάνημα ή / και άνθρωπος που εξειδικεύεται στο να μπήγει παλούκια υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Το μέγεθος των παλουκιών είναι αδιάφορο. Επίσης η τοποθεσία στην οποία μπήγονται δεν είναι προσδιορισμένη.

Συζήτηση μεταξύ φίλων στο ελεύθερο κάμπινγκ.

- Κοίτα ο δικός σου πώς αγωνίζεται μες την βροχή να στήσει την σκηνή. Tρομερός παλουκομπήχτης.
- Χαχα ναι το χρυσό μου.
- Καλά θα περάσετε άμα την στήσει...
- Χαχαχα είπαμε παλουκομπήχτης!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανδρική βερσιόν της αγαθομούνας. Δηλαδή ο εύπιστος, ο καλοπροαίρετος μέχρι αφελείας, ο βλάκας με κεφαλαίο μι.

Βλ. επίσης: αγαθομούνης, χαζομούνης.

- Δεν φταίει αυτός, εγώ φταίω που εκώλωσα. Όσο γερνάω γίνομαι και περισσότερο αγαθοψώλης.. (εδώ)

- ξεκόλλα μας λες οτι σκεφτόσουν σοβαρά να είσαι μαζί της...είσαι αγαθοψώλης..τι καλό σπιτι μας λες οταν την έχουν τόσο καταπιεσμένη..σύνελθε μην το ψάχνεις το θέμα γιατι θα λαλήσεις. ήδη έκανες υπερβολικά πράγματα για πάρτι της...αφού δε σε σέβεται αυτή ας σεβαστείς τον εαυτό σου.
(εκεί)

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.

-Τσέκαρε ένα άρρωστο ντόγκι εκεί στην μπάρα που χοροπηδάει...
-Τον πάπαρδο δεν τον βλέπεις που πετάγεται από το φέιγ-κολάν;
-Παρ' την πεομούνα από μπροστά μου!

Πεομούνα άλλου είδους (Λούβρο) (από Vrastaman, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χλευαστικός χαρακτηρισμός οπαδών του ΠΑΟ για τον δημοσιογράφο Κώστα Γκόντζο, τον οποίο θεωρούν νούμερο ένα τσάτσο της διοίκησης Βαρδινογιάννη.

Ο χαρακτηρισμός περιέχει σαφές σεξουαλικό υπονοούμενο (ομοιότητα σχήματος τουλούμπας και πέους) και επίσης ειρωνεύεται τον υπέρβαρο σωματότυπο του δημοσιογράφου. Ο πρώην πρόεδρος της ομάδας Ν. Πατέρας είχε αποκαλέσει έτσι τον Γκόντζο κατά την διάρκεια ραδιοφωνικής του συνέντευξης.

- Ρε φίλε είδες τι έγραψε πάλι ο Τουλούμπας;
- Έλα μωρέ, δεν τον ξέρουμε τόσα χρόνια τι τσάτσος είναι;

Ο περί ου ο λόγος, από όχι και τόσο κολακευτική σελίδα στο φατσοβιβλίο... (από Vrastaman, 02/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified