Further tags

Ρήμα μάλλον νέας κοπής, που έχει, όσο και να πεις, κάποια πλεονεκτήματα. Δεν είναι τόσο φλώρικο όσο το κάνω έρωτα, δεν είναι τόσο μπρουτ φακτ όσο το κάνω σεξ, δεν είναι κακόσημο και κραγμένο όσο τα γαμιέμαι, πηδιέμαι, δεν είναι χαζό υπονοούμενο όπως το το κάνω. Αντιθέτως και ψιλομαγκίτικο είναι, και ανάλαφρο, και χαριτωμενίστικο έως ψιλογουτσιστικό οπότε συντρέχουν λόγοι για να φορεθεί, μεταξύ των οποίων και ο απλός λόγος ότι κάποιες φορές χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις μια μη συναισθηματικώς φορτισμένη λέξη, η οποία όμως να μην είναι και υπερβολικά κυριλέ.

- Πώς πήγε με το Λίλιαν στο ΣουΚού;
- Ε μηνυματιστήκαμε αβέρτα, και αφού φαινόταν ότι το μωρό ψαχνόταν έκανα τις κινήσεις και τελικά σεξαριστήκαμε τρελά χτες.

Ζητιάνα του έπους της Λιλιάδας (από Khan, 02/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Δέον, απλώς, να επισημανθεί ότι δίπλα σε όλες τις πάμπολλες φαλλοκρατικές χρήσεις του γαμάω, χρησιμοποιείται πλέον και από (συμβατικά λεγόμενες/ους) «ερωμένες» και «ερωμένους» για να σημάνει ότι γαμάνε τον εραστή τους από την πλευρά του/ της ερωμένου/ης, που δεν είναι όμως καθόλου ένας παθητικός ρόλος, όπως θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε κάποιες γλωσσικές προκαταλήψεις. Δεν φιλοσοφώ άλλο περί του θέματος, καθώς τα γράφει εξαιρετικά ο σλάνγκαρχος Λύο Καλοβυρνάς εδώ. Αξίζει πάντως η διερώτηση κατά πόσον η κορεκτιλάτη αυτή χρήση νέας κοπής μας ήρθε από τα αγγλικάνικα (το to fuck που χρησιμοποιείται και από τον/την ερώμενο/η), αν συνδέεται με θήλεα νέας κοπής που ρίχνουν δυο μουνιά φού και φού, με υφισταμένους που πέτυχαν να ανέλθουν στην επαγγελματική ιεραρχία βρίσκοντας την σωστή απάντηση στο προαιώνιο ερώτημα ποιον πρέπει να γαμήσω κ.τ.ό.

- Και της είχε πει της Καυλάουρας το Λίλιαν να μην γαμήσει τον Μένιο από το πρώτο ραντεβού, αλλά πού αυτή! Μες στην καύλα της, τον γάμησε τρεις φορές, και το άλλο πρωί μόλις ξυπνήσανε τού 'ριξε κι από πάνω άλλο ένα μουνί.

Από το άρθρο του Λύο στο Πρόταγκον (από Khan, 01/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται κυρίως από φοιτητές για την επίδειξη σεξουαλικών προσόντων και τη δυνατότητα διαχείρισης μεγάλων μαζών.

  1. - Μαλάκα χτες γνώρισα μια βουβαλίτσα ό,τι πρέπει για τα κυβικά σου.
    - Ε κάνε τα κουμάντα σου, πιστεύω πως την κατέχω τη φυγοκέντριση.

  2. - Ε ψιτ μεζεδάκι
    - Σε εμένα μιλάτε κύριε,
    - Ναι, πώς θα σου φαινόταν να σου περάσω μια φυγοκέντριση;
    - ΠΣΣΣ (σπρέυ πιπεριού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι απλά γαμάω, αλλά το ξευτιλίζω: σκληρό, πρόστυχο και βρόμικο γαμήσι δίχως αύριο.

Χρησιμοποιείται λοιπόν ως επιτατικό του «κάνω σεξ», αλλά φυσικά και μεταβατικά: όταν την ξεγαμάς την άλλη, την κάνεις τσόντα –προφανώς προσφέρεται και για αρσενικό καθώς και ουδέτερο γένος. Το άκουσα στην κυριολεκτική του χρήση, αλλά εύλογα παίρνει και τις γνωστές μεταφορικές σημασίες του απλού γαμάω (δες παράδειγμα 2 και 3).

Το ξε- εδώ επιτατικό (όχι όπως στην άλλη σημασία), επιβάλλει την εμφατική εκφορά της λέξης.

  1. - Πώς ήτανε χθές με το μικρό ρε;
    - Θα την έπαιρν' απο Φίλυρο να πάμε για φαΐ στο κέντρο, κι' ύστερ' απο παραλία ώς το Φάληρο, που παίζαν κάτι φίλοι σ' ένα θεατράκι. Ε και μου σκάει με το φουστάκι ως το βυζί και το ξώπλατ' ώς τη γάμπα. Τί «φαΐ» και τί «βόλτα» και τί «θεατράκια» και παπαριές... Στην πρώτη καβάτζα σταματάω και γίνεται το αλεό, μαλάκα... Την ξεγάμησα... Ένα δίωρο ήμασταν στ' αμάξι μέσα.
    - Έτσι ρε, σα γιάνκης!...
    - Ναί, μόνο που τ' αμάξι είναι γιαπωνέζικο και δέν αντέχει απο ροντέα. Πρέπει να πάω στο μάστορα να μου στήσει πάλι το κάθισμα, στο γυρισμό το πήγα σκαμνάκι.

  2. ας το δουμε διαφορετικα...οταν οι αλλοι υπερασπιζονται και προαγουν ρατσιστικες συμπεριφορες,φασιστικα καταλοιπα για προτυπα και καταπατανε τα ανθρωπινα δικαιωματα καθως και αξιες και αρχες τοτε θα τους ξεγαμαω...καταλαβες;για αφεντικα την καραμελα φτυστην...ειμαι εναντια σ οτιδηποτε φασιστικο...αμα δω καποιον να κλεβει τσαντα απο γιαγια πχ ανεξαρτητως εθνικοτητας θα τον ξεγαμησω γιατι ειναι φασιστικο...για να μην λετε οτι η αντίφα μιλαει για ανοχη εγκληματων απο αλλοδαπους... (σχόλιο στο γιουτιούμπ)

  3. Te quitaré lo vieja a cogidas: Θα ξεγαμήσω τη γεροντίλα από πάνω σας (παράδειγμα απόδοσης του quitar από ονλάιν ισπανοελληνικό λεξικό...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stock» σημαίνει: «αποθηκεύω (ή γενικότερα συγκεντρώνω) σε συγκεκριμένο χώρο κάποια είδη· συνήθως προϊόντα ή εμπορεύματα».

Β) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το βενετσιάνικο «stocar» όπως βεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος σημαίνει: «βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες».

Σλαγκικότερα εμφανίζεται με την έννοια τού:

  • «μακιγιάρω υπερβολικά για να καλύψω ατέλειες» και χρησιμοποιείται, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, αρκετά συχνά από άντρες εκφράζοντας απέχθεια, και σπανιότερα από κακεντρεχείς κουτσομπόλες,

  • «μαλακίζομαι» / «πασαλείφω με τα χύσια μου», οπότε ενίοτε υπονοούνται μεγάλες καύλες, ανάλογη ποσότητα ψωλοχύματος, ακόμη και μια... βιρτουοζιτέ στην τεχνική.

Γ) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stalk» (που προφέρεται «στοκ» με ελαφρά τραβηγμένο το «ο») είναι σαφώς πιο φρέσκο και σημαίνει: «παρακολουθώ στενά κι εξαιρετικά επίμονα κάποιον (ή γενικότερα τη δραστηριότητα κάποιου), συχνά σε βαθμό παρενόχλησης».

Για την ώρα χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει τέτοια συμπεριφορά (όχι πάντα επικίνδυνη) κυρίως στο νέτι.

  1. Η είδηση κάνει το γύρο του κόσμου γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακή: το Βέλγιο σχεδιάζει να κατασκευάσει τεχνητό νησί σε σχήμα δαχτυλιδιού που θα του επιτρέπει να στοκάρει την ενέργεια που θα παράγεται στα αιολικά του πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα.

  2. Θέλω σε εξωτερικό τοίχο που έχει εμφανίσει τριχοειδείς ρωγμές να τις ανοίξω λίγο παραπάνω (3-4 χιλιοστά) , να τις στοκάρω και να τις ασταρώσω προκειμένου να ξαναβάψω τον τοίχο.
    (έως εδώ καθαρά διεκπεραιωτικά)

  3. Μμμ Έχετε ιδεί βλογιοκομμένο πρόσωπο το οποίον να έχει λακκουβάκια στην επιφάνεια τα οποία λακκουβάκια δημιουργήθηκαν από τα κενά που άφησε το πύον που αφαιρέθηκε ναι; Μάλιστα. Η «εθνική» «σταρ» Αλίκη που είχε πολλά τέτοια στο πρόσωπό της, τα στοκάριζε, κι έτσι κάλυπτε το σεληνιακόν τοπίον...

  4. Στοκάρισε τώρα την οθόνη σου παίχτη!!
    (μεταφερμένο από γκρίγκλις· σαν λεζάντα κάτω από προκλητικά σέξι φωτογραφία αλόγου παροτρύνει τον παραλήπτη σε μαλακία)

  5. Αφού τον σουτάρισε το Μαράκι, πέρασε έναν χρόνο να το στοκάρει στο Facebook και το Instagram για να δει με ποιον βγαίνει και πού πηγαίνει.

  6. Είδε τη φωτογραφία μου. Του άρεσε. Και το εξέφρασε με ένα απλό like και ένα σχόλιο. Παρόλο που στοκάρω ανελέητα όλους τους fb φίλους μου, έχω βρεθεί άπειρες φορές σε αντίστοιχη θέση και δεν έχω κάνει like ή comment για να μην θεωρήσει ο/η άλλος/η οτιδήποτε. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από σφυρίζων, 04/10/13)(από Khan, 01/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι πλέον γνωστό τοις πάσοι το λογοτεχνικό έργο «Αι πεντήκοντα αποχρώσεις του χρώματος γκρί», έργο ύμνος εις τον διαστροφικό έρωτα και το ξυλοφόρτωμα των γυναικών. Ο κεντρικός ήρως λοιπόν, αναφέρει εις την συμβίαν του (αφού δεν έχει αποθάνει από το ξυλοφόρτωμα και ημπορεί αν τον ακούει ακόμη) ότι η ψυχικήν του κατάστασις χαρακτηρίζετο και ως «»fucked up« κοινώς γεγάμικέ τα ή άστα να πάνε και μάλιστα οριοθετεί και την έντασις τοιαύτης κατάστασις. . Άθελά του λοιπόν, ο εν γυναικείο κοινό Ντοριάνος Γκραίιος (Dorian Gray) ήπλασε μία νέα λέξη, δια της οποίας χαρακτηρίζεται τόσο η ιδιότητα του »fucked-up« όσο και η έντασις δια το πόσον »fucked-up« είναι κάποιος. Ούτη ελληνοποιημένη λέξη είναι: fucked-up-αλίκι, ή αλλιώς: φακταπαλίκι.

Επίμετρο: Αποτελεί άξιον απορίας διατί αι γυναίκαι προτιμούν άνδρες με φακταπαλίκι μεγίστου βαθμού αντί φυσιολογικόν ανθρώπων, αλλά δυστυχώς ο Φροϊντ δεν ευβρίσκεται ανάμεσά μας ίνα απαντήσει. Οξύμωρον σχήμα: όσο πιο fucked-up τόσο καλλίτερος...

Ευτέρπη: «Μα πες μου Φαίδων, εις τι αρέσκεσαι στον έρωτα;»
Φαίδων: «Μα εις γνωστά φακταπαλίκια: Ξυλοδαρμός μετά μαστιγίου και ράβδου καθώς και χρήσι χειροπέδων!»
Ευτερπη: Έκτακτα λέγω!

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκιά από τον μαγικό κόσμο των ανωμαλιάρηδων: το ξυλίκι που τρώει ο μαζώ στα πλαίσια ερωτικών παιγνίων με ντόμινα (ενεργητική γκομενίξ).

Συνεκδοχικά, αυτό που επιφυλάσσει η μοίρα στον κάθε μουνόδουλο.

Αγγλικανιστί: pussywhip.

1. @strahd: να σου σκάσω ένα μουνοσκάμπιλο να σου πω εγώ μετά...!!!!!

2. ως μπαϊσεξουαλ αυτο το ποστ με κανει μαζοχιστη...θελω να παιξω μπουνιες , πουτσιες και μουνοσκαμπιλα με ολες/ους σας !!

3. Ναι , ετσι εχουν γινει τα δόντια σου απο τα μουνοσκάμπιλα που σου κανουν.

Got a better definition? Add it!

Published

Το πέος, το παλαμάρι. Συχνά αναφέρεται στο καβλί νεότερου σε ηλικία ανδρός.

- Έλα ρε τι έμαθα; Με τη Μαρία, μπαγασάκο; Πώς έγινε;
- Ε, όλο μου τριβόταν και σούξου μούξου. Της πετάω κι εγώ το πιτσιφλίκι και την πήγα πίπα-κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική σλανγκιά με δύο μεγάλες έννοιες:

1. δεν ειναι ανάγκη να πηγαίνει κανείς εξυπνάκιας στο «σπίτι» του άλλου κ να προσπαθεί με το στανιό να του δείξει πόσο λαθος ειναι,ποσο χαζός είναι,δεν εχει καλό γουστο,την εχει μικρή, ειναι μπαζοκράτωρ, κοπανος κλπ.

2. να ρωτησω κατι ασχετο;ποιες ηθοποιοι σας αρέσουν;η σαρλιζ θερον δεν ειναι μπαζοκρατορας και υπερεκτιμημενη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο κάθε φέρελπις νέος, οπαδός του καυλαντίσματος, ξαναμμένος και ετοιμοπόλεμος. Μπακούρι κατ' επιλογήν (ορ νοτ), ξεχωρίζει στο πλήθος ωσάν πελεκάνος με το ράμφος ανάμεσα στα πόδια.

Κυκλοφορεί συνήθως μόνος αλλά συναντάται συχνά και σε σχηματισμό αγέλης... Στην οποία περίπτωση βέβαια χαλάει το πράμα και η μπακουροπαρέα καταντάει αρχιδόκαμπος.

  1. Ο βλαστός του φρέσκου κρεμμυδιού που στη μέση της ανάπτυξής του είναι ολόισιος και στην άκρη του έχει το λουλούδι του κρεμμυδιού.

1...
- Με τα φιλαράκια μου τους έχουμε μοιράσει τους ρόλους, ο Μπάμπης είναι ο μαλάκας της υπόθεσης, ο Χάρης κάνει το χαβαλέ και κλαίμε και ο Τόλης σαν σωστός καυλικάνος ρίχνει καμία γκόμενα και άμα περισσέψει κάνα ψίχουλο τρώμε και οι υπόλοιποι...
- Και συ;...
- Το στρίβω...

2...
Πλένουμε και κόβουμε σε κομμάτια μια χεριά καυλικάνους, τους βάζουμε σε τηγάνι με ελαιόλαδο και τους τσιγαρίζουμε μέχρι να μαλακώσουν.
Ρίχνουμε 1 ποτηράκι νερό και βράζουμε να ψηθούν οι καυλικάνοι.
Χτυπάμε 4-5 αυγά σε ομελέτα και τα αδειάζουμε στο τηγάνι.
Μόλις ψηθεί από τη μια μεριά, γυρίζουμε από την άλλη και πασπαλίζουμε με τριμμένη φέτα, αλάτι και μπόλικο πιπέρι.(εκεί )

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified