Selected tags

Further tags

Μουνότοπος (καφετέρια, μπαρ, κτλ ή γενικώς μια ευρύτερη περιοχή / γειτονιά) όπου συνηθίζεται ή αναμένεται να παρευρίσκονται γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (μιλφ και τζιλφ).

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το «γήρας» με την κατάληξη «-άδικο»που υποδηλώνει χώρο (όπως στριπτιτζάδικο, σκυλάδικο, τρελάδικο), σχηματίζοντας ταυτόχρονα λογοπαίγνιο με τη λέξη «γυράδικο».

Χρησιμοποιείται ιδανικά μαζί με τον όρο μιλφέιγ ώστε να παραπλανήσει ακουστικά τους αμύητους (βλέπε παράδειγμα).

- Πάμε να φύγουμε από εδώ, βαρέθηκα τα παστάκια.
- Καλά ρε, και πού θες να πάμε;
- Πάμε για μιλφέιγ σε εκείνο το γηράδικο κοντά στο σπίτι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βουπού αποκαλούνται τα εκ βορείων προαστίων ορμώμενα ψωναρέ και πλουσιέξ ανθρωποειδή.

Τα κλισέ θέλουν τα αρσενικά του είδους να είναι μαμούχαλα βουτυρόπαιδα και τις βουπούδες γκομενίξ να διέπονται από υλισμό, εγωκεντρισμό, ηδονισμό του κώλου, μπιμποϊσμό και τρεντισμό.

Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται παγκοσμίως: Βλ. τις Καλιφορνέζες valley girls, τις Νεοϋορκέζες JAP, τις Αγγλίδες essex girls, τις Γαλλίδες B.C.B.G., τις Ισραηλινές Frecha, και ταλιμπάν.

- Σε μας να σκάει ο τζίτζηκας (εντάξει, παραδέχομαι πως σε κάποιες φάσεις ο αέρας λυσσομανούσε) και οι βουπούδες να είναι με γαλότσα και ομπρέλα; Παίδες, απλά μετακομίστε!!! Ή, τελοσπάντων, αγοράστε εξοχικό στα Νότια!
(εδώ)

- O Θάνος ήταν ένα κλασικό ΒουΠου, με χαμόγελο Colgate, πλήρη εξάρτηση Timberland, μπαμπά μεγαλοδικηγόρο και φίλους αρκούντως φλώρους...
(εκεί)

- Ο ΒΟΥΠΟΥ ΜΑΚΗΣ ΒΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ
(παραπέρα)

-------------------

  1. Το μαλλί τους ΠΟΤΕ (σχεδόν) δεν είναι το τελείως ίσιο, το ινδιάνικο, το πράσο ένα πράμα... Η ισιούρα θεωρείται κατωτέρου. Οι βουπούδες κάνουν περίτεχνα χτενίσματα, επιμελώς ατημέλητα κι έτσι, μπουκλέ και ψιλοκρεπαριστά, ενίοτε μαμαδίστικα και κυρατσέ.

  2. Ακόμη και στις ελάστιχες περιφτώσεις που έχουν ίσιο μαλλί - το οποίο τότε εξυπακόύεται πως είναι το νατουράλ τους - ΠΟΤΕ ΤΩΝ ΠΟΤΩΝ δεν το βάφουν στο κλασικό καραξανθό, το πλατινέ, το κιτρινιάρικο, το καναρινί, το ξανθό που όλοι εμείς οι κάγκουρες λατρεύουμε. ΠΑΝΤΑ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ, ιτς δε ρουλ. Το τίγκα ξανθό θεωρείται γύφτικο, καγκούρικο, φτηνό, δευτεράντζα, λάικα, μπουρναζιώτικο κλπ

  3. Συνήθως δεν βάφουν τα νύχια των ποδιώνε τους με καυλωτικά μπουρδελιάρικα κόκκινα χρώματα. Άντε κανά γαλλικό μανικιούρι ή λίγο βερνικάκι για να γυαλίζει και να θρέφει και καλά το νύχι.

  4. Δεν μπογιατίζονται στο πρόσωπο, μόνο βάφονται ελάστιχα και «διακριτικά», για τους γνωστούς λόγους: το σοβάτισμα είναι για τις γυφτο / καγκουρογκόμενες κλπ.

  5. Στας βραδινάς εξόδους τους προτιμούν τα περίφημα «αέρινα» κοριτσίστικα φορεματάκια που ζέχνουν αθωότητα και παιδικότητα (κι ας έχουν οι ίδιες μάστερ στα τσιμπούκια). Τα κολλητά / εφαρμοστά / φορέματα κάλτσα, αποφεύγονται μετα βδελυγμίας για τους γνωστούς λόγους. Γενικά οι βουπούδες αντιπαθούν το ξέκωλο ντύσιμο.

  6. Υπόδηση. Μπαλαρίνες, γενικά φλατ παπουτσάκια - σανδάλια, άντε καμιά πλατφόρμα απ' αυτές με το τακούνι-φελό. Αποφεύγονται γόβες στιλέτο.

  7. Από άποψη φυσιολογίας: οι βουπούδες έχουν συνήθως στρουμπουλά και ροδαλά μαγουλάκια, ακόμη κι αν είναι γενικά αδύνατες, λόγω της καλοζωίας, της παντελούς έλλειψης εγνοιών και του καθαρού αέρα που αναπνέουν στας Εκάλας και τας Πολιτείας.

  8. Σχεδόν ουδέποτε οι βουπούδες έχουν εκ φύσεως γραμμωμένα και στεγνά / άλιπα / σφιχτά κορμιά. Συνήθως είναι πλαδαρουά, με ψιλομεγάλες περιφέρειες, χοντρές γάμπες κλπ. Τέτοια μυώδη - μεσομορφικά τα λέμε εμείς οι γνωρίζοντες - σώματα είναι πολύ πιο πιθανό να συναντήσεις σε ξένες (αλβανέζες κυρίως) αλλά και κοπέλες λαϊκών στρωμάτωνε. Αν αι β.π. κάνουν ποτέ γράμμωση, θα την κάνουν μετά τα 30-35, με εκατό γυμναστές / personal trainers από πάνω τους, διαιτολόγους κλπ (...)

(johnblack, εδώ)

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επισήμως: τέλος εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης αερολιμένων, επιβλήθηκε το 1992 στα αεροπορικά εισιτήρια για όλα τα αεροδρόμια της χώρας με αφορμή την κατασκευή του αεροδρομίου των Σπάτων. Λέγεται πως είναι ο δεύτερος ακριβότερος φόρος αεροδρομίου στον κόσμο, μετά από αυτόν του Τόκιο. Επιπλέον το Ελευθέριος Βενιζέλος είναι το ακριβότερο αεροδρόμιο της Ευρώπης μετά το Χίθροου (δες εδώ).

Ενόψει αυτής της απαράδεκτης κατάστασης πρέπει όλοι να βάλουμε πλάτες για να πάρουμε την πρωτιά από τους Άγγλους και τους Γιαπωνέζους. Το 75% των εσόδων του Σπατοσήμου από το Ελευθέριος Βενιζέλος αποδίδεται στην Hochtief (Υψιβαθής Α.Ε.) βάσει της σύμβασης εκμετάλλευσης του αεροδρομίου. Πριν από τους Ολυμπιακούς το ποσοστό είχε φτάσει μέχρι και 90%.

Το σπατόσημο
Τεσσερισήμισι χιλιάδες μαθητές από ακριτικές περιοχές μετέφερε δωρεάν η αεροπορική εταιρεία Aegean στην Αθήνα για να επισκεφθούν το νέο μουσείο της Ακρόπολης. Στόχος είναι να επισκεφθούν το μουσείο φέτος δέκα χιλιάδες μαθητές μαζί με τους καθηγητές τους. Στο πλαίσιο του προγράμματος το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» συμφώνησε να μην εισπράξει τον φόρο που επιβάλλει για κάθε επιβάτη που αναχωρεί. Στην ίδια λογική η Aegean ζήτησε από τους αρμόδιους (ΥΠΑ, υπ. Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων) να μην εισπράξει το ελληνικό Δημόσιο τα 24 ευρώ για κάθε μαθητή που αντιστοιχούν στο λεγόμενο σπατόσημο. Συνολικά, δηλαδή, 240.000 ευρώ. Απάντηση όμως δεν πήραν. Προφανώς, θεωρήθηκε σπατάλη. *Ακριβοί στα πίτουρα (εξοπλισμοί) και φθηνοί στ' αλεύρι (πολιτισμός)..εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταβερνιάρης που ταυτόχρονα εκτελεί και χρέη σερβιτόρου στα ταβερνάκια ή και ο σερβιτόρος. Προσφώνηση, μάλλον ενοχλητική, που αρχίζει και πυκνώνει όσο προχωρά η κρασοκατάνυξη και συνήθως συνοδεύεται από το χέρι που υψώνει το άδειο μπουκάλι ή το καραφάκι, υποδεικνύοντας να ανανεωθεί. Το ένα χέρι μπορεί να σηκώνει το μπουκάλι και το άλλο χέρι να δείχνει, με τα δάχτυλα, τον αριθμό (π.χ. 2 καραφάκια ακόμη). Ενοχλητική ίσως, αλλά προτιμότερη παρ’ όλα αυτά από το παλιότερο επανειλημμένο χτύπημα του μαχαιριού στο πιάτο.

Φέρε, μάστορα, καινούργιο μεζεδάκι
και το ούζο στο γυαλί διπλό.
Βάλε στο τζουκ-μποξ παλιά του Τσαουσάκη
κι ας χαθούμε στο λογαριασμό.
(Ρασούλης, Όταν σε φιλώ κάτω απ' το λαιμό)

Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μεγάλε, ψηλός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ορισμός για την εξαιρετικά σέξι κοπέλα, ιδιαίτερα δημοφιλής σε νέους ηλικίας 18-25 ετών. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο για το σέξι κορμί παρά για το όμορφο πρόσωπο και για αυτόν τον λόγο ακούγεται συνήθως σε beach bars.

Συνώνυμο με: άρρωστο, τούμπανο, μουνάρα.

- Πωπώ, αυτό το γκομενάκι που σηκώθηκε τώρα από την τρίτη ξαπλώστρα, όπως κοιτάς αριστερά, είναι τρελό μουνί!
- Ποια ρε συ; Το τουφέκι με τη στρινγκιέρα;

Να μη μπερδεύεται με το πιστόλι / πιστολιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που ξεπηδάει μέσα από την νεοαστική Ελληνική πραγματικότητα με κοινωνικές αναφορές, αλλά συνάμα και ρατσιστικά υπονοούμενα.

Περιγράφει το επίπεδο μπουρδελοποίησης ενός χώρου (σπίτι, γραφείο, δωμάτιο ή ακόμα και κάποιο μαγαζί). Η φράση προσπαθεί να συμπυκνώσει όλη την μπίχλα, την μπόχα, την στενότητα καθώς και την απάλευτη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που μπορεί να διαθέτει μία τέτοια γκαρσονιέρα, η οποία φιλοξενεί αρκετά άτομα της προαναφερθείσας εθνικότητας (προκρίνονται οι Πακιστανοί, καθώς λόγω διατροφικών συνηθειών κάρυ, κουρκουμάς, παστουρμάς και λοιπά καρυκεύματα τα χνώτα, οι κλανιές και η ιδρωτσίλα ζέχνουν ιδιαιτέρως, με αποτέλεσμα τα παραπάνω δυσάρεστα συμπτώματα.

Σπανιότερα περιγράφει κι άλλους χώρους, όπως παραμελημένα εσωτερικά αυτοκινήτων και αραχνιασμένα μουνιά.

- Ρε Πίκη, σκέφτομαι να ζητήσω τα κλειδιά του σπιτιού του Φίφη για να παρκάρω την Ευλαμπία...
- Καλά ρε! Είσαι εντελώς τελεμές; Το σπίτι του Φίφη δεν κάνει ούτε για γκαρσονιέρα Πακιστανών! Για πήδημα θα την πας την Ευλαμπία, ή για να κάνει την καθαρίστρια;

(από Vrastaman, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από τα Μ.Κ.Ο., τις «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» ή, όπως εναλλακτικά καταγράφει ο Κχαν, «Μπίζνες Καλά Οργανωμένες».

Ως νεόκοπη σλανγκιά, χρησιμοποιείται σαν κοσμητικό επίθετο συγκεκριμένης συνομοταξίας ταξιδιάρικων ψυχών, παροικούντων σε χρυσελεφάντινους πύργους συμβούλων του Γ.Α.Π., χλιδάνεργων αριστεριτζήδων, φλεγόμενων πασοκόμουνων, κ.ά. μικυμάου.

  1. - Η Λάουρα κι ο Πέρι πήγαν στην Ακτή Ελεφαντοστού για να υποστηρίξουν την προσπάθεια αποναρκοθέτησης.
    - Μας προέκυψαν πιο μηκυό κι απ' την Μπιρμπίλη!
    - Μπα, μάλλον ψάχνουν για μπιρμπίλι...

  2. - Με τον ανασχηματισμό αυτό, απομακρύνθηκαν τα πιο μηκυό μέλη της κυβέρνησης...
    (Άρης Πορτοσάλτε, Σκάι, από μνήμης)

(από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξωτερικός δακτύλιος της κλανοβαλβίδας.

Θα μπορούσε επίσης να προσδιοριστεί ως το τμήμα εκείνο του πρωκτού που επιδέχεται αποτρίχωση και πρωκτολειχία. Εν γένει πάντως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του κώλου ή της κωλοτρυπίδας, σε εκφράσεις όπως «μού’ χει φύγει το περικλανίδιο», «θα σου σκίσω το περικλανίδιο» κ.ο.κ.

  1. Helpppp!!! Το αγορι μου θελει διαρκως να αεριζεται (να κλανει) Απ.: Η πιο γρήγορη μέθοδος εξέτασης, είναι να καθήσει γυμνός πάνω στο αλεύρι. Αν ο οπτικός έλεγχος στο αλεύρι, δείξει ανοιγμένο περικλανίδιο, τότε αμέσως στον πρωκτολόγο να εξεταστεί με κωλομπινεδισκόπιο! εδώ.
  2. ...και επίσης έσπασα τον περικλανίδιο παρθενικό οπισθοδακτύλιο του Νώντα... από τότε είναι ανοιχτός για όλους.
    (από το δίχτυ ομοίως).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η οποία αποτελείται από δύο συνθετικά: παπαριά + βιολί.

Οι μεν παπαριές σημαίνουν τις μαλακίες που μπορεί κάποιος να λέει, και το βιολί προκύπτει από την φράση: Και αυτός το βιολί του.

Και τα δύο μαζί, συνθέτοντας την λέξη παπαροβιολιές, υποδηλώνουν ότι κάποιος, εκτός από τις μαλακίες που λέει, έχει και εμμονή με τις συγκεκριμένες έτσι ώστε να τις επαναλαμβάνει συνεχώς.

- Συνάντησα τον Σωτήρη προχθές τυχαία μετά από πολύ καιρό.
- Τι κάνει;
- Τα γνωστά. Τις ίδιες παπαροβιολίες λέει ως συνήθως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για δική μου τυχαία επινόηση. Αφορά τον προσδιορισμό μίας γκόμενας σε υψηλό κλιμάκιο ομορφιάς, αλλά και σεξουαλικότητας. Επίσης πιο σπάνια χρησιμοποιείται για άνδρες.

Δύναται να χρησιμοποιηθεί και για την περιγραφή αντικειμένων, αλλά ακόμα και αφηρημένων εννοιών.

Γενικότερα δηλώνει το αχανές και άνευ μέτρου (όπως είναι το διάστημα) μίας κατάστασης.

Για γυναίκα:
Κώστας: Πω ρε Χάρη, τι γκόμενα που είναι αυτή η γκαρσόνα!!!!
Χάρης: Όντως!!! Διαστημική γκόμενα!!

Για αφηρημένη έννοια:
Χάρης: Άσε ρε συ Μήτσο... έφαγα μία χλαπάτσα διαστημική εχθές στο γραφείο...

Για αντικείμενα:
Χάρης: Μιλάμε πήρα ένα πουκάμισο εντελώς διαστημικό!! Δεν υπάρχει σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified