Further tags

Εκ του αγγλικού bet (=στοιχηματίζω). Μπετατζής είναι εκείνος που επιδίδεται στον στοιχηματισμό. Έγινε ευρύτερα γνωστός από την πρόσφατη ραδιοφωνική διαφήμιση γνωστής εταιρείας στοιχημάτων.

- Θα έρθει ο Νίκος το βράδυ για ποτό;
- Χλωμό το κόβω, θα περάσει όλη τη νύχτα παίζοντας πόκερ και στοιχηματίζοντας σε ματς του ΝΒΑ. Τον ξέρεις τωρα, γνωστός μπετατζής.

(από Mr. Cadmus, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκ γυναικεία του στάιλινγκ και της μοδός. Το λήμμα είναι σκοπίμως γραμμένο με κεφαλαία, γιατί έτσι γράφεται συχνά (βλ. παρ. 1) επειδή δεν είναι απλή έκφραση, αλλά πρόκειται για Ιδέα. Μη χαμογελάς με το βελάκι πάνω από το πρώτο αστέρι, ώρα για τη μόρφωσή σου.

«Μικρό Μαύρο Φόρεμα» (περισσότερες από 99.000 επιστροφές στο γούγλε, όπως είναι με τα εισαγωγικά): Μεταφορά στην Ελληνική του ξενικού όρου «Little Black Dress» (περισσότερες από 2.000.000 επιστροφές στο γούγλε). Καταχώρηση στη Βίκυ, ολόκληρη λίστα βιβλίων, εξειδικευμένα σάιτς, ειδικό αρκτικόλεξο (LBD – χρησιμοποιείται ατόφιο και στα Ελληνικά κείμενα – βλ. παρ. 2), τραγούδια, ειδικά events προς τιμήν του, ετήσιο γκαλά, κάτσε καλά. Το λανσάρισε η Κοκό Σανέλ στα '20ς και δεν ήξερε τί καλό θα έκανε στις επόμενες γενεές γυναικών (βλ. παρ. 3) - το γιατί θα το δείτε παρακάτω.

Πρόκειται για σχετικά απλά ουδέτερα μαύρα φουστανάκια, συχνά με κοντή φούστα αλλά όχι πάντα, διαφορετικά μεταξύ τους (πχ βλέπε τα μήδια - όλα αυτά είναι LBD), αλλά χωρίς υπερβολές στο σχέδιο, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαχρονικότητα, η ευελιξία και η πολυμορφικότητα του ρούχου. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι, σε αντίθεση με άλλα γυναικεία ρούχα, μπορεί να φορεθεί τόσο το πρωί σε χαλαρές καταστάσεις (αρκεί μια σπορ μπότα χωρίς τακούνι ή «μπαλαρίνες» για να το βάλεις στο γραφείο), όσο και το βράδυ σε επίσημες (αρκεί π.χ. θανατηφόρα στιλέτο, χρυσά κοσμήματα και μαλλί ψηλά για να βγάλεις και τη δεξίωση και το μπουζούκι άμα λάχει ναούμ').

Παίζει δηλαδή να φοράς το ίδιο φουστανάκι σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις της χρονιάς, αλλάζοντας παπούτσια και σκουλαρίκια και να την σκαπουλάρεις χωρίς πολλά σουφρώματα της μύτης από τις άλλες κυρίες, τ. «πάλι το ίδιο έβαλε» - πρέπει η άλλη να είναι εξαιρετικά παρατηρητική και κακοπροαίρετη και δεμπαναγαμηθεί στην τελική. Γεια σου ρε Κοκό με τα ωραία σου.

Στο νετ βρήκα και παράδειγμα για το πόσο ο όρος μικρό μαύρο φόρεμα έχει εξαπλωθεί, που πλέον χρησιμοποιείται και ως μεταφορά για την κομψότητα και την καταλληλότητα σε όλους τους τομείς: «το ipod είναι το μικρό μαύρο φόρεμα της τεχνολογίας»...

Χε, να το πω κι αυτό, έχει τύχει να δω σε γυναικείο περιοδικό την ατάκα «αυτό το γκρι μικρό μαύρο φόρεμα». Σαν να λέμε ότι αρκεί να είναι ουδέτερο το χρώμα και το συμπεριλαμβάνουμε. Δηλαδή μπορεί να είναι και μπεζ; Και λευκό; Ναι, είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι.

Παράδειγμα 1 (εδώ):
Δώρο InStyle Φεβρουαρίου: Tο Μικρό Μαύρο Φόρεμα. Φοριέται παντού και με άπειρους τρόπους. Μην το χάσετε.

Παράδειγμα 2 (εδώ):
Το βασικότερο κομμάτι της γκαρνταρόμπας μίας γυναίκας, όσα χρόνια και αν περάσουν, όποια μόδα και αν είναι επίκαιρη είναι ένα… Το αιώνιο κλασικό μικρό μαύρο φόρεμα (LBD little black dress). [...] μπορεί λοιπόν να φορεθεί από το πρωί μέχρι το βράδυ, σε κάθε περίσταση και σε κάθε έξοδο!

Παράδειγμα 3 από τη Βίκυ: Η Κοκό Σανέλ [...] ήταν μια από τις διασημότερες σχεδιάστριες μόδας του 20ού αιώνα [...] Ίδρυσε ομώνυμο οίκο μόδας που παραμένει στην επικαιρότητα μέχρι σήμερα. Το 1923 δημιούργησε το άρωμα Σανέλ νούμερο 5 και εφηύρε το μικρό μαύρο φόρεμα.

Παράδειγμα 4 (εδώ): Μεταμόρφωσε το LBD σου! Τα αξεσουάρ κάνουν από μόνα τους την διαφορά, γι΄ αυτό προτίμησε τα για να δώσεις νέο αέρα στο LBD σου κι όχι μόνο!

Παράδειγμα 5 - Βίκυ για την Όντρεϊ Χέπμπορν: Το «μικρό μαύρο φόρεμα» από την ταινία «Breakfast at Tiffany's», σχεδιασμένο από τον Ζιβενσύ, πωλήθηκε σε πλειστηριασμό του Οίκου Christie’s στις 5 Δεκεμβρίου 2006 για £467,200 (περίπου $920,000), περίπου εφτά φορές πάνω από την αρχική του τιμή. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή που έχει ποτέ δοθεί για φόρεμα από ταινία. Τα έσοδα πήγαν σε φιλανθρωπικό ίδρυμα που βοηθά μη προνομιούχα παιδιά στην Ινδία.

Παράδειγμα 6 - φιλενάδες, στα μαγαζιά:
-Ουφ.
-Τι ρε, βαρέθηκες κιόλας;
-...αμάν ρε, τι κιόλας, δεν έχεις αφήσει κρεμάστρα για κρεμάστρα και κοιτάς αυτές τις μαλακίες τις φωσφοριζέ και μετά θα μου το ζαλίζεις «τι να βάλω» και «τι να βάλω», που ψωνίζεις ψωνίζεις και ποτέ δεν έχεις να βάλεις... Πάρε ρε κανα μικρό μαύρο φόρεμα να είσαι σούπερ παντού και μετά τα κοιτάς τα πούπουλα!
-Ναι, καλά, μαλακίες κλασικούμπες, εγώ ρε θέλω άμα μπαίνω μέσα να φεύγουν οι λουλουδούδες απ' την πίστα και να ρχονται στην πόρτα... αυτό το χρυσοπράσινο σ' αρέσει;
-Σα χοντρή χρυσόμυγα θα είσαι, πα να πιω καφέ και έλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της γκαζιώτικης διαλέκτου, ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως από περιστασιακούς θαμώνες, οι οποίοι κατά τα άλλα συχνάζουν σε άλλες περιοχές όπως Εξάρχεια-Ψυρρή ή έχουν κατά κανόνα άλλη κοινωνική θέση και συνήθειες διασκέδασης απ' ό,τι τα άτομα με τα οποία συνυπάρχουν όταν πάνε στο Γκάζι.

Ο όρος σημαίνει «αυτός που πάει σε high σκηνικά και μέρη» και φυσικά προέρχεται από την αγγλική λέξη «high» και χρησιμοποιείται γενικά για high μέρη και καταστάσεις (πχ: πάρτυ που πήγες απρόσκλητος και πέτυχες κάποιον διάσημο, πάρτυ σε κάποιο κλαμπ πολύ κυριλέ, κυριλέ μπαρ, κλπ).

ΠΡΟΣΟΧΗ: ο όρος δεν χρησιμοποιείται για (και από) «πλούσιους» ή άτομα που έτσι κι αλλιώς θα ήταν εκ φύσεως εκεί, αλλά για άτομο «κοινό θνητό» (σαν όλους μας...), ο οποίος ψάχνει να βρει και να χωθεί περιστασιακά σε τέτοιες καταστάσεις...

Παρόμοιος ο όρος «χαΐλα», ο οποίος χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός.

  1. - Τι λέει αρχηγέ, πάμε καμιά βόλτα κέντρο;
    - Λοιπόν κανόνισε αγόρι μου... σήμερα ή Κολωνάκι ή Γκάζι... σήμερα είμαι χαΐστας... δεν έχω όρεξη για ζόφο...

  2. Καλά, μαλάκα, χτες το πάρτυ... πολύ χαΐλα... Πήγα εκεί με χαμηλές προσδοκίες, αλλά τελικά η φάση ήταν και γαμώ... Τεράστιο σπίτι, πισίνα, και ρε μαλάκα... η κόρη αυτουνού που έκανε το πάρτυ είχε αμάξι σαν του πατέρα μαυ και ήταν μόνο 18 ρε μαλάκα... και γαμώ!

Στο 1.10. (από Khan, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι παλιότερος τύπος της λέξης μάκα (=βρομιά, ακαθαρσία) και σημαίνει το χάλασμα/λιώσιμο/ανακάτεμα/λέρωμα τροφίμων ή άλλων αντικειμένων καθημερινής χρήσης.

Προέρχεται από το ιταλικό macchia (=λεκές, λατ. macula).

Χρησιμοποιείται κυρίως στις φράσεις: «Τα έκανες ματσιά!» και «…γίνανε ματσιά»

Γιατί άφησες τα σπανάκια έξω από το ψυγείο; Γίνανε ματσιά, αλλοιώθηκαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για πράγματα χωρίς νόημα, ανυπόστατες δηλώσεις και σχέδια χωρίς λογική, αλλά και σε περιπτώσεις που αναφερόμαστε σε ένα εξόφθαλμο ψέμα.

Πρόκειται για έκφραση συγγενή της φράσης πούτσες μπλε, με της οποίας την έννοια και ταυτίζεται. Ωστόσο, αποτελεί μια πιο εξευγενισμένη έκδοση, καθώς δεν περιέχει ύβρεις. Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι, αν και μπλέ πούτσες έχουν εντοπιστεί στο ουτοπικό στρουμφοχωριό, ακόμα δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη πουά πεών.

Το λήμμα αυτό, είναι εμφανώς επηρεασμένο από τη γαλλική γλώσσα, όχι μόνο όσον αφορά τη λέξη πουά (στα γαλλικά point=βούλα, τελεία, σημείο), αλλά και όσον αφορά το ηχητικό μέρος όλου του λήμματος, το οπόιο μοιάζει σαν να έχει γαλλική προφορά. Ιδιαίτερα, αν ειπωθεί εσκεμμένα με γαλλική προφορά, μπορεί να περάσει απαρατήρητο και σε δημόσια δεξίωση.

Το ότι αυτό το λήμμα γαλλοφέρνει έως ένα σημείο, του προσδίδει τη μοναδική ιδιότητα, να μπορεί μεν να εκφράζει με ακρίβεια το περιεχόμενο της έκφρασης πούτσες μπλε, να μπορεί, δε, να ειπωθεί ελεύθερα, χωρίς ο ομιλών να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως κάφρος.

Και όχι μόνο ο ομιλών δεν θα κακοχαρακτηριστεί, αλλά απεναντίας, θα δείξει ότι διαθέτει ιδιοσυγκρασία και δημιουργικό μυαλό. Αρκεί να μην το παρακάνει βέβαια...

Ασσίστ: kondr.

- Άκουσες τι είπε ο Τάκης ρε; Πήγε λέει το σαββατοκύριακο στο Παρίσι και είδε τα αξιοθέατα λέει, και έκανε και σαματά στα κλαμπ λέει, και του έκατσαν και δύο χορεύτριες του Moulin Rouge, και...
- Καλά, εντάξει... πέη πουά! Πόσες φορές θα σου πώ να μην ακούς τις μαλακίες που λέει; Το σαββατοκύριακο έπαιζε πασιέντζες στο καφενείο ο γκιόζης. Ρε πούστη, μια ζωή σε δουλεύει, και εσύ μια ζωή τσιμπάς σαν μαλάκας! Έλεος πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

For the festivals κοινώς σε ελληνική μετάφραση ισούται για τα πανηγύρια.

Τις προάλλες ήμουν στο πάρτυ μασκέ και είδα τον Στρούμφ.
Ο τύπος είναι πανηγύρι for the festivas το άτομο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γράδο (grado) ως δάνειο από την ιταλικήν χρησιμοποιείται στην ναυτική αργκό με την ακριβή μετάφρασή του (βαθμός, μοίρα). Ως τεχνική ορολογία, δε, αναφέρεται στο όργανο του πυκνόμετρου, σε πιο οινολογικές και κρασοκατανυκτικές καταστάσεις. Εξ ου και η χρήση του στους βαθμούς της απόσταξης και της περιεκτικότητας σε αλκοόλ.

Επειδή όμως και ο ναυτικός και ο πότης την έχουν τη μαγκιά ατελείωτη, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν εκεί.

Τα γράδα, και μόνο ως πληθυντικός, εμφανίζονται ως:

  1. απώλεια προσανατολισμού
  • Θα σου γαμήσω / κάνω / ράνω κ.α., (opt.) μάνα / μανάρα μου, να σου φύγουν τα γράδα.
  1. επαναφορά σε συγκεκριμένα στάνταρ
  • Θα συμμορφωθείς / ηρεμήσεις κλπ. ή θες να φας / αρπάξεις, κανα μπουκέτο / σφαλιάρα, να βρεις τα γράδα σου;
  1. συγχρονισμός
  • Πρέπει να μείνουμε και λίγο στο ίδιο σπίτι με τη Μαρία, να βρούμε τα γράδα μας.

Υπάρχουν και συνδυασμοί των ανωτέρω (βλ. παράδειγμα).

- Πω πω κούνημα η τύπισσα!! Κόλαση!!
- Παιδί μου!! Έλα 'δω να σου ρίξω μια ζυγοστάθμιση να βρεις τα γράδα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης ''κακουχία'' και την κατάληξη -ισταν στην οποία τελειώνουν οι ονομασίες των κεντροασιατικών κρατών που, κατά κανόνα, ειναι μακριά στην απόσταση, δύσκολο να πας και είναι εντελως υπανάπτυκτα.

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια διαδρομή, έναν δρόμο ή ένα ταξίδι... δηλαδή ότι το ταξίδι ήταν πολύ μακρινό, με κακό δρόμο, ότι η διαδρομή ήταν δύσκολη και με ώρες ταλαιπωρίας κτλπ. Μερικές φορές χρησιμοποιείται και για την περιγραφή γενικά καταστάσεων που είναι κουραστικές.

  1. - Μήτσο τι κάνεις ρε; Πώς ήταν το ταξίδι που πήγατε;
    - Άστα! Πώς να είναι; Το μέρος που βρήκε να πάμε η Βέρα ήταν μέσω κακουχιστάν να πούμε! Όλο στροφές, γκρεμούς, 8 ώρες μέσα σε ένα αμάξι και δεν μπορούσα να σταματήσω πουθενά ούτε να φάω κάτι... ούτε μια καντίνα, κάτι ρε....τόσες ώρες σε έναν κωλόδρομο...

  2. - Τι λέει, πώς τα πήγες στις εξετάσεις;
    - Σκατά, πώς να τα πάω... η όλη φάση ήταν κακουχιστάν, μαλάκα... τόσος κόπος ενώ ήξερα ότι τίποτα δεν θα κατάφερνα στο τέλος...

  3. - Πήγα σήμερα να καταθέσω κάτι χαρτιά στην νομαρχία και μου έβγαλαν το λάδι οι άνθρωποι! Από γραφείο σε γραφείο... μιλάμε για κακουχιστάν... όλο το πρωί έφαγα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αλανιάρα γκόμενα που υπηρετεί τα τσιμπούκια και δεν ικανοποιείται η όρεξη της για πεοθηλασμό...

Βλέπε: τσογλάνι

Ποια; Η Μαρία;... Μεγάλο τσιμπούκογλαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified