Selected tags

Further tags

Προέλευση: Σύντμηση της λέξης «ζελατίνα».

Είναι η ζελατίνα-περιτύλιγμα ενός πακέτου τσιγάρων ή και η φαρμακευτική ζελατίνα που είναι αεροστεγής. Η συντομογραφία αυτή χρησιμοποιείται σε συζητήσεις μεταξύ χρηστών κάνναβης, αλλά και ναρκωτικών. Η ζέλα χρησιμοποιείται για να αποθηκεύει / καβατζώσει ο χρήστης το stuff του.

Πολύ συχνά τη συναντάμε και με το δεύτερο μέρος της κανονικής λέξης, δηλαδή ''τίνα''.

**Υπάρχει και δεύτερος ορισμός γι' αυτή τη λέξη σε κάποιες διαλέκτους και δεν έχει καμία σχέση με τη ζελατίνα. ΜΗΝ τολμήσει κανας μπινές και τον ανεβάσει.*

- Χώρισες τη φούντα;
- Ναι.
- Έχεις καμιά ζέλα να καβατζώσω τη δικιά μου;
- Όχι, πάρε χαρτί από το γραφείο για να το τυλίξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα ποδανά το φιξάκι, δηλαδή μικρή ποσότητα / δόση πρέζας ή κόκας. Ο τόνος μπορεί να τοποθετηθεί και στην προπαραλήγουσα ή παραλήγουσα, ενώ λέγεται και ψάκι ή ξάκι.

Πάσα: John Black.

Το ξακιφί που του πασάρανε τον αποτελείωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: στρίψε (το) τίποτα => (ανάποδα) ψεστρί το ποτατί.

Η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος ζητάει σε ένα άλλο άτομο να στρίψει ένα τσιγάρο κάνναβης.

Η φράση αυτή έχει δημιουργηθεί από παράφραση λέξεων ηπειρωτικής διαλέκτου.

- ΕΕΕ! Ψεστρί το ποτατί.
- Μα πάλι ρε μαλάκα;
- Τι πάλι ρε; Πριν μισή ώρα ξανάπιαμε. Άιντε ξεκίνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταμάχητη επιθυμία για οποιοδήποτε έδεσμα, συνήθως τζανκίλα. Ο όρος μαντσίλα περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία έχει περιέλθει ένας άνθρωπος όπου το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα ικανοποιήσει την επιθυμία του να καταναλώσει οποιοδήποτε γλυκό ή αλμυρό, εργοστασιακό ή σπιτικό. Ανήκει στην σλανγκ των χασικλήδων και περιγράφει το γουργούρισμα της κοιλιακής χώρας μετά από κατανάλωση επεξεργασμένης ή/και όχι κάνναβης. Οι χασικλήδες και οι παρέες τους το χρησιμοποιούν καταχρηστικά και απουσία κάνναβης.

Είναι μεταφορά από την αγγλική σλανγκ: munchies (βλ. εδώ στο urbandictionary )

Σημείωση: Η σπιτική μαντσίλα είναι ελληνικό μόνον φαινόμενο, αφού μόνο στης Ελληνίδας μάνας τον φούρνο βρίσκεις πάντοτε κάτι τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.

- Πο πο μαλάκα, έχω κάτι μαντσίλες... έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε;
- Μπα το γαλακτομπούρεκο το έσκισα όλο χτες. - Ε πάμε μέχρι το περίπτερο. - Άραξε λίγο και πάμε σε κανα 10'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Προφέρεται «βέρια»)

Προέλευση: σύμπτυξη 2 λέξεων, βέρι (=νταραβέρι) + area (αγγλ. = χώρος).

Είναι ο χώρος που είναι γνωστός λόγω του ότι γίνονται νταραβέρια (κυρίως με ναρκωτικά), παράνομες συναναστροφές μεταξύ περίεργων. Βarea είναι συνήθως πάρκα, εκκλησίες και πλατείες (στην Αθήνα η πιο γνωστή είναι η Ομόνοια).

*Το λήμμα δεν σχετίζεται με την πόλη Βέροια (εκτός αν κάποιος ξέρει κάτι καλό εκεί).

- Ρε φίλε, που θα βρούμε εδώ πέρα κάποιον να γίνουμε;
- Άραξε, έχω ακούσει ότι είναι μια πλατεία εδώ κοντά, κλασσική βarea!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. τα κοψίδια
  2. τα ξίδια
  3. τα μπουζούκια
  4. άλλο τι είδος παρεκτροπής με σοβαρές μακροχρόνιες και σωρευτικές επιπτώσεις.
  1. - Χρηστάκη, θα πάμε για κανά μεζεκλίκi στου Μπαρούτα;
    - Μανωλάκη μου, η κυρα-Θοδώρα επέβαλε μνημόνιο, κομμένα τα βαρέα και ανθυγιεινά.

  2. Στην αρχή παραγγείλαμε κάτι τζιν-τόνικ, κάτι μοχίτο και τέτοιες χαριτωμενιές, αλλά γρήγορα περάσαμε στα βαρέα και ανθυγιεινά.

  3. - Φιλαράκι, εγώ θα την πέσω τώρα να σηκωθώ κατά τις 2, φρεσκαδούρα, να πάω κατευθείαν για μεροκάματο στα βαρέα και ανθυγιεινά.
    - Οκέικ, εγώ θα πάω ντιρετίσσιμα στον Ερωδιό για σούπα στις έξι. Πιο φρεσκαδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ευμέγεθες πούρο, στην μπρουτάλ αργκό των Ελλήνων πουρο-aficionados.

Από το φισέκι > Τουρκ. fişek (αντιδάνειο εκ του φυσίγγιο).

- Λίλιαν, είσαι να κτυπήσουμε ένα φουσέκι totalmente a mano;
- Γκρρρ, το έπιασα το υπονοούμενο...
- Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Κοκτέιλ που περιλαμβάνει πέντε «άσπρα» (διαφανή) ποτά, τα εξής τέσσερα: βότκα, ρούμι, τεκίλα και τζιν. Το πέμπτο είναι μπαλαντέρ, αναλόγως την παραλλαγή, και όχι πάντα άσπρο. Παίζει με μαρτίνι, με κουαντρώ, με κουρασάο (ή κουρακάο, για τους λαϊκούς τύπους), με ζαμπούκα και όχι μόνο.

Σερβίρεται σε ψηλό ποτήρι με πάγο, το μη αλκοολούχο συμπλήρωμα είναι συνήθως λάιμ ή λεμοναδίτσα, και μπαίνει και μια σταλιά κοακόλα για το χρώμα. Δυνατό, όχι και καταστροφή όμως. Επισήμως λέγεται Long Island Iced Tea, τουλάχιστον το ορίτζιναλ.

2. Υπερκαμένο «κοκτέιλ» που αποτελείται από πέντε άσπρα και τίποτα άλλο. Μόνο αλκοόλ, χωρίς χυμούς και αναψυκτικά και χαζά. Το μπαλαντέρ εδώ είναι όντως άσπρο, συχνότερα μαρτίνι ή ζαμπούκα, αλλά ενίοτε και εγχώριο απόσταγμα (ούζο, ρακή, τσίπουρο, ό,τι έχει ο καθένας). Κυκλοφορεί και σε τούρμπο: έξι άσπρα, εφτά άσπρα, και ούτω καθεξής.

Απευθύνεται κυρίως σε πιτσιρικάδες που μόλις άρχισαν να πίνουν, και πειραματίζονται με ενθουσιασμό μέχρι να πάθουν και να μάθουν. Ελαφρώς πασέ, πάντως (ευτυχώς).

1α. - Μόλις έχω γυρίσει από τις Κάννες, από το μέρος που ο μικροαστισμός συναντάει την ψευτογκλαμουριά πάνω από ένα κοκτέιλ Paradise (μικροί το λέγαμε και «πέντε άσπρα με blue Curaçao»). [κείμενο από Lifo]

1β. Long Island Iced Tea (5 άσπρα)

Υλικά: 1/2 μεζούρα Ασπρο ρούμι
1/2 μεζούρα Βότκα
1/2 μεζούρα Gin
1/2 μεζούρα Τεκίλα
1/2 μεζούρα Cointreau
1/2 μεζούρα Πορτοκαλάδα
splash Coca Cola
πάγος
ψηλό ποτήρι για long drinks
φέτα από πορτοκάλι για διακόσμηση

Εκτέλεση: Σε ένα σέικερ βάζουμε λίγα παγάκια με το Ρούμι, τη Βότκα, το Gin, την Τεκίλα και το Cointreau. Τα χτυπάμε καλά και αδειάζουμε το περιεχόμενο σε ένα ψηλό ποτήρι με παγάκια. Προσθέτουμε την πορτοκαλάδα και τέλος, μια σταλιά Coca Cola, ίσα ίσα για να θολώσει την πορτοκαλάδα και να δώσει το χρώμα του Iced Tea. Καλαμάκι και μια φέτα πορτοκάλι και έτοιμο το αυθεντικό Long Island Iced Tea. [μία συνταγή απ' τις πολλές]

2α. - Φίλε, μιλάμε, χτες πήγαμε στο Γιατομπουτσομπάρ, που ο μπάρμαν είναι κολλητός κιέτσ', και του είπαμε να μας βάλει το πιο δυνατό ποτό που ξέρει! Και μας έβαλε πέντε άσπρα, φίλε! Βότκα, ρούμι, τεκίλα και κάτι τέτοια! Ήπιαμε πέντε ο καθένας και τα 'δαμε όλα, φίλε!
- Πφφφ, αυτό δεν είναι τίποτα! Εμείς προχτές πήγαμε στο Κουκουρούκου, που ξέρουμε τον τύπο που το έχει, και μίλησε του μπάρμαν να μας περιποιηθεί κιέτσ', και μας έβαλε ΕΞΙ άσπρα! Ήπιαμε δέκα ο καθένας μονορούφι και ξερνάγαμε όλη νύχτα, γαμώ τις φάσεις μιλάμε!
- Πφφφφφφ, σας έχω όλους! Εμείς πήγαμε στο Ντιριντάχτα, που ξέρουμε τον πορτιέρη ναούμ', και είπε στου μπάρμαν να μας βάλει ΕΦΤΑ άσπρα! Δε θυμάμαι τίποτα!

2β. - Να δω τον Σημίτη τύφλα απο μοχίτος κι ας πεθάνωωωωωωω.
- Μοχίτο; Ενα σέικερ πέντε άσπρα σου βρίσκεται; [σχόλια από μπλογκ]

2γ. - [Θυμάμαι τα] πέντε άσπρα. Και μάλιστα υπάρχει ο μύθος οτι άμα αντικαταστήσεις την σαμπούκα με Μαρτίνι, γίνεται και καλά μπόμπα. Και σαν πιτσιρικάς έλεγα «ενα 5 άσπρα με μαρτίνι»... Φυσικά το 5 άσπρα βγαίνει κάτασπρο, είναι ένας εύκολος και φτηνός τρόπος να λιώσεις (το μοναδικό πεντακάθαρο κοκτέιλ). Αν βάλεις κάτι παραπάνω (π.χ. τσίπουρο... ), τότε έχεις κλεισει πρώτο τραπέζι στο νοσοκομείο.
- Θυμάμαι μπάρμαν που λάνσαρε τα «7 λευκά». Με πρόσθετο ούζο και Martini Dry. Αλλά δεν πινόταν. [από φόρουμ]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος πικάντικου αφροδισιακού μπαχαρικού εκ Ιταλίας που καταναλώνει ο Μικρός Νικόλας και ευθύνεται για το μεγάλο σεξ ντράηβ του και για το γουρουνοπούτσι του.

Έλα να κεράσω λίγη παπαρδέλα, πάμε Μποκαρίνο για πάπια με κανέλλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταξά με στιμμένο λεμόνι.

Σερβιτόρα : - Τι να σας φέρω;;; - Δυο Μεταξάκους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified